Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ''ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΦΛΟΙΣΒΟ'' ΤΗΣ Ε.ΠΟ.Φ.Ε.


Παρόλες τις αντιξοότητες , συνεχίζονται οι προετοιμασίες με εντατικούς ρυθμούς για την 
«Συνάντηση στον ΦλΟίΣβΟ!» που διοργανώνει η Ε.ΠΟ.Φ.Ε.
Ένα τριήμερο εκδηλώσεων που φιλοδοξεί να είναι η αρχή ενός νέου πολιτιστικού θεσμού της Αλεξανδρούπολης , του Έβρου , της Θράκης, αλλά και της νοτιοανατολικής Ευρώπης στην συνέχεια.
Πέμπτη 28, Παρασκευή 29, Σάββατο 30 Αυγούστου 2014
ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ - ΔΡΩΜΕΝΑ - ΕΚΘΕΣΕΙΣ - ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΩΡΕΑΝ!
ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΡΟ ΤΗΣ ΑΛΕΞ/ΠΟΛΗΣ,
με οριοθέτηση: από το τέλος του ‘‘Λούνα-Παρκ’’ έως και το κτίριο των ‘‘Ναυτοπροσκόπων’’.
18:00 - 24:00 καθημερινά
ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ:
συνάντηση καλλιτεχνών (μουσικής, χορού, δημιουργίας), γεύσεων, θεάτρου, εθίμων, λαϊκής παράδοσης κ.α. Περιλαμβάνει ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ Εβρίτικων μουσικών συγκροτημάτων σε θεματικές ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΒΡΑΔΙΕΣ (Παραδοσιακή & Ρεμπέτικη-Λαϊκή, Ροκ-Ποπ), ΔΡΩΜΕΝΑ (Θέατρο/ Εθιμικές Αναπαραστάσεις), ΕΚΘΕΣΕΙΣ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ σχετικής θεματολογίας (ζωγραφική, εικαστικά, κεραμική, ξυλογλυπτική, φωτογραφία, γλυπτά, χειροποίητα κοσμήματα, παραδοσιακά προϊόντα, βότανα) κ.λ.π.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΕΝΕΡΓΑ:
Η ΔΡΑΣΗ "ΑιγιαLOST' των Uplo,
ΦΟΡΕΙΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ,
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ και ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ,
ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ και ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ.

ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗΣ ΦΟΡΕΑΣ:
"Ε.ΠΟ.Φ.Ε.-ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΕΒΡΟΥ"

ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗΣ ΦΟΡΕΑΣ:
"Ο.Λ.Α.-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ"

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ:
-ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΜΘ/ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΒΡΟΥ
-ΔΗΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ
-ΧΙΙ Μ/Κ ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΠΕΖΙΚΟΥ ΕΒΡΟΥ
-ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΒΡΟΥ
-ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΩΝ,-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ & ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΒΡΟΥ
-ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΛΕΞ/ΠΟΛΗΣ
-ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ-ΠΕΡΙΦ.ΤΜΗΜΑ ΑΛΕΞ/ΠΟΛΗΣ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ:
ΔΕΛΤΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
MAXIMUM 93,6

ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΘΡΑΚΙΚΑ ΦΥΛΑ

ΘΡΑΚΗ
ΤΑ ΘΡΑιΚΙΚΑ ΕΘΝΗ
Πριν ή προβώμεν εις την περιγραφήν των διαφόρων Θρακικών εθνών, σκόπιμον θεωρούμεν να προτάξωμεν την δια της Θράκης πορείαν του στρατού του Ξέρξου κατά της Ελλάδος, καθώς περιγράφει την εκστρατείαν ο Ηρόδοτος, καθόσον αυτή διευκολύνει πάρα πολύ την κατανόησιν σημείων τινών της Ιστορίας της Θράκης.
Είνε δε η εξής.
«Ο δε Ξέρξης διαβάς τον Μέλανα ποταμόν απεξηραμμένον και κατόπιν τον Έβρον επορεύετο εις τον Δορίσκον κατά της Ελλάδος και διήλθε πρώτον πλησίον των Σαμοθρακικών τειχών, εκ των οποίων το τελευταίον προς δυσμάς είνε η Μεσημβρία. Κατόπιν αυτής είνε η πόλις των Θασίων Στρύμη και μεταξύ των δύο τούτων πόλεων ρέει ό Λίσος ποταμός, του οποίου το ύδωρ δεν επήρκεσε τότε εις τον στρατόν του Ξέρξου, αλλ' ετελείωσεν. Η χώρα αύτη τον παλαιόν καιρόν εκαλείτο Γαλαϊκή, τόρα δε Βριαντική. Είνε όμως αλήθεια και αυτή χώρα των Κικόνων.
»Διαβάς δε το αποξηρανθέν ρείθρον του Λίσου ποταμού διήλθε πλησίον των Ελληνικών πόλεων Μαρωνείας, Δικαίας και Αβδήρων, προς τούτοις δε και από τας ονομαστάς λίμνας Ισμαρίδα, η οποία είνε μεταξύ της Μαρωνείας και της Στρύμης, και Βιστονίδα, η οποία είνε πλησίον της πόλεως Δικαίας και εις την οποίαν χύνονται δυο ποταμοί, ο Τραύος και ο Κόμψατος. Πλησίον δε των Αβδήρων δεν υπάρχει λίμνη αξία μνήμης. Διέβη δε μόνον τον Νέστον ποταμόν, ο οποίος χύνεται εις την θάλασαν. Μετά τας χώρας αυτάς εξακολουθών την οδοιπορίαν του διήλθε πλησίον των μεσογείων πόλεων, εις μίαν των οποίων ευρίσκεται λίμνη, της οποίας η περιφέρεια είνε ακριβώς τριάντα στάδια, έχουσα πολλούς ιχθύς. Η λίμνη αυτή είνε πολύ αλμυρά. Ταύτην εξήραναν μόνον τα υποζύγια ποτιζόμενα. Η πόλις αυτή ονομάζεται Πίστυρος. Ταύτας τας παραθαλάσσιας πόλεις αφίνων αριστερά του επροχώρει.
»Έθνη δε Θρακών, δια της χώρας των οποίων επορεύετο, είνε τα εξής Παίτοι, Κίκονες, Βίστονες, Σαπαίοι, Δερσαίοι, Ηδωνοί, Σάτραι.
»Οι δε Σάτραι ούτοι, καθόσον ειξεύρομεν, ουδενός ποτέ ανθρώπου υπήκοοι έγιναν, αλλά μέχρι της εποχής μου μόνοι αυτοί από τους Θράκας εξηκολούθησαν να μένουν ελεύθεροι, διότι κατοικούν όρη υψηλά, σκεπασμένα υπό διαφόρων δασών και χιόνων και είνε επιτηδειότατοι περί τα πολεμικά. Αυτοί οι Σάτραι είνε οι έχοντες το μαντείον του Διονύσου. Το δε μαντείον τούτο ευρίσκεται επάνω εις το υψηλότερον όρος. Εκ των Σατρών οι Βησσοί είνε οι επιμελούμενοι τον ναόν, χρησμοδοτεί δε μία πρόμαντις και οι χρησμοί αυτής είνε διφορούμενοι, ως και εις τους Δελφούς.
»Αφού δε διήλθεν ο Ξέρξης τας χώρας, τας οποίας ηρίθμησα, διήλθεν έπειτα πλησίον των φρουρίων των Πιέρων, εκ των οποίων το μεν καλείται Φάγρης, το δε Πέργαμος. Πλησίον των φρουρίων τούτων διήλθεν αφήσας προς τα δεξιά το Παγγαίον, όρος μέγα και υψηλόν, έχον μεταλλεία χρυσού και αργύρου, τα οποία νέμονται οι Πίερες, οι Οδόμαντες και προ πάντων οι Σάτραι.
»Διελθών δε πλησίον από τους Παίονας, τους Δόβηρας και τους Παιόπλας, οι οποίοι κατοικούν προς βορράν του Παγγαίου, επορεύετο προς δυσμάς, μέχρις ου έφθασεν εις τον Στρυμόνα και την Ηδωνικήν πόλιν Ηϊόνα, την οποίαν εκυβέρνα τότε ο Βόγης. Εξ όλων δε των επάρχων, των οποίων τας επαρχίας εκυρίευσαν οι Έλληνες, ουδένα έκρινεν ο βασιλεύς ανδρείον, ει μη τον Βόγην μόνον, έπαρχον της Ηϊόνος. Τούτον ουδέποτε έπαυσε να επαινή και ετίμησε μεγάλως τους παίδας αυτού, όσοι επέζησαν εις την Περσίαν. Και πράγματι άξιος μεγάλου επαίνου εφάνη ο Βόγης. Αυτός, όταν επολεμήθη από τους Αθηναίους και τον υιόν του Μιλτιάδου Κίμωνα, ενώ ειμπορούσε να συνθηκολογήση και να εξέλθη και να επιστρέψη εις την Ασίαν, δεν ηθέλησε, μήπως φανή εις τον βασιλέα, ότι από δειλίαν εφρόντισε να σώση την ζωήν του, και ενεκαρτέρησε μέχρις εσχάτων. Αφού δε πολιορκούμενος εξήντλησεν όλας τας ζωοτροφίας του, ανάψας πυράν έσφαξε τα τέκνα του, την γυναίκα, τας παλλακίδας του και τους δούλους του και τους έρριψεν εις το πυρ. Έπειτα έλαβεν όλον τον χρυσόν και τον άργυρον της πόλεως και τον έρριψεν από τα τείχη εις τον Στρυμόνα. Αφού δε έκαμεν όλα αυτά, ερρίφθη και αυτός εις το πυρ. Τούτου ένεκα δικαίως επαινείται μέχρι της σήμερον υπό των Περσών.
»Η δε γη αύτη η περί το Παγγαίον ονομάζεται Φυλλίς και εκτείνεται προς δυσμάς μεν μέχρι του ποταμού Αγγίτου, εκβάλλοντος εις τον Στρυμόνα, προς νότον δε μέχρι του Στρυμόνος.
»Ο στρατός εξηκολούθησε την οδοιπορίαν του προς τας γέφυρας της Αμφιπόλεως (των Εννέα οδών), ήτις γη είνε των Ηδωνών, και εύρε τον Στρυμόνα ζευγμένον προς διάβασιν. Κινήσας δε ο στρατός από τον Στρυμόνα διήλθε πλησίον πόλεως Ελληνικής, της Αργίλου, η οποία είνε παραθαλασσία. Η χώρα αυτή, ως και η άνωθεν αυτής, ονομάζεται Βισαλτία.
»Την οδόν αυτήν, δια της οποίας διήλθεν ο Ξέρξης με τον στρατόν του, οι Θράκες ούτε την σκάπτουν ούτε την σπείρουν, αλλά μέχρι της εποχής μου την σέβονται μεγάλως.
»Ενώ δε επορεύετο εις τα μέρη της Βισαλτίας, επετέθησαν κατά των σιτοφόρων καμήλων λέοντες, οι οποίοι αφίνοντες τον τόπον της διαμονής των έπεριφέροντο όλην την νύκτα και ουδέν άλλο ήγγιζον ούτε υποζύγιον ούτε άνθρωπον, ει μη μόνον κατέτρεχον τας καμήλους, Θαυμάζω δε δια ποίον λόγον οι λέοντες απέφευγον τα άλλα και επετίθεντο κατά των καμήλων, τας οποίας ούτε είχον ιδεί ούτε είχον δοκιμάσει ποτέ πρωτίτερα.
»Ευρίσκοντο δε εις τα μέρη αυτά και λέοντες πολλοί και βώδια άγρια, των οποίων τα κέρατα είνε πάρα πολύ μεγάλα και μεταφέρονται εις την Ελλάδα. Σύνορα δε, τα οποία οι λέοντες δεν υπερβαίνουν, είνε ο ποταμός Νέστος, ρέων δια της χώρας των Αβδήρων, και ο Αχελώος, ρέων δια της Ακαρνανίας. Πράγματι δε ούτε προς ανατολάς του Νέστου θέλει τις ίδει λέοντα ούτε προς δυσμάς του Αχελώου εις την λοιπήν ήπειρον, αλλά μόνον μεταξύ των δυο ποταμών ευρίσκονται» 60.
Οι αρχαίοι Θράκες ήσαν μέγιστον έθνος.
Το έθνος των Θρακών, λέγει ο Ηρόδοτος, είνε μετά τους Ινδούς το μέγιστον πάντων των εθνών. Εάν δε εκυβερνάτο από ένα μόνον ηγεμόνα ή εάν ήτο σύμφωνον, θά ήτο ακατανίκητον και το ισχυρότερον από όλα τα έθνη. Αλλ' η ενότης αύτη είνε ακατόρθωτος και είνε αδύνατον να πραγματοποιηθή ποτέ. Δια τούτο οι Θράκες είνε αδύνατοι και ανίσχυροι 61.
Ένεκα της διχογνωμίας και της διαιρέσεως ταύτης των Θρακών, ως δικαίως παρατηρεί ο Φιλόστρατος, το να υποδουλώση μεν κανείς τους Θράκας και τους Μυσούς και τους Γέτας είνε εύκολον, το να τους ελευθερώση δε είνε ανοησία, διότι άλλως τε ούτε εις την ελευθερίαν χαίρουν ούτε την δουλείαν θεωρούν αισχρόν 62.
Κατά τον Πολύαινον, οι ηγεμόνες εις την Θράκην είνε πολυάριθμοι, διότι και τα έθνη ήσαν πολυάριθμα 63.
Η παρατήρησις αύτη του εξ Ιωνίας ιστορικού είνε ορθότατη. Πρέπει δε να αποδοθή εις την φύσιν και τον χαρακτήρα των εθνών τούτων, τα οποία ως πολεμικώτατα ήσαν αυταρχικά και ανυπότακτα, αφ' ετέρου δε ήσαν κατατετμημένα εις διαφόρους μικράς φυλάς, διεπομένας με αυθόρμητον και ανεξήγητον ιστορικόν νόμον εν ανεξαρτησία προς αλλήλας. Προς τούτοις και προ πάντων ως εκ της φύσεως του εδάφους της χώρας, την οποίαν ενέμοντο, διότι αύτη είνε διηρημένη υπό πολλών και υψηλοτάτων ορέων, διαχωρίζεται δε εις πολλά τμήματα υπό μεγάλων ποταμών.
Ταύτα πάντα είνε ουσιαστικοί συντελεσταί δια τας πρωτογενείς εκείνας φυλάς, αι οποίαι χωριζόμεναι και διακρινόμεναι απ' αλλήλων και από γλωσσικάς ή μάλλον διαλεκτικάς διαφοράς δεν είχον και την απαιτουμένην πολιτικήν και κοινωνικήν όργάνωσιν, αλλ' ευρίσκοντο και ηρκούντο εις τας πρωτογενείς μεθόδους του πατριαρχικού πολιτεύματος, υπό του οποίου διείποντο. Τούτο άλλως τε ισχύει και δια τα Ελληνικά φύλα, τα οποία παρά την βαθυτέραν ίσως ομογένειαν και συγγένειάν των όχι μόνον δεν ήσαν ηνωμένα, αλλά και εις έχθραν αδιάλλακτον διετέλουν και εξετρέποντο συνεχώς εις πολέμους αιματηρούς και εμφυλίους σπαραγμούς. Τούτο δε παρατηρείται ιστορικώς και εις νεώτερα έθνη και προ πάντων εις τα Γερμανικά, τα οποία, ως έχοντα ουσιώδεις αναμεταξύ των διακριτικούς χαρακτήρας, διατελούν μέχρι της σήμερον εντελώς χωρισμένα, μερικά δε εξ αυτών, ως οι Δανοί, Σουηδοί και Νορβηγοί, και πολιτικώς.
Η διαίρεσις των Θρακών εις πολλάς φυλάς, πολεμούσας αναμεταξύ των μέχρις εξοντώσεως, παρετηρήθη προ πάντων κατά την ιστορικήν εποχήν.
Ονόματα δε πολλά είχον οι Θράκες κατά χώραν και φυλήν. Ο Γερμανός Β. Giseke διαιρεί τους Θράκας μόνον εις οκτώ μεγάλας και διακεκριμένας φυλάς, εις Λίους, Βησσούς, Σάτρας, Σαπαίους, Μαίδους, Βισάλτας, Τράλλεις και Βιθυνούς. Όλοι ούτοι απετέλουν κατ' αυτόν τους Θράκας του Διακού γένους και ήσαν συγγενείς των Πελασγών. Εις την οικογένειαν αυτήν του Διακού γένους ανήκον και οι Οδρύσαι 64.
Ο περιηγητής Παυσανίας, συγγραφεύς, ως είπομεν, πάρα πολύ αξιόπιστος, ακμάσας κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Αδριανού και αποτελών πολυτιμότατον αρχείον του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, λέγει, ότι κανέν άλλο έθνος εξεταζόμενον χωριστά δεν είνε πολυαριθμότερον από τους Θράκας, εάν τους λάβωμεν ως σύνολον, εκτός των Κελτών. Και δια τούτο ουδείς ποτέ προηγουμένως κατώρθωσε να καθυποτάξη τους Θράκας εκτός των Ρωμαίων, οι οποίοι καθυπέταξαν οριστικώς την Θράκην 65.
Και πράγματι το Θρακικόν έθνος ήτο μέγιστον, ισχυρότατον και πολυπληθέστατον, προς τούτοις δε και μαχιμώτατον, αποτελούμενον κυρίως από είκοσι δύο φυλάς, ειμπορούσε δε, αν και κατά τους τελευταίους χρόνους είχε πάρα πολύ καταπονηθή και εξαντληθή από τους αδιάλειπτους πολέμους, να αποστείλη και παράταξη ιππείς μεν δεκαπέντε χιλιάδας, πεζούς δε διακοσίας χιλιάδας 66.
Και ήσαν μεν κυρίως αι Θρακικαί φυλαί είκοσι δύο, πολλαί όμως εξ αυτών υποδιηρούντο εις άλλας μικροτέρας φυλάς ή μάλλον πατριάς, θα περιγράψωμεν δε αυτάς κατά γεωγραφικήν σειράν αρχίζοντες από τους νεωτέρους Θράκας.
ΠΙΕΡΕΣ
Ούτοι κατοικούσαν την άνωθεν του Ολύμπου χώραν, η οποία εξ αυτών ωνομάσθη Πιερία, έχοντες φημισμένας πόλεις, πολιτισμόν ανώτερον πολλών Θρακικών φυλών και εξαιρετικήν επίδοσιν εις την μουσικήν και την ποίησιν. Την Πιερίαν την εγνώριζε καλά και ο Όμηρος.
Κατά την εβδόμην π.Χ. εκατονταετηρίδα οι Τημενίδαι, αρχαιοτάτη επίσημος από το Άργος οικογένεια, εγκατασταθέντες εις την Πιερίαν και υπερισχύσαντες εις αυτήν ως άρχοντες της χώρας εξεδίωξαν μέγα μέρος των Πιέρων Θρακών. Ούτοι δε διαβάντες τον Στρυμόνα ποταμόν εγκατεστάθησαν υπό τας υπωρείας του Παγγαίου όρους και έκτισαν εκεί την Πέργαμον, την Φάγρητα και άλλα χωρία οχυρά, διο και η κάτωθεν του Παγγαίου παραλία ωνομάσθη εξ αυτών και Πιερικός κόλπος. Κατέλαβον δε οι ίδιοι Πίερες τότε και μέρος της μεταξύ του Αξιού και του Στρυμόνος κειμένης χώρας, την καλουμένην Μυγδονίαν, εκδιώξαντες εκείθεν τους Ηδωνούς Θράκας και ενέμοντο αυτήν67.
ΒΡΥΓΕΣ
Και Βρίγες. Εις παναρχαίαν εποχήν ούτοι έμεναν παρά το όρος Βέρμιον, το οποίον ο Στράβων θεωρεί ως αρχήν των Θρακικών ορέων, τα οποία κατόπιν ωνομάσθησαν Μακεδονικά. Ούτοι, καθώς οι Μακεδόνες λέγουν, ωνομάζοντο Βρίγες, μεταβάντες όμως εις την Ασίαν μετέβαλον με την χώραν και το όνομά των και ωνομάσθησαν πλέον Φρύγες. Ελέγοντο δε πριν μεταναστεύσουν και Βρύγοι68.
Μία όμως μοίρα των Βρύγων παρέμεινεν εις την Ελληνικήν χερσόνησον ανατολικώς των Κεραυνίων ορέων πλησίον των Λυγκηστών και των Πεληγόνων, όθεν έρεεν ο Ερίγων, υπήρχε δε και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ούτοι κατά τον Ηρόδοτον επιτεθέντες την νύκτα κατά των Περσών επλήγωσαν εντός της σκηνής του τον Μαρδόνιον.
Έμειναν δε, ως είπομεν, εις την χώραν πλησίον της Λυχνίτιδος λίμνης. «Εισί Βρύγοι βάρβαροι» 69.
ΠΑΙΟΝΕΣ
Κατοικούσαν την εξ αυτών ονομασθείσαν Παιονίαν, κειμένην προς βορράν της λίμνης της Δοϊράνης, ένθεν και ένθεν του Αξιού ποταμού, ήτις δια τούτο εκαλείτο και Αμφαξίτις. Προς βορράν η Παιονία συνώρευε προς την Δαρδανίαν και τους Αρδιαίους Θράκας. Επεξετείνοντο όμως οι Παίονες μέχρι της Πρασιάδος λίμνης και πέραν αυτής, πέραν του Στρυμόνος μέχρι του Παγγαίου.
Ο Όμηρος εγνώριζε την Παιονίαν, την αποκαλεί δε γονιμωτάτην. Ο δε Στράβων, όστις εγνώρισε λεπτομερώς αυτήν, λέγει ότι ολόκληρος η Παιονία είνε χώρα υψηλή 70.
Κατά την αρχαιότητα διάσημοι ήσαν οι ταύροι της Παιονίας, οίτινες ήσαν δασείς όχι μόνον εις το άλλο σώμα, αλλά και εις το στέρνον και το γένειον 71.
Κατά την γνώμην ιστορικών τινών οι Παίονες ήσαν Μακεδονική φυλή, ο Στράβων όμως τους θεωρεί Θράκας, προσθέτει δε, ότι τους Παίονας άλλοι μεν τους θεωρούν ως αποίκους των Φρυγών, άλλοι δε ως αρχηγέτας αυτών και ότι η Παιονία εις παλαιάν εποχήν είχεν εκταθή μέχρι της Πελαγονίας και της Πιερίας και ότι οι Παίονες είχον καταλάβει μέγα μέρος της σημερινής νοτίας Μακεδονίας, την Κρηστωνίδα, ολόκληρον την Μυγδονίαν και ένα μέρος της χώρας των νοτίων Αγριάνων μέχρι του Παγγαίου72.
Οι Παίονες ήσαν ισχυροτάτη Θρακική φυλή, είχον δε εκστρατεύσει και μέχρι της πόλεως Περίνθου και έκαμνον πάντοτε συχνοτάτας επιδρομάς προ πάντων κατά των Μακεδονικών φυλών. Απετελούντο δε οι Παίονες γενικώς από πολλάς φυλάς, αι οποίαι ήσαν γνωσταί υπό το όνομα Παίονες, Σιροπαίονες, Γρααίοι, Λαιαίοι, Παιόπλαι, Παναίοι. Εις τούτους πρέπει να προστεθούν και οι ανωνύμως κατοικούντες μέχρι της Πρασιάδος λίμνης.
Η Παιανία κατά τον Ηρόδοτον ήτο χώρα πεπολισμένη, δηλαδή οι Παίονες κατοικούσαν εις πόλεις και χωρία έχοντες ανάλογον αστικόν πολιτισμόν. Εις την κατά της Ελλάδος εκστρατείαν έλαβον μέρος μετά του Ξέρξου πλείστα εκ των Θρακικών εθνών, άλλα μεν ως υποτεταγμένα εις αυτόν, άλλα δε ως εθελονταί. Και πλοία μεν αι εις την Θράκην Ελληνικαί αποικίαι και νήσοι της Θράκης έδοσαν εκατόν είκοσιν, άνδρας δε επ' αυτών είκοσι τέσσαρας χιλιάδας, Πεζικόν δε έδοσαν οι Παίονες, οι Βρύγοι και οι Πίερες και όσοι άλλοι εκ των άλλων Θρακών κατοικούσαν την παραλίαν 73.
Ο Ηρόδοτος διηγείται, ότι κατά διαταγήν του Δαρείου ο στρατηγός Μεγάβαζος εσήκωσε τους Παίονας από τα μέρη των δια το εξής περίεργον γεγονός. Ο Πίγρης και ο Μαντύης, αμφότεροι Παίονες, θέλοντες να γίνουν τύραννοι των Παιόνων, μετέβησαν εις τας Σάρδεις, όταν ήτο εκεί ο Δαρείος, φέροντες μαζί των και μίαν αδελφήν, ωραίαν και υψηλόσωμον. Εκεί ενδύσαντες την αδελφήν των με τα καλλίτερα φορέματα την έστειλαν να φέρη ύδωρ με το αγγείον επί κεφαλής, σύρουσαν τον ίππον με τον χαλινόν δεμένον εις τον βραχίονα και με τα χέργια να κλώθη λινάρι εις το αδράχτι.Ο Δαρείος από περιέργειαν έστειλε να την παρακολουθήσουν και αυτή, αφού επότισε τον ίππον της, εγέμισε το αγγείον και επέρασε από τον ίδιον δρόμον φέρουσα το αγγείον επάνω εις την κεφαλήν της, σύρουσα τον ίππον από τον χαλινόν με τον βραχίονα και στρέφουσα το αδράχτι.
Κατά διαταγήν του Δαρείου την έφεραν ενώπιόν του, οι δε αδελφοί της έμειναν ολίγον οπίσω και τότε επληροφορήθη ότι ήσαν Παίονες και που ευρίσκετο η Παιονία. Ο Δαρείος τους ηρώτησεν, αν όλαι αι γυναίκες εις την Παιονίαν είνε τόσον εργατικαί, και οι νέοι απήντησαν ότι είνε. Κατά διαταγήν λοιπόν του Δαρείου ο Μεγάβαζος εκστρατεύσας κατά των Παιόνων εκυρίευσε τας πόλεις των και εξ αυτών μετέφερεν εις την Ασίαν τους Παιόπλας, τους Σιροπαίονας και τους κατοικούντας μέχρι της Πρασιάδος λίμνης.
Και κατ' αρχάς μεν τους έφερον εις τας Σάρδεις, εκείθεν όμως τους εγκατέστησαν εις ιδιαίτερον τόπον της Φρυγίας, όπου ο Αρισταγόρας δι' εμπίστου απεσταλμένου τους ειδοποίησεν, αν θέλουν να επιστρέψουν εις την πατρίδα των, να φροντίσουν μόνοι των να καταβούν εις την παραλίαν και δια τα κατόπιν θα φροντίση αυτός. Ταύτα ακούσαντες οι Παίονες εχάρησαν πάρα πολύ και λαβόντες τα γυναικόπαιδα των έφθασαν εις την παραλίαν. Μερικοί όμως εφοβήθησαν και έμειναν εκεί. Οι φυγάδες μετεφέρθησαν με πλοία εις την Χίον, όπου τους κατεδίωξε το Περσικόν ιππικόν, δεν ειμπόρεσε όμως να τους φθάσει και τους εμήνυσαν να επιστρέψουν εις την Φρυγίαν. Αυτοί όμως δεν παρεδέχθησαν, αλλ' από την Χίον μεν οι Χίοι τους έφερον εις την Λέσβον, οι δε Λέσβιοι εις τον Δορίσκον παρά τας εκβολάς του Έβρου και εκείθεν πεζή έφθασαν εις την Παιονίαν 74.
Το γεγονός τούτο αναφέρεται υπό άλλων νεωτέρων συγγραφέων εντελώς παραμορφωμένον, ως συμβάν επί Αλυάττου, βασιλέως των Λυδών, με Θράκας καταγομένους εκ Μυσίας της Θράκης και ότι εκείθεν έλαβε τους Θράκας με την συγκατάθεσιν του βασιλέως αυτών Κότυος, πρός τον οποίον ο βασιλεύς των Λυδών έστειλε προηγουμένως πρεσβείαν 75.
Οι Παίονες ως πολεμικός λαός παρείχον διαρκώς ενοχλήσεις εις τους Μακεδόνας. Κατοικούντες πλησίον αυτών έκαμνον συχνάς λεηλασίας εις τας Μακεδονικάς επαρχίας περιφρονούντες αυτούς. Πλην ο Φίλιππος, πριν επιχείρηση την εκστρατείαν του κατά της Ελλάδος και την μελετηθείσαν υπ' αυτού εκστρατείαν κατά του βασιλέως των Περσών, επεχείρησε προηγουμένως να καταλύση τα ισχυρά βασίλεια των Ιλλυριών, των Σκυθών, των Θρακών και των Παιόνων. Διαπραγματευθείς όμως με τους Παίονας, άλλους μεν εξ αυτών διέφθειρε με δωρεάς, άλλους δε καταπείσας με διαφόρους υποσχέσεις ευεργεσιών κατώρθωσε προς το παρόν να ειρηνεύση με αυτούς και να ησυχάσουν. Και ο Αλέξανδρος επίσης, αφού κατέστειλε τας εν Ελλάδι ταραχάς, εξεστράτευσε κατά των Παιόνων, οι οποίοι είχον δείξει διαθέσεις να στασιάσουν κατά της Μακεδονικής επικυριαρχίας 76.
Ταύτα δε συνέβαιναν μεταξύ Παιόνων και Μακεδόνων ακριβώς κατά την εποχήν, καθ' ήν είχεν αρχίσει να εισέρχεται εις το οξύτερον στάδιον η μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου πολιτική αντίθεσις.
Ο Ισοκράτης, συνετός πατριώτης και φίλος της ειρήνης ως φιλόσοφος, μας πληροφορεί, ότι ο Φίλιππος καθυπέταξε τους Παίονας και τους κατέστησεν υπηκόους του. Επίσης δε κατέστησε δεσπότας της Θράκης τους φιλικώς προς αυτόν διακειμένους δυνάστας 77.
Ο δε Δημοσθένης κατ' αντίθεσιν αυτού εξωθών τους Αθηναίους εις αιματηράν ρήξιν μετά του Φιλίππου εκθέτει τους κινδύνους της πόλεως από τον ακάθεκτον Μακεδόνα, όστις εξηνάγκασε τους Παίονας να υποταχθούν ή να συμμαχήσουν μετ' αυτού, ενώ προηγουμένως ήσαν ελεύθεροι και σύμμαχοι των Αθηναίων. Με πικρίαν δε υπενθυμίζει εις τους ραστωνεύοντας συμπολίτας του, ότι οι Παίονες και οι Θράκες θα επροτιμούσαν να είνε ελεύθεροι και αυτόνομοι, παρά δούλοι διότι αφ' ενός μεν δεν είνε συνηθισμένοι να είνε υπήκοοι άλλου τινός, αφ' ετέρου δε ο Φίλιππος φέρεται αλαζονικώς προς αυτούς 78.
Τοιουτοτρόπως κατεβλήθησαν οι Παίονες υπό των ισχυρότερων Μακεδόνων. Αργότερον όμως μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου οι Παίονες επανέκτησαν πάλιν την ανεξαρτησίαν των ή οπωσδήποτε ήσαν υποτελείς εις τους Μακεδόνας διατηρούντες τους βασιλείς και δυνάστας αυτών, εκ των οποίων εν γένει γνωστοί είνε οι εξής.
Άγις. Ούτος ήτο σύγχρονος Φιλίππου του Μακεδόνος, όστις πληροφορηθείς ότι ο Άγις απέθανεν, εθεώρησε κατάλληλον την περίστασιν να επιτεθεί εναντίον των Παιόνων. Εκστρατεύσας λοιπόν εις την Παιονίαν και νικήσας τους Παίονας εις μάχην κατά παράταξιν ηνάγκασε το έθνος τούτο να πειθαρχή εις τους Μακεδόνας79.
Οι σπουδαιότεροι πόλεμοι του Φιλίππου κατά των Παιόνων και των Θρακών, ως και κατά των Ιλλυριών, έγιναν τω 355 ή 354 π. Χ.
Λύκκειος, περί τα 359 - 340 π. Χ.
Πατράος, περί τα 340 - 315 π. Χ.
Αυδολέων, υιός του Πατράου, περί τα 315 - 286 π. Χ.
Διόδωρος ο Σικελιώτης εις τι απόσπασμα του εικοστού βιβλίου του τον αποκαλεί Αυτολέοντα, όπερ καθ' ημάς φαίνεται λανθασμένον. Μάλλον είνε Αυδολέων, όπερ σημαίνει τον έχοντα φωνήν λέοντος, μεγαλόφωνον.
Ο Αυδολέων υπήρξε φίλος και σύμμαχος των Αθηναίων. Τον Αυδολέοντα εβοήθησεν ο Κάσσανδρος, εκ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, πολεμούντα προς τους Αυταριάτας και αυτόν μεν έσωσεν από τον κίνδυνον, τους δε Ιλλυριούς Αυταριάτας με τα ακολουθούντα το στρατόπεδον γυναικόπαιδά των, περί τας είκοσι χιλιάδας, εγκατέστησεν εις το όρος Όρβηλον80.
Τα νομίσματα αυτού φέρουν έμπροσθεν κεφαλήν Αθηνάς ή Διονύσου, όπισθεν δε ίππον ελεύθερον ή προτομήν ίππου, επιγραφήν δε έχουν ΑΥΔΟΛΕΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ.
Αρίστων, υιός και διάδοχος του Αυδολέοντος.
Δροπίων, περί τα 279 π.Χ. Υιός του Δέοντος, έγινε γνωστός εκ τινός αναθήματος, το οποίον έπεμψεν εις τους Δελφούς. Ήτο δε τούτο χάλκινη κεφαλή βίσωνος, ταύρου Παιονικού81.
Κατά δε το έτος 1877 ανεκαλύφθη εις την Ολυμπίαν επιγραφή επί τινός βάθρου ανδριάντος, μαρτυρούσα ότι ο ανδριάς εστήθη εκεί υπό του κοινού των Παιόνων προς τιμήν του βασιλέως των Δροπίωνος.
Το τοιούτον επετρέπετο μόνον εις τους αποδεδειγμένην έχοντας την Ελληνικήν καταγωγήν, διότι είνε γνωστόν, ότι εις τον εκ των Περσικών πολέμων καταστάντα γνωστόν βασιλέα Αλέξανδρον επετράπη υπό των Ελλανοδικών να αγωνισθή εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, μόνον αφού απεδείχθη η Ελληνική καταγωγή του. Αλλά, καθώς και τα ονόματα των βασιλέων της Παιονίας φανερώνουν, οι βασιλείς των θα είχον ωρισμένως Ελληνικήν καταγωγήν, καθώς και οι Μακεδόνες βασιλείς.
Άλλως τε την ερμηνείαν του ζητήματος τούτου νομίζομεν, ότι μας την δίδει ο ίδιος περιηγητής Παυσανίας. Κατ' αυτόν ο Ενδυμίων εις την Αρκαδίαν, ο γνωστότατος εραστής της Σελήνης, είχε τρεις υιούς, τον Παίονα, τον Επειόν καί τον Αιτωλόν. Ο Ενδυμίων έθεσεν εις την Ολυμπίαν αγώνα δρόμου υπέρ της αρχής εις τα τέκνα του, ενίκησε δε και κατέλαβε την βασιλείαν ο Επειός. Ο Παίων τότε λυπηθείς δια την ήτταν του έφυγε πολύ μακράν και απ' αυτόν η άνωθεν του Αξιού χώρα ωνομάσθη Παιονία82.
ΔΟΒΗΡΕΣ
Μικρά μεν, πλην πολεμική Θρακική φυλή, κατοικούσα γειτονικώς και νοτίως των Παιόνων. Την φυλήν ταύτην ο Μεγάβαζος δεν ειμπόρεσε να καθυποτάξη, ως και τους Αγριάνας Οδόμαντας και τους κατοικούντας περί την Πρασιάδα λίμνην. Οι Δόβηρες έφθανον και μέχρι του Παγγαίου83.
ΜΥΓΔΟΝΕΣ
Γείτονες των Δοβήρων, κατοικούντες την προς βορράν της λίμνης Βόλβης χώραν, ήτις εξ αυτών ωνομάσθη Μυγδονία. Υποδιαίρεσις των Μυγδόνων ήσαν οι Σίθωνες, κατοικούντες την εν τη Χαλκιδική εξ αυτών ονομασθείσαν Σιθωνίαν.
ΒΙΣΑΛΤΑΙ
Κατά τινάς αρχαίους ιστορικούς, προ πάντων τον Ηρόδοτον, οι Βισάλται ήσαν μάλλον Πελασγοί και όχι Θράκες. Ο Στράβων όμως, του οποίου την γνώμην θεωρούμεν εγκυροτέραν, διότι φαίνεται μελετήσας επισταμένως την χώραν, τους θεωρεί Θράκας84.
Ο Ηead Βarclay εις την Ελληνικήν νομισματολογίαν του παραδέχεται τους Βισάλτας ως Πελασγικήν φυλήν.
Οι Βισάλται, κατοικούντες προς βορράν του Στρυμόνος επί της μεταλλοφόρου οροσειράς, η οποία καταλήγει εις τα πεδινά της Μυγδονίας, ως και υπεράνω της Αμφιπόλεως μέχρι της πόλεως Ηρακλείας της Σιντικής, είχον πεδιάδα γόνιμον και εύκαρπον, την οποίαν διαρρέει ο Στρυμών.
Ένα μέρος των Βισαλτών ήσαν αυτόχθονες, προσετέθησαν δε εις αυτούς και οι εκ της Μακεδονίας μεταναστεύσαντες.
Βασιλείς των Βισαλτών είνε γνωστοί οι εξής.
Μώσσης, περί τα 500-480 π.Χ.
Δημήτριος, περί τα 450 π.Χ.
Βασταρεύς, τω 350 π.Χ. Τετράδραχμον Αιγινητικού συστήματος.
Όναρις. «Βισάλται εις Καρδίαν εστρατεύοντο και ενίκησαν ηγεμών δε των Βισαλτών ην Όναρις»85.
ΟΔΟΜΑΝΤΕΣ
Ούτοι ήσαν γείτονες των Βισαλτών κατοικούντες την από Στρυμόνος μέχρι των υπωρειών του Παγγαίου χώραν, μάλλον την παραλίαν, και την περί την Δάτον πλουσιωτάτην χώραν.
«Η Οδομαντική εξετείνετο προς βορράν της Ηδωνίδος και της Κερκινίτιδος λίμνης παρά την αριστεράν όχθην του Στρυμόνος και περιελάμβανεν όλην την περιοχήν, την εκτεινομένην προς μεσημβρίαν μεν των Σερρών μέχρι της Κερκινίτιδος, προς βορράν δε μέχρι του Μελενίκου και προς ανατολάς μέχρι της Δράμας, Νευροκοπίου και του Νέστου ποταμού»86.
Μυθικός βασιλεύς των Οδομάντων φέρεται ο Σίθων. «Λέγεται και Σίθωνα, τον Οδομάντων βασιλέα, γεννήσαι θυγατέρα Παλλήνην, καλήν τε και επίχαριν»87.
Ήσαν δε οι Οδόμαντες πολεμικώτατοι και δεν υπετάχθησαν εις τους Πέρσας. Μεταλλευταί. κατ' αρχάς, πιεσθέντες αργότερον υπό των γειτόνων των Μαίδων και Ηδωνών, έζων πλέον ως εργάται εις τα πλουσιώτατα εκεί μεταλλεία και ως μισθοφόροι των Οδρυσών, των Αθηναίων και των Μακεδόνων.
Των Οδομάντων γνωστός βασιλεύς είνε ο Πολλής, τον οποίον ο Θουκυδίδης μνημονεύει, ως σύμμαχον των Αθηναίων. Ο Κλέων είχε ζητήσει βοήθειαν παρ' αυτού88.
Πιθανόν και οι εκ νομισμάτων γνωστοί βασιλείς Δερρόνικος (480 π. Χ.) και Δόκιμος να ήσαν και αυτοί ηγεμόνες των Οδομάντων89.
ΜΑΙΔΟΙ
Προς βορράν των Οδομάντων ή κατ' άλλους εις τα βορειότατα του Στρυμόνος. Την χώραν των, φθάνουσαν μέχρι του Παγγαίου και της Ροδόπης, διέρρεεν ο Στρυμών. Οι Μαίδοι ήσαν γείτονες των Ηδωνών ή μάλλον των Δανθαλιτών προς βορράν αυτών ευρισκόμενοι.
Μια μοίρα των Μαίδων μετηνάστευσεν εις το εσωτερικόν της Μακεδονίας, μερικοί δε πάλιν διεπερατώθησαν εις την Βιθυνίαν. Αμφότεροι δε ωνομάσθησαν ΜΑΙΔΟΒΙΘΥΝΟΙ.
Οι Μαίδοι ήσαν λαός πολεμικός, δια τούτο ο ποιητής Διονύσιος τους αποκαλεί «Μαίδων άγρια φύλα».
Υποταχθέντες οι Μαίδοι εις τον Αλέξανδρον ηθέλησαν να επαναστατήσουν και να εισβάλουν εις την Μακεδονίαν, πλην εκστρατεύσας ο Αλέξανδρος κατ' αυτών επολιόρκησε τους επαναστάτας και κυριεύσας την πόλιν των αυτούς μεν απεδίωξε, συμμίκτως δε κατοικίσας την πόλιν ωνόμασεν αυτήν Αλεξανδρούπολιν90.
Επίσης είνε γνωσταί αι επιδρομαί, τας οποίας επανειλημμένως έκαμον οι Μαίδοι εις την Μακεδονίαν επί Φιλίππου, πατρός του Περσέως, όστις συνήθως ήτο απησχολημένος εις πόλεμον ξένον και άφινε το βασίλειον ανυπεράσπιστον.
Οι Μαίδοι είχον τότε πρωτεύουσαν την Ιαμφορίναν (Jamphorina)91.
ΗΔΩΝΟΙ
Ελέγοντο ούτοι Ήδωνες και Ώδονες.
Κατείχον την άνωθεν των εκβολών του Στρυμόνος και προς ανατολάς της Κερκινίτιδος (τ' Αχινού) λίμνης χώραν, κύριον δε κέντρον αυτών ήτο η πόλις Μύρκινος. Οι Ηδωνοί ήσαν οι πλέον πολιτισμένοι Θράκες των επαρχιών εκείνων, δια τούτο δε οι ποιηταί, προ πάντων ο Ευριπίδης, ονομάζουν γενικώς Ηδωνούς όλους τους Θράκας των χωρών εκείνων, διότι ήσαν ανώτεροι υπό πάσαν έποψιν και επικρατέστεροι. Από τον ποιητήν των Βασσαοικών αποκαλούνται ελκεσίπεπλοι, όπως ο Όμηρος αποκαλεί «ελκεσιπέπλους» τας γυναίκας των Τρώων, ως συρούσας επάνω την μακράν εσθήτα, την οποίαν εφόρουν συνήθως αι γυναίκες όλων των Θρακικών εθνών92.
Οι Ηδωνοί είνε ένα από τα αρχαιότατα γνωστά Θρακικά έθνη' είχον εις παναρχαίαν εποχήν μεγάλον πολιτισμόν, ήσαν δε συγχρόνως και πολεμικός λαός. Κατά των Ηδωνών είχον ποτέ εκστρατεύσει οι Θάσιοι, έφθασαν μάλιστα και μέχρι της πόλεως Δραβησκού, πλην κατεστράφησαν εκεί υπό των Θρακών, οίτινες συνηνώθησαν όλοι εναντίον των. Οι Θάσιοι, καταλαβόντες από την ογδόην ακόμη π.Χ. εκατονταετηρίδα πολλάς Θρακικάς πόλεις της απέναντι παραλίας, ηθέλησαν επανειλημμένως να καταλάβουν την πλουσιωτάτην εις μεταλλεία χώραν των Ηδωνών. Εκ των οικούντων εις τας περί το Παγγαίον χώρας φυλών οι Ηδωνοί, Ορρέσκιοι και Λαιαίοι έκοψαν κατά τον έκτον π.Χ. αιώνα επιχώρια νομίσματα αργυρά. Τα χρυσά νομίσματα αυτών είνε πάρα πολύ ολίγα.
Τα φύλα ταύτα εν γένει ήριζον αναμεταξύ των, αλλά πάντοτε ήσαν ηνωμένα εναντίον του κοινού εχθρού93.
Γέτας, περί τα 500 π.Χ. Είνε γνωστός βασιλεύς των Ηδωνών94.
ΣΑΤΡΑΙ
Πολεμικωτάτη Θρακική φυλή, κατοικούσα πέραν του Παγγαίου επί υψηλοτάτων ορέων. Ο Ηρόδοτος, ως είπομεν, θαυμάζει τον ηρωϊσμόν των, με τον οποίον διετήρησαν την ανεξαρτησίαν των, ως και οι Αγριάνες και οι Οδόμαντες.
Οι Σάτραι ελάτρευον τον ορεινόν Βάκχον, όστις πρέπει να διαστέλλεται από τον πεδινόν. Εις υψηλοτάτην κορυφήν υπήρχε το μαντείον του Διονύσου, το οποίον ήτο το γενικόν προσκύνημα των Θρακών.
Ίσως εις το μαντείον τούτο αναφέρονται και οι στίχοι του Ευριπίδου ή εις άλλο επί του Παγγαίου ιερόν του Διονύσου.
Βάκχος προφήτης ώστε πέτραν Παγγαίου ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός95.
Οι Σάτραι ελέγοντο και Σατροκένται.
Απαντά δε τούτο το κένται και εις άλλα Θρακικά ονόματα, ως Επταί-κενθος, Δινί-κενθος. Επίσης Βερέ-κυνθες ή Βερε-κύνται ή Βερέ-κυντες, αρχαιοτάτη Φρυγική φυλή, από τους οποίους αργότερον και οι Φρύγες ωνομάσθησαν γενικώτεοον από τους Έλληνας Βερεκύνθαι ή Βερέκυνθοι.
Επίσης Βiti-centhus, Ζipa-centus, Αulu - centus.
Εσήμαινε δε το κένθος (Centus, Centus) = ο πρώτος96.
Εκτός τούτων ευρίσκεται και το Ζηλι-κίνθιος Απαμεύς, από το οποίον διδασκόμεθα, ότι και εις πολύ μεταγενεστέραν εποχήν διετηρήθησαν τα καθαρώς Θρακικά ονόματα97.
ΟΡΡΕΣΚΙΟΙ
Ο λαός ούτος φαίνεται, ότι είνε ο ίδιος με τους Σάτρας, έγινε δε γνωστός μόνον από νομίσματα, στενώς συνδεόμενος με τους Βεσσούς, δηλαδή τους ιερείς του μαντείου του Θρακικού Βάκχου98.
ΣΑΠΑΙΟΙ
Ελέγοντο και Σάπαι και Σίπιοι. Εκαλούντο δε, κατά τον Στράβωνα, κατά την παναρχαίαν εποχήν Σίντιες, έπειτα ωνομάσθησαν Σιντοί, κατόπιν Σάϊοι και τελευταίον Σαπαίοι. οι Σιντοί ή Σίντιες μνημονεύονται ως οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Σαμοθράκης, ο δε Όμηρος τους αναφέρει ως κατοίκους της Λήμνου. Πρώτος εκ των αρχαίων ο ιστορικός Ελλάνικος εθεώρησε τους Σίντιας της Λήμνου ως Θράκας, τον ηκολούθησε δε ο Στράβων και μετ' αυτόν άλλοι. Τουναντίον ο Φιλόχορος και ο Ερατοσθένης εθεώρησαν τους Σίντιας ως Πελασγούς. Υπό των περισσοτέρων όμως ιστορικών έθεωρήθησαν Θράκες.
Κατά την παναρχαίαν εποχήν οι Σαπαίοι κατοικούσαν την περί τα Άβδηρα χώραν υπερκείμενοι της Ισμαρίδος, οπόθεν εξώσθησαν δυτικώτερον μέχρι του Παγγαίου και του Στρυμόνος και βορειότερον εις τα στενά της Ροδόπης, τα οποία είνε φύσει οχυρώτατα, διότι απ' εδώ διήρχετο μία μόνον οδός, η διάσημος κατόπιν Εγνατία οδός. «Το όρος των Σαπαίων και τα στενά των Κορπίλων και Σαπαίων, τα Ρασκοπόλίδος (βασιλέως των Σαπαίων) όντα αρχής, κατέλαβον, ή μόνη διελθείν έστιν εις την Ευρώπην εκ της Ασίας την γνώριμον οδόν»99.
Ήσαν δε οι Σαπαίοι εκ των μεγαλειτέρων Θρακικών φυλών επιδοθέντες ενωρίτατα προ της ογδόης π.Χ. εκατονταετηρίδος, ως και οι, Σάτραι, Οδόμαντες, Ηδωνοί και Βισάλται, εις την μεταλλουργίαν, την οποίαν είχον διδαχθή από τους Θασίους, τους οποίους κατόπιν συνεχών και αιματηρών πολέμων απεδίωξαν από τας χώρας των.
Οι Σαπαίοι ύπηρξαν η αφορμή της καταλύσεως του κράτους των Μακεδόνων επί Περσέως εξ αιτίας της διαγωγής αυτού. Ο Περσεύς, μολονότι είχεν ειρήνην με τους Ρωμαίους συμφώνως με τας συνθήκας, τας οποίας είχε κάμει ο πατήρ του, παρέβη τους όρκους και ωδήγησε το στράτευμα αυτού εναντίον του βασιλέως των Σαπαίων Αβρουπόλιδος, ανεστάτωσε δε τους Σαπαίους, συμμάχους των Ρωμαίων. Κατά την διάρκειαν του μεταξύ των Ρωμαίων και του Περσέως πολέμου, κηρυχθέντος δια την άδικον επίθεσιν του Περσέως κατά των Σαπαίων, εστάλησαν δέκα άνδρες από την βουλήν των Ρωμαίων, δια να αποκαταστήσουν τας εν Μακεδονία πολιτικάς υποθέσεις συμφώνως προς τα Ρωμαϊκά συμφρέροντα100.
Εις μεταγενεστέραν δε εποχήν μνημονεύεται ως δυνάστης των Σαπαίων ο Ρασκούπολις και ως σύμμαχος του Βρούτου και του Κασσίου.
Ο δε Ράσκος μνημονεύεται ως αδελφός του Θρακός τούτου δυνάστου101.
Ο Ρασκύπορις, ως ονομάζει τον Ρασκούπολιν (ή Ρασκούποριν) ο ιστορικός Δίων ο Κάσσιος, εβοήθησε τον Βρούτον πάρα πολύ, όπως ειμπορέση να καθυποτάξη τους ατιθάσους Βησσούς εισβαλών εις την χώραν των102.
Ο δε Μόμσεν λέγει, ότι εκ των δευτερευόντων ηγεμόνων, οίτινες είχον συνταχθή προς τους Ρωμαίους, εις, ο άρχων των Σαγαίων, καλούμενος Αβρούπολις, είχε νικηθή υπό του Περσέως κατά τινά εκστρατείαν αυτού εναντίον της Αμφιπόλεως και εξεβλήθη εκ της αρχής103.
ΠΑΝΑΙΟΙ ΔΡΩΟΙ και ΔΕΡΣΑΙΟΙ
Οι Δερσαίοι ελέγοντο και Δερραίοι κατά Στέφανον τον Βυζάντιον. Ήσαν δε όλοι ούτοι μικραί, αλλά πολεμικαί φυλαί, κατοικούσαι προς δυσμάς του Στρυμόνος, εις τα βόρεια ορεινά, βορειότερον δηλαδή των Σαπαίων, Οδομάντων και Βισαλτών. Νοτιώτεροι όλων ήσαν οι Δερσαίοι, συνορεύοντες με τους Σαπαίους και Ήδωνας.
ΔΑΝΘΑΛΗΤΑΙ
Ή Δενθαλήται, Δενθελήται και Δενθηλάται. «Έθνος Θρακικόν» κατά Στέφανον τον Βυζάντιον. «Δανθαλήται, έθνος Θρακικόν»104.
Το μεγαλείτερον μέρος της φυλής αυτής κατοικούσε την παρά τον Στρυμόνα βορειοτάτην Μακεδονίαν, βορειότερον των Σιντών, ως και τα δυτικά του Αίμου, μία δε μοίρα αυτών την υπό τον Αίμον ανατολικήν Θράκην.
Οι Δανθαλήται ήσαν πολεμικωτάτη φυλή. Ο Φίλιππος διελθών δια μέσου της Θράκης εξεστράτευσε κατά των Οδρυσών, των Βησσών και των Δανθαλητών, οι οποίοι ήσαν τα μαχιμώτερα Θρακικά φύλα της εποχής εκείνης.
Οι Δανθαλήται ως επί το πλείστον ήσαν αργότερον φίλοι και σύμμαχοι των Ρωμαίων.
Ο Κράσσος, υποστηρίζων τον τυφλόν βασιλέα των Δανθαλητών Σιτάν και φοβούμενος δια την τύχην της Μακεδονίας, αντεπεξήλθε κατά των Βασταρνών και Σκυθών και καταπλήξας αυτούς εξεδίωξεν αμαχητί από την Μακεδονίαν. Ακολούθως εισέβαλεν εις την Μυσίαν, την οποίαν ελεηλάτησεν105.
Η χώρα των Δανθαλητών, κατέχουσα, ως είπομεν, τα δυτικώτερα του Αίμου και προς νότον της άνω και κάτω Μοισίας ευρισκομένη, απετέλεσε μίαν από τας εν Θράκη Ρωμαϊκάς στρατηγίας, την Δανθηλητικήν106.
Ουχ ήττον οι Δανθαλήται, αν και ήσαν συνήθως σύμμαχοι των Ρωμαίων, βοηθούμενοι υπό των Σκορδίσκων επανεστάτησαν κατά των Ρωμαίων επί Αυγούστου Καίσαρος και εκυρίευσαν και ελεηλάτησαν την Μακεδονίαν107.
ΔΙΓΗΡΟΙ
Πιθανόν μεταξύ Δενθηλατών και Βησσών108.
Ο Πλίνιος λέγει περί των Θρακικών εθνών των μερών τούτων, ότι οι Δενθελήται και οι Μαίδοι ευρίσκοντο επί της δεξιάς όχθης του Στρυμόνος μέχρι των Βισαλτών, Οι Δίγηροι επί της αριστεράς όχθης μαζί με πολλάς φυλάς, αι οποίαι ανήκουν εις τους Βησσούς, εκτείνονται μέχρι του Νέστου109.
ΒΙΣΤΟΝΕΣ
Κατοικούσαν την παρά τα Άβδηρα Θρακικήν παραλίαν και παρά την λίμνην, η οποία εξ αυτών ωνομάσθη Βιστονίς. Κατείχον δε την χώραν ταύτην εις παναρχαίαν εποχήν και διεκρίθησαν μεταξύ των άλλων Θρακών εις μεταγενεστέραν εποχήν δια τον πολιτισμόν των.
Ωνομάσθησαν δε Βίστονες από τον Βίστονα, τον υιόν του Κίκονος. «Βίστονες, έθνος Θρακών, από Βίστονος του Κίκονος»110.
Ο Απολλόδωρος τους αποκαλεί μαχιμωτάτους111.
Η πεδιάς της Βιστονίδος χώρας, ως και η λίμνη Βιστονίς, είνε χαμηλότερα της θαλάσσης. Μυθολογείται δε, ότι ο Ηρακλής, όταν εξεστράτευσε κατά του Διομήδους, ήνοιξε την ξηράν και αφήκε την θάλασσαν να κατακλύση την πεδιάδα, δια να ειμπορέση κατ' αυτόν τον τρόπον να υπερισχύση από τους εχθρούς του.
Η λίμνη Βιστονίς ελέγετο και λίμνη των Πόρων, εκ τούτου δε, κατά την γνώμην μου, παρέμεινε και η σημερινή ονομασία της «λίμνη της Μπορού» 112.
Περί του μυθικού βασιλέως Διομήδους γράφομεν σχετικά εις άλλο κεφάλαιον του βιβλίου αρκούμενοι ενταύθα εις τούτο μόνον, ότι αρχαιότερος του Τυδείδου βασιλέως άρχων ήτο ο Διομήδης.
Οι υπήκοοι του ήσαν ατίθασοι περισσότερον και από τα θηρία, οι Βίστονες, έθνος αιμοχαρές και αμείλικτον, λαός Θρακών, υπήρχον δε εκεί ίπποι, αι οποίαι είχον απαρνηθή εντελώς τον ζυγόν, δια της μεγάλης των δε ωμότητας κατεσπάρασσον όλους, όσους δεν εγνώριζον. Ο Ηρακλής ελθών εις την χώραν των Βιστόνων εφόνευσε τον Διομήδην και, αφού έκτισε περί τον τάφον την Άβδηραν προς τιμήν του εταίρου του Αβδήρου, κατασπαραχθέντος υπό των ίππων, απεκόμισε τας ίππους113.
ΚΙΚΟΝΕΣ
Ήσαν ανατολικώτερα των Βιστόνων επί της οροσειράς του Ισμάρου παρά το Αιγαίον πέλαγος, σχεδόν μέχρι των εκβολών του Έβρου. Οι Κίκονες κατά την παναρχαίαν εποχήν ήσαν από τους πλέον πολιτισμένους Θράκας.
Ο Όμηρος τους χαρακτηρίζει ως εμπειροπολέμους, επιτηδείους ιππείς και ως καλούς πεζούς πολεμιστάς114.
ΠΑΙΤΟΙ
Παρά τας εκβολάς του Έβρου. Ασήμαντος Θρακική φυλή.
ΚΟΡΠΙΛΟΙ
Βορειότερον από τους Παίτους κατά μήκος του Έβρου ποταμού μέχρι του σημείου, όπου ο Έβρος ήτο πλωτός.
Τα διάσημα στενά των Κορπίλων ήσαν επί της Εγνατίας οδού μεταξύ της κάτω Ροδόπης και του Νέστου, οπόθεν σήμερον διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή υπό τας σήραγγας.
ΒΡΕΝΑΙ
Βορειότερον των Κορπίλων, ληστρική φυλή.
Όλαι αι φυλαί αύται, δηλαδή οι Παίτοι, Κορπίλοι και Βρέναι ήσαν τελείως απολίτιστοι και ληστρικαί115.
ΚΑΙΝΟΙ
Βορείως και ανατολικώς των Κορπίλων και των Αψινθίων, εις το κέντρον της Ανατολικής Θράκης, εις απόστασιν ολίγων μιλίων από την πόλιν των Κυψέλων και του Έβρου ποταμού. «Καινοί και Άσται και Μαδουατηνοί και οι Κορπίλοι έχουν εγκατασταθή εις αυτά τα στενά (τα οποία είνε εις απόστασιν δέκα μιλίων από τα Κύψελα) περί την οδόν116.
Καινοί, έθνος Θρακικόν»117.
Ο Διήγυλις, ο ωμός και απάνθρωπος βασιλεύς, φέρεται ως βασιλεύς των Καινών118.
Ο βασιλεύς Άτταλος εκστρατεύσας κατά των Καινών τους καθυπέταξεν119.
Η χώρα των Καινών κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν εσχημάτισε στρατηγίαν, την Καινικήν.
ΚΟΡΑΛΛΟΙ
Και Κορέλλοι, γείτονες των Καινών. Ληστρική φυλή.
ΑΨΙΝΘΙΟΙ
Κατείχον την χώραν, η οποία εκτείνεται από τας εκβολάς του Έβρου μέχρι της Θρακικής Χερσονήσου και διαρρέεται από τον Μέλανα ποταμόν. Από το τμήμα όμως, το οποίον συνορεύει με τον Έβρον ποταμόν, τους εξεδίωξαν οι Κορπίλοι, δια τούτο δε, ενώ προηγουμένως η χώρα αύτη ωνομάζετο Αψινθίς, βραδύτερον ωνομάσθη Κορπιλική120.
Οι Αψίνθιοι ήσαν εντελώς απολίτιστοι, κατέστησαν δε γνωστοί από τας συχνοτάτας επιδρομάς των εις την γειτονικήν χώραν των Δολόγκων Θρακών121.
ΔΟΛΟΓΚΟΙ
Εις παναρχαίαν ακόμη εποχήν κατοικούσαν την Θρακικήν χερσόνησον, ήσαν δε λαός φύσει ειρηνικός και με σχετικόν πολιτισμόν, όστις ενισχύθη σημαντικώς από την γειτονίαν των πολλών Ελληνικών αποικιών, αι οποίαι ήσαν εις την χερσόνησον εκείνην, με τας οποίας έζων ειρηνικώς. Φαίνεται δε, ότι κατά την προϊστορικήν εποχήν επέδρασαν εις τον ειρηνικόν βίον των και οι Πελασγοί, οι οποίοι προ των Ελλήνων κατείχον την Θρακικήν χερσόνησον, μεταναστεύσαντες δε αργότερον εις την Αττικήν έγιναν σύνοικοι των Αθηναίων, ως και εις άλλα τινά μέρη της Ελλάδος122.
ΜΕΛΑΝΔΙΤΑΙ, ΜΕΛΙΝΟΦΑΓΟΙ, ΘΥΝΟΙ και ΒΙΘΥΝΟΙ, ΑΣΤΑΙ, ΝΙΨΑΙΟΙ και ΣΚΥΡΜΙΑΔΑΙ ήσαν διάφορα Θρακικά φύλα, κατοικούντα εις τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, από τα ανατολικά παράλια της Προποντίδος και του Βοσπόρου μέχρι των νοτίων υπωρειών του Αίμου.
«ΜΕΛΙΝΟΦΑΓΟΙ, έθνος Θράκης. Ξενοφών εν Αναβάσεως εβδόμω και Θεόπομπος εν τω 49123.
«ΛΑΔΕΨΟΙ και ΤΡΑΝΙΨΟΙ, έθνη Θυνών. Θεόπομπος εν ογδόω Ελληνικών»124.
Όλοι οι ιστορικοί, γεωγράφοι και ποιηταί εγνώριζον καλώς την παραλίαν εκείνην του Ευξείνου, η οποία από τον κόλπον της Σαλμυδησσού μέχρι του Βοσπόρου ήτο ένα απέραντον τέναγος και αιγιαλός έρημος, λιθώδης, αλίμενος και αναπεπταμένος. Ο κόλπος της Σαλμυδησσού ως εκ του σχήματός του εκαλείτο Σαλμυδησσία γνάθος. Εις την παραλίαν εκείνην εσχηματίζετο ένα φοβερόν τέναγος και ο Στράβων προς εξήγησιν του φαινομένου τούτου λέγει, ότι τούτο συμβαίνει, διότι το έδαφος του Ευςείνου Πόντου εκεί εις την παραλίαν είνε χαμηλότερον από το έδαφος της Προποντίδος.
Ο Πόντος κατ' αρχάς ελέγετο Άξεινος δια το δυσχείμερον του τόπου και την αγριότητα των κατοίκων, έπειτα δε ωνομάσθη Εύξεινος, όταν οι Ίωνες έκτισαν τας περίφημους ανά τον Πόντον αποικίας των.
Γνωστή είνε η παράδοσις, ως και ο μυθολογικός θρύλος, δια τας Συμπληγάδας ή Κυανάς πέτρας του Βοσπόρου πλησίον της ακτής αυτής. Οι Αργοναύται επέρασαν την Φινεΐδα ταύτην άϋπνοι.
Ο Αισχύλος αποκαλεί τον Εύξεινον «εχθρόξενον» εις τους ναύτας125.
Ο δε Σοφοκλής περιγράφει την αγριότητα του τόπου τούτου εις τας ακολούθους στροφάς του.
Κοντά εις τους μαυροκυάνους βράχους, που αδελφώνουν δύο θαλάσσας, είνε αι ακταί του Βοσπόρου και των Θρακών ο αφιλόξενος Σαλμυδησσός. Εκεί και ο άγριος Άρης, όστις την χώραν προστατεύει126.
Εις την αγρίαν αυτήν ακτήν, την ευρισκομένην υπεράνω του Βυζαντίου και του Βοσπόρου, την οποίαν ο Ξενοφών αποκαλεί Δέλτα, μέχρι της Σαλμυδησσού κατοικούσαν οι Μελανδίται, οι Μελινοφάγοι και οι Νιψαίοι, οι οποίοι ωνομάζοντο και Θρανίψαι ή Τρανίψαι. Επικρατεί όμως αρκετή σύγχυσις περί των εθνών, τα οποία διέμειναν εις την χώραν αυτήν. Κατά τον Στράβωνα οι Άσται υπέρκεινται του Βυζαντίου και αυτοί διήρπαζον τους εκπίπτοντας κατά τα φοβερά ναυάγια. Κατά την ιστορικήν όμως αφήγησιν του Ξενοφώντος, η οποία είνε πλέον αξιόπιστος, διότι αυτός διέμεινεν επί αρκετόν χρόνον εις την χώραν και επολέμησεν, εκεί εκατοικούσαν οι Θυνοί, οι Μελανδίται και οι Μελινοφάγοι. Εάν όμως λάβωμεν υπ' όψιν, ότι ο Στράβων περιγράφει τα μέρη ταύτα τέσσαρας ολοκλήρους αιώνας μετά τον Ξενοφώντα, ουδέν το παράδοξον η φυλή των Αστών ως μεγαλειτέρα και πολεμικωτέρα να επεκράτησε και να εξώθησεν εκείθεν τας άλλας φυλάς.
Εις τον τόπον τούτον, λέγει ο Ξενοφών, πολλά από τα εις τον Πόντον
πλέοντα πλοία εκπίπτουν και ναυαγούν, διότι εις την παραλίαν εκείνην σχηματίζεται εις μεγάλην έκτασιν τέναγος και Θράκες, κατοικούντες εις τα μέρη ταύτα, ληστεύουν τα ναυαγούντα πλοία. Εις τα χωρία δε των Θρακών τούτων ευρίσκονται πολλαί κλίναι, πολλά κιβώτια, πολλά βιβλία και πολλά εξ εκείνων, τα οποία έχουν οι ναυτιλλόμενοι εις τα πλοία των. Οι Θράκες συνήθιζον να ενεδρεύουν εις τους τόπους αυτούς και να αιχμαλωτίζουν τους ναυαγούς εμπόρους127.
Προς τα ανωτέρω εις περίεργον αντίθεσιν έρχεται μία πληροφορία του Νικολάου Δαμασκηνού, την οποίαν είνε άγνωστον πόθεν ηρύσθη.
«Θύνοι τους ναυαγούς φιλανθρώπως δεχόμενοι φίλους ποιούνται, εκ των ξένων δε τους μεν ακουσίως ελθόντας τιμώσι πάρα πολύ, τους δε εκουσίως τιμωρούσι»128.
ΘΥΝΟΙ και ΒΙΘΥΝΟΙ
Κατοικούντες βορειότερον των ειρημένων φυλών ήσαν μεν πολεμική φυλή, πλην είχον στοιχειώδη πολιτισμόν, διότι ο Ξενοφών ιστορεί, ότι είχον πολυπληθή κτηνοτροφίαν και μεγάλην γεωργίαν, χωρία πολλά και πυκνά και γεμάτα με σιτάρι, μελίνην και άλλα είδη γεωργικά. Ήσαν επομένως συντεταγμένοι κοινωνικώς και ως γεωργοί επεδίδοντο μάλλον εις έργα ειρηνικά, δεν έχασαν όμως και την φυσικήν εις τους Θράκας πολεμικήν ορμήν και μαχιμότητα.
ΑΣΤΑΙ
Βορειότερον τούτων και προς το εσωτερικόν διαμένοντες είχον ως κέντρον την πόλιν Βιζύην. Οι Άσται ήσαν πολεμική και ληστρική φυλή129.
ΣΚΥΡΜΙΑΔΑΙ
Μικρά Θρακική φυλή, κατοικούσα εις τας νοτίους υπωρείας του Αίμου παρά τον Εύξεινον. Με αυτούς ήτο ανάμικτος, ως φαίνεται, μία μικρά μοίρα των Νιψαίων.
ΚΟΙΛΑΛΗΤΑΙ
Περί του Θρακικού τούτου έθνους εις ουδένα εκ των ημετέρων ιστορικών και γεωγράφων ευρίσκεται μαρτυρία τις. Εις τον ιστορικόν Πλίνιον ευρίσκομεν την μαρτυρίαν «Coeletae majores Haemo, minores Rhodopae supditi», ήτοι «Κοιλαλήται οι Μείζονες υπό τον Αίμον, οι δε Ελάσσονες υπό την Ροδόπην οικούσι». Τούτο δε επιβεβαιώνει και άλλος Ρωμαίος ιστορικός, ο Λίβιος130.
ΤΡΑΥΣΟΙ
Παρά την βορειοανατολικήν Ροδόπην οικούντες, γείτονες με τους Ελάσσονας Κοιλαλήτας131.
Κατά τον Λίβιον κατοικούσαν περί τα Τέμπυρα132.
ΟΔΡΥΣΑΙ
Οι Οδρύσαι ήταν το ισχυρότερον των Θρακικών εθνών εκτεινόμενοι κατά μήκος του μέσου Έβρου εκατέρωθεν του Αρτισκού ποταμού και ενδότερον μέχρι της Ροδόπης.
Κατά τινά μαρτυρίαν οι Οδρύσαι ωνομάσθησαν τοιουτοτρόπως από τον βασιλέα των Θρακών Όδρυσον. «Όδρυσος βασιλεύς Θρακών, ω ομώνυμον το έθνος»133.
Οδρύσας εν γένει απεκάλουν οι αρχαίοι την μεγάλην Θρακικήν φυλήν, ήτις αρχίζουσα από τον Έβρον ποταμόν, κυρίως από την πόλιν Κύψελα, έφθανεν έως εις τα παράλια της πόλεως Οδησσού (Βάρνης).
Τα όρια όμως ταύτα των Οδρυσών δεν ήσαν εθνολογικά, αλλά μάλλον εσήμαινον, ότι η πολιτική των κυριαρχία έφθανεν από τα Κύψελα μέχρι της Οδησσού επεκταθείσα αργότερον, ως θα ίδωμεν, εις πολύ μεγαλειτέραν έκτασιν.
Κυρίως δε το κέντρον του κράτους των Οδρυσών ήτο η μεγάλη πεδιάς του Έβρου. Odrysarum gens fundit Hebrum134.
Οι Οδρύσαι ήσαν μαχιμώτατοι και προ πάντων άριστοι ιππείς135.
Διεκρίνοντο από όλους τους Θράκας δια την πολιτειακήν των οργάνωσιν και κοινωνικήν ρύθμισιν. Ο Δαρείος εκστρατεύσας τω 513 π.Χ. κατά των Σκυθών και διελθών δια της χώρας των δεν κατώρθωσε να τους καθυποτάξη, ενώ είχε κατορθώσει να καθυποτάξη όλην την από του Στρυμόνος μέχρι του Δουνάβεως Θράκην. Κατόπιν κατά το 492 π.Χ. εστάλη ο Μαρδόνιος, δια να ενίσχυση την Περσικήν κατοχήν της Θράκης. Μετά την καταστροφήν όμως των Περσών εις την Σαλαμίνα και τας Πλαταιάς η Θράκη κατέστη πάλιν ανεξάρτητος εκτός των πόλεων Ηϊόνος, Σηστού και Βυζαντίου, αι οποίαι παρέμειναν επί τινά ακόμη έτη υπό την Περσικήν κυριαρχίαν.
Οι Οδρύσαι είχον καθυποτάξει τα Θρακικά έθνη, τα κατοικούντα μέχρι της Προποντίδος και του Ευξείνου, εκτός των Θυνών, οι οποίοι τους εξηνάγκασαν να υποχωρήσουν από την ορεινήν των χώραν. Έφτασε δε το κράτος των Οδρυσών εις μεγίστην ακμήν επί της βασιλείας του Τήρους και του υιού αυτού Σιτάλκου, όστις είχε λάβει ως σύζυγον την αδελφήν του Νυμφοδώρου, σημαίνοντος Αβδηρίτου. Συμπίπτει δε κυρίως η μεγάλη ακμή και η ισχύς του βασιλείου των Οδρυσών με την εποχήν των Περσικών πολέμων μέχρι του Πελοποννησιακού.
Ο Σιτάλκης ετιτλοφορείτο βασιλεύς των Θρακών. Συνήνωσεν όλους τους μικρούς και ανεξαρτήτους Θράκας ηγεμόνας υπό το σκήπτρον του, επί μακρόν δε χρονικόν διάστημα οι ηγεμόνες των διαφόρων Θρακικών φυλών ήσαν υποτελείς εις τους Οδρύσας, οίτινες τοιουτοτρόπως κατέστησαν οι κυρίως εκπρόσωποι των Θρακών.
Και αυταί αι Ελληνικαί αποικίαι, αι οποίαι είχον ιδρυθή από τον Στρυμόνα μέχρι των εκβολών του Δουνάβεως εις τε την παραλίαν και το εσωτερικόν, επλήρωνον εις αυτόν φόρον υποτέλειας. Αι Αθήναι δε, ευρισκόμεναι τότε εις την μεγίστην πολιτικήν ακμήν, διετήρουν φιλικωτάτας σχέσεις με την τόσον ισχυράν και σημαντικήν δύναμιν των Οδρυσών, δια να εδραιώσουν το εμπόριον αυτών με την πλουσιωτάτην εις σιτηρά, κτήνη και δέρματα Θράκην. Προέβησαν μάλιστα αι Αθήναι εις σπουδαίας προς τους Οδρύσας οικονομικάς και πολιτικάς παραχωρήσεις ακριβώς δια τον λόγον τούτον. Διετήρησαν όμως αύται την μεγάλην των επιρροήν επί της Θράκης και προ πάντων επί της Θρακικής χερσονήσου, εις την ναυτικήν δε συμμαχίαν των Αθηναίων, γενομένην κατά πρώτον τω 478 π.Χ., συμπεριελήφθησαν όλαι σχεδόν αι Ελληνικαί πόλεις της Μακεδονίας και Θρακικής παραλίας και διετέλεσαν υπό την Αθηναϊκήν ηγεμονίαν μέχρι του Φιλίππου.
Το έθνος τούτο, το σπουδαιότερον και αξιολογώτερον εξ όλων των Θρακών, ευρίσκετο πάντοτε εις στενάς σχέσεις, πολιτικάς και εμπορικάς, με τους Έλληνας και προ πάντων με τους Αθηναίους. Οι βασιλείς και οι δυνάσται αυτών είχον δεχθή σχετικόν τινά Ελληνικόν πολιτισμόν και εμάνθανον την Ελληνικήν γλώσσαν. Τα νομίσματά των, όπως και των άλλων Θρακών και των Θρακικών πόλεων, ετυπώνοντο Ελληνιστί.
Τήρης.
Υπήρξεν ο ιδρυτής του αρχαίου, ακμαίου και ισχυρού τούτου Θρακικού κράτους, επηύξησε δε την κυριαρχίαν επί του περισσοτέρου μέρους της Θράκης και μέχρι του Βυζαντίου. Έμεινεν όμως αρκετόν μέρος αυτής ανεξάρτητον πέραν του Στρυμόνος και εις τα βορειοδυτικά της Ροδόπης. Ο Τήρης ούτος δεν πρέπει να συγχέεται με τον πανάρχαιον Θράκα Τήρην ή μάλλον Τηρέα, όστις είχε λάβει ως σύζυγον την θυγατέρα του Πανδίονος Πρόκνην και εβασίλευσεν εις την Δαυλίδα της Φωκίδος, ήτις τότε εκατοικείτο υπό Θρακών, μετοικησάντων εκεί από την Πιερίαν.
Ο ιδρυτής του κράτους των Οδρυσών Τήρης αφήκεν ως διάδοχόν του τον υιόν του Σιτάλκην, αφού έζησεν 92 έτη. «Τήρης ο βασιλεύς των Οδρυσών, καθώς λέγει ο Θεόπομπος, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα δύο ετών»136.
Σιτάλκης.
Ούτος παρέλαβε βασιλείαν μικράς σχετικώς χώρας, ηύξησεν όμως την δυναστείαν με την ατομικήν του ανδρείαν και φρόνησιν κυβερνών τους υποτεταγμένους εις τους Οδρύσας λαούς επιεικώς, ανδρείος εις τας μάχας και στρατηγικός, επιμελούμενος δε και ενδιαφερόμενος πάρα πολύ δια την αύξησιν των προσόδων του

ΤΑ ΘΡΑιΚΙΚΑ ΕΘΝΗ
Μέρος Β
...... Ο ιδρυτής του κράτους των Οδρυσών Τήρης αφήκεν ως διάδοχόν του τον υιόν του Σιτάλκην, αφού έζησεν 92 έτη. «Τήρης ο βασιλεύς των Οδρυσών, καθώς λέγει ο Θεόπομπος, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα δύο ετών»136.
Σιτάλκης.
Ούτος παρέλαβε βασιλείαν μικράς σχετικώς χώρας, ηύξησεν όμως την δυναστείαν με την ατομικήν του ανδρείαν και φρόνησιν κυβερνών τους υποτεταγμένους εις τους Οδρύσας λαούς επιεικώς, ανδρείος εις τας μάχας και στρατηγικός, επιμελούμενος δε και ενδιαφερόμενος πάρα πολύ δια την αύξησιν των προσόδων του κράτους του. Έφθασε δε εις το τέλος εις τόσην μεγάλην δύναμιν, ώστε ουδείς των προ αυτού βασιλευσάντων εις την Θράκην είχε κράτος με τόσην έκτασιν137.
Οι Αθηναίοι γνωρίζοντες τας αρετάς του ηγεμόνος τούτου των Θρακών απέβλεψαν προ παντός προς αυτόν, όπως συνάψουν συμμαχίαν με αυτόν εναντίον των Μακεδόνων, οίτινες ολονέν ενισχύοντο σημαντικώς και απειλητικώς κατ' αυτών.
Εις τον ιστορικόν Θουκυδίδην, Θράκα εκ πατρός, διότι ο Όλορος, ως και το όνομα αυτού φανερώνει, ήτο Θραξ, πολιτογραφηθείς Αθηναίος πολίτης, οφείλομεν σημαντικωτάτας και ακριβεστάτας ιστορικάς μαρτυρίας περί του κράτους εν γένει των Οδρυσών, τας οποίας παραθέτομεν εφεξής.
«Και πάλιν οι Αθηναίοι θέλοντες να καταστήσουν σύμμαχόν των τον Σιτάλκην ωνόμασαν πρόξενον και προσεκάλεσαν τον Αβδηρίτην Νυμφόδωρον, τον οποίον μέχρι της εποχής εκείνης εθεώρουν εχθρόν των και όστις ίσχυε και είχε μεγάλην επιρροήν επί του επ' αδελφή γαμβρού του Σιτάλκου. Με τον Σιτάλκην λοιπόν οι Αθηναίοι συνέδεσαν συμμαχίαν θέλοντες να σύρουν προς το μέρος των και τας πόλεις της Θράκης και αυτόν τον Περδίκκαν. Ελθών δε ο Νυμφόδωρος εις τας Αθήνας και την συμμαχίαν με τον Σιτάλκην κατώρθωσε και τον υιόν αυτού Σάδοκον κατέστησεν Αθηναίον πολίτην και υπεσχέθη να καταπαύση τον πόλεμον της Θράκης υποχρεώνων τον Σιτάλκην να στείλη εις τους Αθηναίους Θρακικόν στρατόν εξ ιππέων και πελταστών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Σιτάλκης και ο Περδίκκας, ο υιός του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων, έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων.
»Περί τα τέλη του αυτού θέρους ο Κορίνθιος Αριστεύς και οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων μεταβαίνοντες εις την Ασίαν επέρασαν πρώτον από την Θράκην και ήλθον εις τον Σιτάλκην θέλοντες να πείσουν αυτόν, εάν ηδύνατο, να διαλύση την μετά των Αθηναίων συμμαχίαν και να βοηθήση την Ποτίδαιαν, πολιορκουμένην υπ' αυτών.
»Ευρεθέντες δε κατά τύχην πλησίον του Σιτάλκου οι πρέσβεις των Αθηναίων κατέπεισαν τον Σάδοκον, τον πολιτογραφηθέντα Αθηναίον υιόν του Σιτάλκου, να παραδώση εις αυτούς τους πρέσβεις εκείνους. Ούτος δε πεισθείς, ενώ επορεύοντο δια της Θράκης προς το πλοίον, δια του οποίου επρόκειτο να περάσουν τον Ελλήσποντον, συνέλαβεν αυτούς πριν να επιβιβασθούν και τους απέστειλεν εις τας Αθήνας. Οι δε Αθηναίοι, χωρίς να τους δικάσουν, τους εφόνευσαν όλους και έρριψαν τα πτώματά των εις τας χαράδρας των βουνών εκδικούμενοι τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι εθανάτωναν κατά τον ίδιον τρόπον όσους εκ των Αθηναίων και των συμμάχων των συνελάμβανον εις την θάλασσαν.
»Περι τήν αυτήν εποχήν, κατά τας αρχάς του χειμώνος εκείνου, ο βασιλεύς των Θρακών Σιτάλκης ο Οδρύσης εξεστράτευσε κατά του βασιλέως των Μακεδόνων Περδίκκου του Αλεξάνδρου και κατά των εν Θράκη Χαλκιδέων. Επρόκειτο δε περί δύο υποσχέσεων, εξ ων την μεν ήθελε να την επιβάλη, την δε να εκτέλεση ο ίδιος. Ο Περδίκκας, επιθυμών να τον συνδιαλλάξη ο Σιτάλκης με τους Αθηναίους, οι οποίοι κατ' αρχάς τον επίεζον δια του πολέμου, και. να μη επαναφέρη εις τον θρόνον της Μακεδονίας τον αδελφόν του Φίλιππον, όστις ήτο εχθρός του, έδωκε προς τον Σιτάλκην υποσχέσεις, τας οποίας δεν εξεπλήρωσεν. Ο Σιτάλκης αφ' ετέρου, όταν συνεμάχησε με τους Αθηναίους, είχεν υποσχεθή εις αυτούς να καταπαύση τον επί της Θράκης Χαλκιδικόν πόλεμον. Δι' αυτάς λοιπόν τας αιτίας επεχείρει την εκστρατείαν εκείνην φέρων μαζί του και τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν (δια να τον καταστήση βασιλέα της Μακεδονίας) και τους πρέσβεις των Αθηναίων, οίτινες έτυχον παρόντες δια την υπόθεσιν ταύτην, διότι οι Αθηναίοι ώφειλον να έλθουν εναντίον των Χαλκιδέων με στόλον και στρατόν πολύν.
»Αναχωρήσας λοιπόν ο Σιτάλκης από την χώραν των Οδρυσών εκάλεσε πρώτον υπό τα όπλα τους εντός του Αίμου και της Ροδόπης Θράκας, επί των οποίων εβασίλευε μέχρι του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου, έπειτα τους πέραν του Αίμου Γέτας και τους κατοικούντας εις τα άλλα μέρη κάτωθεν του Ίστρου ποταμού και περισσότερον προσεγγίζοντας εις τον Εύξεινον πόντον. Ο Σιτάλκης προσεκάλεσεν επίσης και πολλούς εκ των αυτονόμων και μαχαιροφόρων ορεινών Θρακών, οίτινες καλούνται Δίοι και κατοικούν οι περισσότεροι εις την Ροδόπην. Και άλλοι μεν εξ αυτών κατεπείσθησαν με μισθόν, άλλοι δε παρηκολούθησαν ως εθελονταί. Διήγειρεν επίσης και τους Αγριάνας και τους Λαιαίους και όσα άλλα έθνη Παιονικά εκυβέρνα. Και αυτοί ήσαν οι έσχατοι λαοί της κυριαρχίας του, ήτις εξετείνετο μέχρι των Γρααίων και των Λαιαίων της Παιονίας και μέχρι του ποταμού Στρυμόνος. Ο ποταμός δε ούτος αρχίζων από το όρος Σκόμβρον ρέει δια της χώρας των Γρααίων και των Λαιαίων και σχηματίζει τα όρια του προς το μέρος της Παιονίας βασιλείου των Οδρυσών. Πέραν δε του Στρυμόνος οι Παίονες είνε αυτόνομοι.
»Προς το μέρος δε των Τριβαλλών Θρακών, αυτονόμων και τούτων, οι τελευταίοι υπήκοοι των Οδρυσών ήσαν οι Τρήρες και οι Τιλαταίοι, Θρακικά έθνη. Κατοικούν δε ούτοι προς βορράν του όρους Σκόμβρου και εκτείνονται προς δυσμάς μέχρι του Οσκίου ποταμού, όστις ρέει από το ίδιον όρος, από το οποίον ρέουν ο Νέστος και ο Έβρος. Το δε όρος τούτο είνε έρημον και μέγα και συνέχεται με την Ροδόπην.
»Το βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς το μέρος της θαλάσσης από της πόλεως των Αβδήρων μέχρι των εκβολών του Δουνάβεως εις τον Εύςεινον Πόντον. Την παραλίαν ταύτην πλοίον στρογγύλον, λαμβάνον την συντομωτέραν διεύθυνσιν, δύναται να διανύση εντός τεσσάρων ημερών και ίσων νυκτών, εάν ο άνεμος πνέη πάντοτε κατά πρύμναν, την δε συντομωτέραν μεταξύ Ίστρου και Αβδήρων κατά ξηράν οδόν ανήρ εύζωνος ειμπορεί να την διατρέξη εις ένδεκα ημέρας. Τοιαύτη ήτο η έκτασις του βασιλείου τούτου προς την θάλασσαν. Προς την ήπειρον δε από του Βυζαντίου μέχρι των Λαιαίων και του Στρυμόνος (διότι προς αυτήν την διεύθυνσιν είνε η πλατυτέρα έκτασις του βασιλείου από της θαλάσσης μέχρι του εσωτερικού) δύναται να διανύση το διάστημα αυτό ανήρ εύζωνος εις δεκατρείς ημέρας. Ο δε φόρος, όστις ωρίσθη εις τας Θρακικάς πόλεις και τας εν αυτή Ελληνικάς αποικίας επί Σεύθου (όστις διαδεχθείς τον Σιτάλκην ηύξησε τον φόρον), ανήρχετο μέχρι τετρακοσίων ταλάντων εις άργυρον και χρυσόν νομισματικόν. Και δώρα όμως όχι μικροτέρας ποσότητος προσεφέροντο ου μόνον εις τον βασιλέα, αλλά και εις τους ισχυρούς και ευγενείς των Οδρυσών. Εις τους Οδρύσας, καθώς και εις τους λοιπούς Θράκας, επικρατεί συνήθεια όλως αντίθετος της των Περσών βασιλέων, δηλαδή μάλλον να λαμβάνουν ή να δίδουν. Νομίζουν αισχρότερον να μη λαμβάνουν, όταν ζητούν κάτι τι, παρά να ζητούν, οσάκις δεν λαμβάνουν. Αλλ' ένεκα της δυνάμεως των της μεγάλης οι Οδρύσαι έκαμαν κατάχρησιν του εθίμου τούτου, διότι ήτο αδύνατον να επιτύχη τις τίποτε, εάν δεν έδιδε δώρα. Τούτου δε ένεκα το βασίλειον εκείνο απέκτησε μεγάλην δύναμιν. Εξ όλων των βασιλείων, όσα υπάρχουν εις την Ευρώπην μεταξύ του Ιονίου κόλπου και του Ευξείνου Πόντου, το βασίλειον των Οδρυσών υπήρξεν αξιολογώτατον δια τας χρηματικάς προσόδους και τα άλλα ευτυχήματα. Κατά την στρατιωτικήν όμως δύναμιν και τον αριθμόν των μαχητών οι Οδρύσαι είνε πολύ κατώτεροι των Σκυθών, με τους οποίους ουδέν έθνος δύναται να παραβληθή όχι μόνον εις την Ευρώπην, αλλά και εις αυτήν την Ασίαν, όπου δεν ευρίσκεται ούτε εν έθνος δυνάμενον να αντισταθή εναντίον όλων των Σκυθών ηνωμένων. Όχι μόνον δε τούτο, αλλά και κατά την κρίσιν και την περί τας υποθέσεις εμπειρίαν ουδείς λαός εξισούται προς αυτούς.
»Ο Σιτάλκης λοιπόν βασιλεύων επί τοιαύτης χώρας παρασκευάζετο προς πόλεμον. Και, αφού ητοιμάσθησαν όλα, αναχωρήσας επορεύετο κατά της Μακεδονίας πρώτον μεν δια των υπό την επικυριαρχίαν του πόλεων, έπειτα δε δια του ερήμου όρους Κερκίνης, το οποίον είνε μεθόριον μεταξύ Σιντών και Παιόνων. Εξελθόντες από την χώραν των Οδρυσών και διερχόμενοι το όρος δεξιά μεν είχον τους Παίονας, αριστερά δε τους Σιντούς και τους Μαίδους. Διελθόντες δε αυτό έφθασαν εις Δόβηρον την Παιονικήν. Ενώ δε επορεύετο, ο στρατός του όχι μόνον δεν ηλαττώθη εκτός ασθενειών τινών σποραδικών, αλλά μάλλον ηυξήθη. Διότι πολλοί εκ των αυτονόμων Θρακών ηκολούθησαν απρόσκλητοι με την ελπίδα να διαρπάσουν, ώστε όλον το στράτευμα έγινεν, ως λέγεται, ουχί κατώτερον των εκατόν πενήντα χιλιάδων ανδρών, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήσαν πεζοί, μόλις δε το ένα τριτημόριον ιππείς. Τούτου δε του ιππικού το περισσότερον μέρος ήσαν ιππείς Οδρύσαι και μετ' αυτούς Γέται. Εκ των πεζών δε μαχιμώτατοι ήσαν οι εκ Ροδόπης καταβάντες αυτόνομοι μαχαιροφόροι, ηκολούθει δε όλος ο σύμμικτος όμιλος, φοβερώτατος δια το πλήθος του.
»Συνηθροίζοντο λοιπόν εις την Δόβηρον και παρεσκευάζοντο, όπως από το ύψος εκείνο εισβάλουν εις την κάτω Μακεδονίαν, εις την οποίαν εβασίλευεν ο Περδίκκας, του οποίου οι πρόγονοι Τημενίδαι, από το Άργος καταγόμενοι, είχον εκδιώξει από την Πιερίαν τους Πίερας, οι οποίοι ύστερον ήλθον και έκτισαν την Φάγρητα και τα άλλα χωρία υπό το όρος Παγγαίον πέραν του Στρυμόνος (μέχρι της σήμερον δε καλείται Πιερικός κόλπος η υπό το Παγγαίον παραλία). Εκ δε της άλλης χώρας κατέλαβαν μικρόν τι μέρος της Παιονίας πλησίον του Αξιού και μέχρι του Στρυμόνος διώξαντες τους Ηδωνούς, κατέλαβον δε την Μυγδονίαν.
»0ι Μακεδόνες του Περδίκκα μη δυνάμενοι να αντισταθούν εναντίον τοσούτου στρατού απεσύρθησαν εις τα δυσπρόσιτα και ωχυρωμένα μέρη. Ο δε στρατός των Θρακών εισέβαλεν εκ της Δοβήρου πρώτον εις το αρχαίον βασίλειον του Φιλίππου και εκυρίευσε πολλά αυτού μέρη, δεν έφθασεν όμως μέχρι της Πιερίας, αλλ' ελεηλάτησε κατόπιν την Θρακικήν Μυγδονίαν. Οι δε Μακεδόνες με το πεζικόν των μεν ούτε καν εσκέφθησαν να αντισταθούν, αλλ' εζήτησαν ιππικόν από τους ενδοτέρους συμμάχους των, μολονότι δε ήσαν ολίγοι εναντίον πολλών, εν τούτοις προσέβαλλον τον στρατόν των Θρακών, όπου ενόμιζον επάναγκες. Και όπου μεν επετίθεντο, ουδείς ηδύνατο να υπομείνη ιππείς θωρακισμένους, περικυκλούμενοι όμως υπό πλήθους ανωτέρου διέτρεχαν τον κίνδυνον ενίοτε τον έσχατον, ώστε επί τέλους ησύχασαν εννοήσαντες ότι δεν είνε ικανοί να πολεμούν εναντίον δυνάμεων πολύ δυσαναλόγων.
»Εν τούτοις ο Σιτάλκης ανεκοίνωσεν εις τον Περδίκκαν τους λόγους της εκστρατείας του και, επειδή οι Αθηναίοι δεν τον εβοήθησαν με τα πλοία των δυσπιστούντες εις την άφιξίν του, επεδόθη εις λεηλασίαν καί έπαυσε τον πόλεμον. Εφοβήθησαν δε και οι πέραν του Στρυμόνος βόρειοι Θράκες, όσοι είχον πεδιάδας, δηλαδή οι Παναίοι, οι Δρώοι και οι Δερσαίοι. Όλοι δε ούτοι ήσαν αυτόνομοι. Και επειδή δεν κατώρθωσε τίποτα εξ όσων είχε κατά νουν, όταν εισέβαλεν, ο δε στρατός του εστερείτο τροφίμων και εταλαιπωρείτο ένεκα του χειμώνος, κατέστειλεν εντελώς τον πόλεμον καταπεισθείς υπό του ανεψιού του Σεύθου, υιού του Σπαραδόκου, όστις μετ' αυτόν ήτο ισχυρότατος, ν' αναχωρήση αμέσως. Τον δε Σεύθην εξηγόρασε κρυφίως ο Περδίκκας υποσχεθείς να τω δώση την αδελφήν του και πολλά χρήματα. Και ο μεν Σιτάλκης κατεπείσθη και ανεχώρησε κατόπιν εκστρατείας τριάντα ημερών με τον στρατόν του εις τα ίδια, ύστερον δε ο Περδίκκας έδωκεν εις τον Σεύθην την αδελφήν του, ως υπεσχέθη. Τοιαύτη ήτο η εκστρατεία του Σιτάλκου. Έγινε δε κατά το τρίτον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου»138.
Απέθανε δε ο Σιτάλκης κατά την εκστρατείαν του εναντίον των Τριβαλλών Θρακών ηττηθείς κατά την μάχην κατά τον χειμώνα του ενάτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή τω 422 π.Χ. Τον διεδέχθη δε εις την δυναστείαν των Οδρυσών και την βασιλείαν της Θράκης ο ανεψιός του Σεύθης, υιός του αδελφού του Σπαραδόκου.
Βασιλείς και δυνάσται των Οδρυσών μνημονεύονται αρκετοί εις την ιστορίαν. Πολλοί εξ αυτών έγιναν γνωστοί μόνον από νομίσματα, επιγραφάς ή αναθηματικάς πλάκας. Η απαρίθμησις τούτων κατ' ακριβή χρονολογικόν κατάλογον είνε έργον δυσχερέστατον, προσεπαθήσαμεν δε, εξ όσων ηδυνήθημεν, να δώσωμεν την ακόλουθον ιστορικήν οπωσδήποτε αυστηρώς εξηκριβωμένην σειράν αυτών.
Σπαράδοκος.
Αδελφός του Σιτάλκου, εβασίλευσεν ως υποτελής εις τον αδελφόν του κατά το 430 π.Χ. Τούτου υπάρχουν νομίσματα αργυρά, έχοντα έπι της μιας όψεως ίππον βαδίζοντα ή προτομήν ίππου και επί της άλλης αετόν ιπτάμενον με όφιν ή καταβροχθίζοντα όφιν. Επιγραφήν δε ΣΠΑΡΑΔΟΚΟ ή μόνον ΣΠΑ139.
Σάδοκος.
Ούτος φέρεται κατά τον Θουκυδίδην ως υιός του Σιτάλκου, βασιλεύ-σας ως υποτελής κατά το 431 - 424 π.Χ. Εις τούτον οι Αθηναίοι έδωκαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτου, αι σχέσεις δε αύται ενίσχυσαν την Ελληνικήν επί των Θρακών επιρροήν.
Σεύθης Α', 422 - 410 π.Χ.
Υιός του Σπαραδόκου και διάδοχος του Σιτάλκου. Έλαβεν ως σύζυγον την Στρατονίκην, αδελφήν του βασιλέως των Μακεδόνων Περδίκκα. Επ' αυτού οι εις τον θείον του υποτελείς ηγεμόνες, Οδρύσαι και αυτοί, Μήδοκος και Τήρης ποοσεπάθησαν να γίνουν ανεξάρτητοι και αι έριδες αύται εξησθένησαν σημαντικώς το μέγα κράτος των Οδρυσών. Ο Σεύθης εξεδιώχθη από τον θρόνον του δια στάσεως των Οδρυσών και τον διεδέχθη ο αδελφός του Μαισάδης140.
Νομίσματα αυτού σώζονται αργυρά, έχοντα ιππέα ένοπλον και επιγραφήν ΣΕΥΘΑ ΑΡΓΥΡΙΟΝ ή ΣΕΥΘΑ ΚΟΜΜΑ (κομμάτιον, κοπέν), τα οποία δια λόγους νομισματικής διατυπώσεως είνε σπουδαία ένεκα των επιγραφών τούτων141.
Μαισάδης, 410 - 405 π.Χ.
Και αυτός εξεβλήθη από τον θρόνον του δια στάσεως και τον διεδέχθη ο αδελφός του Μήδοκος ή Μήτοκος.
Ο Μαισάδης, πατήρ Σεύθου του Β', είχεν επεκτείνει το κράτος των Οδρυσών και εις τους Μελανδίτας και Μελινοφάγους Θράκας τους παρά τον Σαλμυδησσόν.
Μήτοκος Α', 405 - 390 π.Χ.
Ο Ξενοφών τον αποκαλεί Μήδοκον. Επ' αυτού το κράτος των Οδρυσών είχε διαιρεθή εις το κυρίως κράτος των Οδρυσών, όπου εβασί-
θα εκόπησαν πιθανώς και αυτά εις την Μαρώνειαν. Φέρουν δε, ως και εκείνα, πέλεκυν δίστομον με επιγραφήν ΤΗΡΕΩ, εις δε την άλλην όψιν άμπελον εις γραμμικόν τετράγωνον.
Σαράτοκος, μετά το 400 π.Χ.
Ο δυνάστης ούτος έγινε γνωστός μόνον από τα αργυρά του νομίσματα, τα οποία φέρουν επιγραφήν ΣΑΡΑΤΟΚΟ, ΣΑΡ ή ΣΑ μόνον και εικονίζουν Σάτυρον γονατίζοντα ή νεαράν κεφαλήν επί της εμπρόσθιας όψεως και σταφυλήν επί της οπισθίας.
Ευρύζελμις, περί τα 387 ή 385 π.Χ.
Φέρεται και ως Εβρύζελμις, Εβροζέλμης και Ευρύτελμις. Ούτος φέρεται ως ο κυρίως διάδοχος του Αμαδόκου Α' ακμάσας κατά τας αρχάς του τετάρτου π.Χ. αιώνος. Ο Ευρύζελμις διετέλεσε φίλος και σύμμαχος των Αθηναίων, ως φαίνεται εις μίαν απόφασιν της Αθηναϊκής βουλής επί άρχοντος Μυστιχίδου κατά το 386 ή 385 π.Χ., διασωθείσαν επί λιθίνης επιγραφής. Η επιγραφή αύτη επί της Ακροπόλεως ευρεθείσα και υπό του Lolling δημοσιευθείσα είνε η εξής.
Έδοξε τη βουλή και τω δήμω
Επαινέσαι Εβρύτελμιν
τον βασιλέα των Οδρυσών
ότι εστίν ανήρ αγαθός περί τον δήμον
τον Αθηναίων και είναι αυτώ άπερ τοις
προγόνοις άπαντα επαινέσαι δε και
..... Εβρυτέλμιδος το βασιλέως
και στήσαι ες στήλην αναγράψαντα
τον γραμματέα της βουλής τα εψηφισμένα εν Ακροπόλει ' ....
...... οίτινες απαγγελόσι προς
Εβρύτελμιν τα εψηφισμένα τω δήμω
απαγγελόσι δε και περί των νέων των περ-.... περί των άλλων ων λέγοσιν οι
πρέσβεις οι παρά βασιλέως Εβρυτέλμιδος ήκοντες τω δήμω τω Αθηναίων142.
Η συμμαχία αυτή των Αθηναίων με τον Εβρύζελμιν έγινε κατόπιν αιτήσεώς του δια πρεσβείας, την οποίαν έστειλεν εις τας Αθήνας κατά το 386 π. Χ.
Επιγραφή δε λιθίνη, ευρεθείσα εις την Αδριανούπολιν κατά την κατεδάφισιν των τειχών της μετά τον Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον του 1878 και κατά πάσαν πιθανότητα εις αυτόν αναφερομένη, έχει ως εξής.
ΕΥΡΥΖΕΛΜΙΣ ΣΕΥΘΟΥ ΠΡΙΑΝΕΥΣ143
Από τον τύπον μερικών νομισμάτων του Ευρυζέλμιδος φαίνεται, ότι ούτος είχε πρωτεύουσαν τα Κύψελα.
Κότυς Α'.
Περί τα 385 - 358 π.Χ. ή κατ' άλλους από του 382 - 358.
Υιός του Σεύθου Β', είχεν, ως φαίνεται, και αυτός πρωτεύουσάν του τα Κύψελα. Είνε γνωστότατος εις τον Ελληνικόν κόσμον δια τους πολέμους του κατά των Αθηναίων, οίτινες υπεστήριζον τους αντιπάλους του. Προ πάντων δε επολέμησε τους Αθηναίους κατά το 361 π.Χ., οπόταν επεχείρησε να καταλάβει τας πόλεις της Προποντίδος και της Θρακικής χερσονήσου, ιδίως δε τας οχυρωτάτας εξ αυτών Πέρινθον και Σηστόν, την οποίαν κατέλαβε τέλος τω 360 π.Χ.
Ουχ ήττον οι Αθηναίοι ετίμησαν αυτόν δια χρυσού στεφάνου και έδωκαν εις αυτόν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτου.
Και οι Αβδηρίται ετίμησαν τον Κότυν δι' ιδιαιτέρου της πόλεώς των ψηφίσματος144.
Πρώτος εκ των Αθηναίων στρατηγών εστάλη κατά του Κότυος ο Αυτοκλής, πλην δεν κατώρθωσε να τον καταβάλη145.
Ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης εξεστράτευσεν επανειλημμένως κατά των Οδρυσών. Εις τινά μάλιστα μάχην ο Ιφικράτης συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους Οδρύσας. Το σώμα των Οδρυσών ώρμησεν εναντίον του Ιφικράτους ρίπτον και ακοντίζον, αλλ' ο Ιφικράτης έστησεν ενώπιον ενός εκάστου εκ των πρωτοπόρων στρατιωτών του ένα Οδρύσην αιχμάλωτον γυμνόν με δεμένα τα χέργια προς τα οπίσω. Τότε οι Οδρύσαι μη θέλοντες να πληγώσουν τους οικείους των έπαυσαν να ρίπτουν και να ακοντίζουν146.
Τέλος ο Ιφικράτης συνεβιβάσθη κατά το 382 π.Χ. με τον Κότυν και έλαβεν ως σύζυγον την θυγατέρα του Κότυος. Συνδεθείς δε δια κηδεστίας με τον βασιλικόν οίκον των Οδρυσών εβοήθησε τον πενθερόν του Κότυν και κατά των Αθηναίων.
Όταν δε ποτέ ο Κότυς συνήθροισε στρατιώτας, ο Ιφικράτης επόρισεν εις αυτόν χρήματα κατά τον εξής τρόπον. Συνεβούλευσεν αυτόν να διατάξη τους υπηκόους του να σπείρουν δι' αυτόν γην τριών μεδίμνων. Αφού δε έγινε τούτο, συνελέγη πολύ πλήθος σίτου. Αφού δε επώλησε τον σίτον, ευπόρησε χρημάτων147.
Μετά πολλάς περιπετείας ο Ιφικράτης ηναγκάσθη μετά το 358 να καταφυγή εις την Θράκην, όπου απέθανεν, ως φαίνεται, κατά το 353 π.Χ.
Ο Κότυς διεκρίνετο δια την ωμότητα και θηριωδίαν, την οινοποσίαν και τας παράφορους τρυφάς, αλλά συγχρόνως και δια την εξαιρετικήν δραστηριότητά του.
Κατά τον Σουΐδαν εβασίλευσεν ο Κότυς εις την Θράκην έτη 24, τα μεν πρώτα έτη με τρυφάς και ηδυπαθείας, επειδή δε ηύξανεν η ευτυχία του, εξετράπη εις ωμότητα και οργήν τοσαύτην, ώστε και την γυναίκα, από την οποίαν απέκτησε τέκνα, την έκοψεν εις το μέσον αρχίσας κατά πρώτον από τα αιδοία148.
Περί του Κότυος υπάρχουν τα εξής ανέκδοτα.
Ο Κότυς εις κάποιον, όστις τω εδώρησε πάρδαλιν, αντεδώρησε λέοντα. Φύσει δε ων οξύθυμος και αυστηρός τιμωρός εκείνων, οι οποίοι έκαμνον σφάλματα εις τας υπηρεσίας των, όταν ποτέ ξένος τις έφερεν εις αυτόν πήλινα σκεύη, εύθραυστα και λεπτά, επεξειργασμένα με το παραπάνω και περιττώς με γλυφάς και με τορνεύματα, εις μεν τον ξένον έδωκε δώρα, συνέτριψε δε όλα τα σκεύη εκείνα, «όπως μη», είπε δικαιολογούμενος περίφημα, «από θυμόν αυστηρότερον τιμωρήση εκείνους που θα τα σπάσουν»149.
Κότυς ο των Θρακών βασιλεύς ήτο αυστηρότατος τιμωρός των υπηκόων του. Όταν δε κάποιος από τους φίλους του είπε προς αυτόν «τούτο είνε μανία και όχι βασιλεία», απήντησεν, «αλλ' η μανία μου αυτή κάμνει τους υπηκόους μου σώφρονας»150.
Ο Κότυς ώρμησε προς τας ηδυπαθείας και τας τρυφάς περισσότερον από όλους τους βασιλείς, όσοι υπήρξαν εις την Θράκην. Περιελθών την χώραν, όπου εύρισκε τόπους κατάφυτους, ευσκίους και καταρρύτους με νερά, τούτους τους μετέτρεψεν εις εστιατόρια. Ερχόμενος δε εις αυτούς, οπόταν του κατέβαινε, έκαμνε θυσίας εις τους θεούς μετά των ακολούθων του, ευδαίμων και μακαριστός. Επεχείρησε δε να βλασφημήση ακόμα και την Αθηνάν και να αμαρτήση εις αυτήν. Καθώς δε διηγείται ο Θεόπομπος, έκαμε δείπνον, κατά το οποίον επρόκειτο δήθεν να νυμφευθή την Αθηνάν, και διασκευάσας καταλλήλως θάλαμον ανέμενε μεθυσμένος την θεάν.
Όταν δε πλέον έγινεν εκτός εαυτού, έστειλεν ένα από τους δορυφόρους του να ίδη, εάν ήλθεν η θεά εις τον θάλαμον. Όταν δε εκείνος επέστρεψε και είπεν ότι δεν είνε κανείς εις τον θάλαμον, ο Κότυς τον εφόνευσεν, ως και άλλον δεύτερον επίσης δια την ιδίαν αιτίαν, έως ότου ο τρίτος σωφρονισθείς από το πάθηιια των προηγουμένων επιστρέψας είπεν, ότι από πολλού η θεά τον περιμένει εις τον θάλαμον. Ο βασιλεύς ούτος ζηλοτυπήσας την γυναίκα του την εκομμάτιασε με τα ιδικά του χέρια αρχίσας από τα αιδοία151.
Ο δε κωμικός Αναξανδρίδης εις την απολεσθείσαν κωμωδίαν Πρωτεσίλαος διασύρων το συμπόσιον, το οποίον εδόθη κατά τους γάμους του Ιφικράτους, όταν ούτος ενυμφεύθη την θυγατέρα του Κότυος, λέγει.
δειπνείν άνδρας βουτυροφάγας αυχμηροκόμας μυριοπληθείς. Τους δε λέβητας χαλκούς είναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων, αυτόν δε Κότυν περιεζώσθαι ζωμόν τε φέρειν εν χοΐ χρυσή και γευόμενον των κρατήρων πρότερον μεθύειν των πινόντων152.
Όσον και αν θεωρήσωμεν υπερβολικόν τον Δημοσθένην, διότι ως ρήτωρ απέβλεπεν εις το να φρονηματίση τους πολίτας και εξάψη τον πατριωτισμόν των, είνε εν τούτοις αληθές, ότι ο Κότυς ήτο πράγματι πανούργος και πολλάκις εξηπάτησε τους Αθηναίους, οι οποίοι τον εστεφάνωσαν από πολιτικήν επιπολαιότητα.
Αλλ' ο πατήρ του Κερσοβλέπτου, λέγει ο ρήτωρ, ο ίδιος Κότυς, οσάκις μεν έχει διαφοράς προς άλλους, τότε στέλλει πρέσβεις προς τους Αθηναίους και είνε έτοιμος να τα κάμη όλα σύμφωνα με την επιθυμίαν μας και αισθάνεται ασύμφορον να πολεμήση την πόλιν, όπως δε κατορθώση να έχη ολόκληρον την Θράκην υπό την εξουσίαν του, καταλαμβάνει τότε τας πόλεις, αδικεί, παραφέρεται μεθυσμένος εναντίον του εαυτού του και εξυβρίζει την πόλιν, έως ότου βάλη την χώραν εις τα χέργια του. Γνωρίζετε δε πολύ καλά, ότι τον Κότυν αυτόν τον εκάματε κάποτε πολίτην Αθηναίον δια τον λόγον βέβαια, ότι κατ' εκείνον τον καιρόν ήτο ευνοϊκώς διατεθειμένος υπέρ ημών. Και δεν θα τον εστεφανώνατε βέβαια με χρυσούς στεφάνους, εάν τον εθεωρείτε εχθρόν σας153.
Ότι ο Κότυς ήτο πανούργος καταφαίνεται και εκ του εξής περιστατικού, το οποίον αναφέρει ο Αριστοτέλης.
Κότυς ο Θραξ ήθελε να δανειστή χρήματα από τους Περινθίους, δια να συλλέξη στρατιώτας οι δε Περίνθιοι δεν έδιδον εις αυτόν χρήματα. Ηξίωσε λοιπόν τότε ο Κότυς απ' αυτούς, όπως τω δώσουν πολίτας τινάς ως φρουρούς δια χωρία τινά, δια να αντικαταστήση τους εκεί φρουρούντας στρατιώτας του και μεταχειρισθή τους Οδρύσας εις πολεμικάς επιχειρήσεις. Οι δε Περίνθιοι έκαμον ταχέως τούτο νομίζοντες ότι θά γίνουν κύριοι των χωρίων. Ο δε Κότυς, αφού έστειλε τους Περινθίους ως φρουρούς, διέταξε τους εν τη πόλει Περινθίους να στείλουν και να φέρουν εις αυτόν χρήματα, τα οποία ήθελε να δανειστή154.
Επί τέλους ο Κότυς εδολοφονήθη κατά το 358 π.Χ. υπό των εξ Αίνου αδελφών Πύθωνος και Ηρακλείδου, τους οποίους οι Αθηναίοι εστεφάνωσαν με χρυσούς στεφάνους και τους ανεκήρυξαν ευεργέτας, επειδή εφόνευσαν τον πονηρόν, τον εχθρόν και μισητόν εις τους θεούς και μεγάλως αδικήσαντα την πόλιν Κότυν155.
Ο δε Πύθων και ο Ηρακλείδης, οι δύο εξ Αίνου νεαροί αδελφοί, εφόνευσαν τον Κότυν εκδικούμενοι τον πατέρα των. Συγχρόνως δε και ο Αδαμάς είχεν αποστατήσει από τον Κότυν, διότι, όταν ήτο παιδίον, είχεν εκτμηθή υπό του Κότυος, δια το πάθημά του δε τούτο επεριφρονείτο από τους Θράκας156.
Του Κότυος υπάρχουν χάλκινα και αργυρά νομίσματα, φέροντα εις την μίαν όψιν κεφαλήν Διονύσου πωγωνοφόρον ή ιππέα, εις δε την άλλην αγγείον δίωτον (κυψέλην) με επιγραφήν ΚΟΤΥ ή ΚΟΤΟ ή ολόκληρον ΚΟΤΥΟΣ, ως φέρεται εις την εν Λονδίνω δημοσίαν συλλογήν157.
Κατά τον Paul Perdrizet εκτός του Κότυος τούτου του Α' και του Κότυος Β', υιού του Σεύθου Δ', βασιλεύσαντος, ως θα ίδωμεν, κατά το 171 π.Χ., υπάρχει και ο Κότυς, υιός του Ραίζδου, βασιλεύς των Θρακών (άδηλον όμως τίνος Θρακικού έθνους) κατά τον τρίτον αιώνα.
Εάν κρίνωμεν εκ του ονόματος, το οποίον είνε καθαρώς Θρακικόν, το όνομα Ραίζδος ή Ράϊζδος ή Ράζδης είνε συγγενές με το Ρήσος, αρχαίον Θρακικόν (Ηδωνικόν) όνομα, προ πάντων δε με το Ράσκος, όπερ είνε όνομα των Σαπαίων Θρακών. Πολύ πιθανόν Κότυς ο Ραίζδου να ήτο βασιλεύς των Σαπαίων.
Περί του Κότυος τούτου σώζεται Δελφική επιγραφή η εξής.
Έδοξε τα πόλει των Δελφών εν αγορά τελεία συν ψάφοις ταις εννόμοις' Επειδή Κότυς Ραίζδου Θρακών βασιλεύς εν τε τοις πρότερον χρόνοις εύνους ων διατελεί τω τε ιερώ και τα πόλει και τοις ιδία παραγινομένοις ποτί αυτόν φιλανθρώπως χρώμενος και νυν παραγενόμενος Τύριλλος ο Νεαπολίτας ενεφάνισε ταν αίρεσιν αν έχει ποτί τε το ιερόν και ταν πόλιν, δεδόχθαι τα πόλει επαινέσαι Κότυν Ραίζδου Θρακών βασιλέα, ανανεώσασθαι δε και ταν υπάρχουσαν αυτώ προξενίαν και είμεν αυτόν πρόξενον και αυτόν και εκγόνους και υπάρχειν αυτώ και εκγόνοις προμαντείαν ασυλίαν ατέλειαν προεδρίαν εμ πάσι τοις αγώσιν οις α πόλις τίθητι και τάλλα όσα και τοις άλλοις προξένοις και ευεργέταις της πόλεως, αναγράψαι δε τόδε το ψάφισμα εν στάλα και αναθέμεν εν τω επιφανεστάτω τόπω του ιερού158.
Κερσοβλέπτης.
Κατά το 357 - 341 π.Χ.
Υιός και νόμιμος διάδοχος του Κότυος Α'.
Κατά τον Σουΐδαν παις ην Κότυος και νεώτατος ων κατεστάλη βασιλεύς Θράκης υπό του πατρός159.
Όταν ο Πύθων και ο Ηρακλείδης εφόνευσαν τον Κότυν, ο Κερσοβλέπτης ήτο μειρακύλλιον, καθώς και όλα τα τέκνα του Κότυος, κύριος δε των πραγμάτων τότε έγινεν o Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος, όστις παρευρίσκετο εκεί κατά την περίστασιν εκείνην160.
Μετά τον φόνον του Κότυος συνέβησαν ανωμαλίαι και έριδες περί την διαδοχήν του θρόνου των Οδρυσών. Τέλος συνεβιβάσθησαν οι τρεις υιοί του Κότυος, ο Κερσοβλέπτης, ο Αμάδοκος και ο Βηρισάδης, διαμοιράσαντες το πατρικόν βασίλειον. Ες αυτού ο μεν Κερσοβλέπτης έλαβε το παρά τον Έβρον κεντρικόν τμήμα, το οποίον ήτο και το σπουδαιότερον, το δε υπόλοιπον οι δύο αδελφοί του, δηλαδή ο μεν Αμάδοκος την παραλίαν από Έβρου μέχρι Νέστου, ο δε Βηρισάδης από Νέστου μέχρι Στρυμόνος. Μετά τον πρώιμον όμως θάνατον του Βηρισάδου κατά το 357 π.Χ. και την εκ μέρους του Κερσοβλέπτου καταδίωξιν του Αμαδόκου ολόκληρος σχεδόν ο θρόνος των Οδρυσών περιήλθεν υπό την αποκλειστικήν εξουσίαν ή επιρροήν του Κερσοβλέπτου161.
Συνέβη δηλαδή, καθώς λέγει ο Δημοσθένης, μετά τον θάνατον του Κότυος αντί ενός βασιλέως να γίνουν τρεις βασιλείς, ο Βηρισάδης, ο Αμάδοκος και ο Κερσοβλέπτης. Ως εκ τούτου δε αυτοί μεν έγιναν αντίπαλοι προς αλλήλους, οι δε Αθηναίοι ηναγκάσθησαν να επέμβουν και να τους συμβιβάσουν παρ' όλην την αντίδρασίν τινών, όπως παύσουν και καταλύσουν τους άλλους βασιλείς, παραδώσουν δε ολόκληρον την αρχήν εις τον Κερσοβλέπτην162.
Εις τον συμβιβασμόν τούτον συνετέλεσαν προ πάντων οι Αθηναίοι στρατηγοί, όσοι ευρίσκοντο απεσπασμένοι εις την Θράκην ή εις την υπηρεσίαν των Θρακών βασιλέων. Διότι, ως παρατηρεί ο ιστορικός Ερνέστος Κούρτιος, οι βασιλείς της Θράκης κατώρθωνον να αντεπεξέρχωνται προς τους Αθηναίους δια των ιδίων των όπλων και να προσεταιρίζωνται εις την ιδίαν των υπηρεσίαν χάριν των δυναστικών των σκοπών τους υπερόχους των Αθηναίων στρατηγούς. Ο Κότυς εχρεώστει εις τον Ιφικράτην και ο Κερσοβλέπτης από το 359 εις τον Χαρίδημον την αρχήν και το αξίωμα163.
Ο Αθηναίος στρατηγός Χαρίδημος, αποσταλείς εις την Θράκην διά να ρυθμίση τα πολιτικά της Θράκης ζητήματα προς όφελος της Αθηναϊκής πολιτείας, έλαβε κατά το παράδειγμα του στρατηγού Ιφικράτους ως σύζυγον την αδελφήν του Κερσοβλέπτου, εβοήθησε δε πολύ τους Οδρύσας.
Αλλά και ο Κερσοβλέπτης έλαβεν ως σύζυγον Ελληνίδα και τα τέκνα του είχον σχεδόν όλα Ελληνικά ονόματα. Εις μίαν Δελφικήν επιγραφήν, αναφερομένην εις τους υιούς του Κερσοβλέπτου, ευρίσκομεν τα ονόματα αυτών.
Θεός. Τύχα αγαθά
Δελφοί έδωκαν Ιολάω
Ποσε[ι]δωνίω, Μηδίστα, Τήρει,
Κερσοβλέπτου παισί,
Θραξί, αυτοίς και εγγόνοις
προξενίαν, προμαντείαν,
προεδρίας προδικίαν
ποτί Δελφούς, ατέλε[ι]αν πάντων
και τα άλλα πάντα καθάπερ
τοις άλλοις προξένοις και ευερ[γ]έταις164.
Άξιον παρατηρήσεως είνε ότι μεταξύ των υιών του Κερσοβλέπτου ουδείς φέρει το όνοιια ούτε του πατρός του ούτε του Κότυος, του πάππου των, και εις μόνον, ο Τήρης, καλείται με Θρακικόν όνομα. Οι άλλοι τρεις έχουν Ελληνικά ονόματα. Η εκλογή των ονομάτων τούτων, αι σχέσεις του με τους Δελφούς, είνε τα προστιθέμενα εις όσα περί του Κερσοβλέπτου γνωρίζομεν νέα γεγονότα περί αυτού, όστις είχε στενωτάτας μετά των Αθηναίων σχέσεις συμμαχίας και όστις εις την Θράκην εξελληνίσθη τελείως.
Σχετικώς δε προς την Δελφικήν επιγραφήν είνε πιθανόν ότι ο Κερσοβλέπτης κατά την διάρκειαν της βασιλείας του κατέστη άξιος του Απόλλωνος και των Δελφών και εκ των ενδείξεων ευγνωμοσύνης των Δελφών η τύχη δεν διεφύλαξεν, ει μη το διάταγμα, το οποίον επί, του λίθου ετίμα τους τεσσάρας υιούς του Θρακός βασιλέως165.
Ο στρατηγός Χαρίδημος κατά την πολιτικήν του εκείνην εις την Θράκην αποστολήν προέβη εις μίαν ασύνετον πολιτικήν ενέργειαν απέναντι του Θρακός Μιλτοκύθου, αποδεδειγμένου φίλου των Αθηναίων. Ο Μιλτοκύθης επί της εποχής ακόμη του Κότυος ένεκα της ασταθείας του Κότυος προς τους Αθηναίους απεστάτησεν απ' αυτόν. Πλην ο Χαρίδημος τον Μιλτοκύθην, τον πάντοτε φίλον των Αθηναίων και ως εκ τούτου αποστατήσαντα από τον Κότυν, προδοθέντα υπό του Θρακός Σμικυθίωνος, τον παρέδωκεν εις τους Καρδιανούς, τους εχθρούς των Αθηναίων, οίτινες αναγαγόντες αυτόν εις το πέλαγος μαζί με τον υιόν του, τον μεν υιόν παρουσία του πατρός κατέσφαξαν, τον δε Μιλτοκύθην κατεπόντισαν166.
Το συμβάν τούτο, ως ήτο επόμενον, δυσηρέστησε και κατέπληξε τους Θράκας. Ο δε Αθηναίος στρατηγός Αθηνόδωρος, όστις ήτο πολιτικός σύμβουλος και στρατιωτικός πράκτωρ πλησίον του Βηρισάδου, ιδών την ευκαιρίαν και επωφεληθείς εξ αυτής συνήψε συμμαχίαν με τον Βηρισάδην και τον Αμάδοκον και παρεσκευάσθη κατά του Κερσοβλέπτου. Ούτος όμως φοβηθείς υπέγραψε τας υπό του Αθηνοδώρου προταθείσας συνθήκας, κατά τας οποίας ο Κερσοβλέπτης ώμοσε προς τους Αθηναίους και τους αδελφούς του και ανεγνώρισεν, όπως το βασίλειον της Θράκης ανήκη από κοινού εις τους τρεις αδελφούς, εις τρία διηρημένον, όλοι δε να διατελούν υπό την προστασίαν των Αθηναίων167.
Ο Κερσοβλέπτης παρά τους όρκους και τας συνθήκας ήτο εντελώς ανάξιος πίστεως, εγωιστής, επωφελούμενος τους Αθηναίους χάριν των ιδίων του σκοπών, διαλλακτικός μεν και μαλακός, όταν αι Αθηναϊκαί, τριήρεις εφαίνοντο πλησίον των χωρών του, άλλως δε πάντοτε πολέμιος.
Εν τω μεταξύ όμως, αποθανόντος προώρως του Βηρισάδου, ο Κερσοβλέπτης παραβάς τους όρκους και τας συνθήκας, τας οποίας έκαμε με τους Αθηναίους, ήγειρε πόλεμον εναντίον των τέκνων του Βηρισάδου και του Αμαδόκου. Και τα μεν τέκνα του Βηρισάδου επροστάτευεν ο στρατηγός Αθηνόδωρος, τον δε Αμάδοκον οι Αθηναίοι επίσης στρατηγοί Σίμων και Βιάνωρ168.
Μεταξύ των Αττικών επιγραφών διεσώθη ευτυχώς η αναφερομένη εις την συμμαχίαν μεταξύ Αθηναίων και των τριών υιών του Κότυος, είνε δε η εξής.
θε
οι συμμα(χ. Μηδοδοκ. τ)ωμ πόλεων οσ(αι σαι Βηρισάδε(ι φόρους και Αθη(να εά)μ μη αποδώσιν Αθη(ναίοις πρ)άττειν Βηρισάδην (και Κερσεβλ. έπτ;)ην κατά το δυνατόν κ .... ω ή Κερσεβλέπτην μ] ς πράττειν Αθηναίοι(ς ; . . τους ε)πι τη δυνάμει όντας .... πόλει)ς τας Ελληνίδας τας (τε) λούσας ;
Β)ηρισάδει και Αμαδό(κω
φό)ρον τον πάτριον και
ελε)υθέρας είναι και αυτονόμους .... Αθηναίοις καθά ώμοσαν
και Βηρισάδ)ει και Κερσεβλέπτη' εάν
δε αφιστών)ται απ' Αθηναίων βο(ηθείν
Βηρισάδην) και Κερσεβλέπτ(ην.
«Έχομεν δηλαδή ενώπιόν μας συνθήκην συμμαχίας των Αθηναίων και των μετά τον εν έτει 358 π.Χ. φόνον του βασιλέως των Θρακών Κότυος επί την αρχήν ελθόντων Κερσοβλέπτου του υιού του (τρις εδώ γραφομένου Κερσεβλέπτου] και δύο άλλων, Βηρισάδου και Αμαδόκου. Την συνθήκην έστερξαν ούτοι πρυτανευθείσαν παρά των Αθηναίων, ων είχον χρείαν, άτε προς αλλήλους διαφερόμενοι. Μετά δε τον θάνατον του Βηρισάδου άλλως τα πράγματα εχώρησαν, όπως εν τω κατά Αριστοκράτους λόγω του Δημοσθένους δια μακρών λέγονται. Τις δε είνε ο Μηδόδο[κος] ο εν τω τρίτω στίχω, αγνοώ, διότι πρώτην φοράν τοιούτον όνομα παρουσιάζεται. Το Μήδοκος μόνον εκ του Ξενοφώντος και Διοδώρου του Σικελιώτου γνωρίζεται ως όνομα βασιλέως των Οδρυσών»169.
Ανάξιος του πατρός του ο Κερσοβλέπτης ως προς τα πολεμικά περιεπλάκη εις συνεχείς πολέμους εν πρώτοις με τους Αθηναίους, κατόπιν δε με τον Φίλιππον, εκ των οποίων οι σημαντικώτεροι είνε οι κατά τα έτη 352 και 346 π.Χ.
Ο Κερσοβλέπτης κατέλαβε την Θρακικήν χερσόνησον, η οποία διετέλει υπό την ηγεμονίαν των Αθηναίων και δια τούτο οι Αθηναίοι έστειλαν κατά το 357 π.Χ. εκεί τον στρατηγόν Χάρητα, όστις εξηνάγκασε τον Κερσοβλέπτην να αποχωρήση εκείθεν. Επηκολούθησε τότε συνθήκη μετά του Οδρύσου βασιλέως, κατά την οποίαν αι πόλεις της Χερσονήσου εισήλθον εις την ναυτικήν συμμαχίαν των Αθηνών υπό τον όρον να πληρώνουν φόρον εις τους Οδρύσας μονάρχας. Μόνον η Καρδία, η μεγαλειτέρα πόλις της Χερσονήσου, έμεινεν υπό την κυριαρχίαν του Κερσοβλέπτου. Όταν όμως ήρχισεν ο συμμαχικός πόλεμος, ο Κερσοβλέπτης ήρχισε πάλιν να κινήται προς κατάληψιν της Χερσονήσου, πλην ο στρατηγός των Αθηναίων Χαρίδημος, όστις εξασκούσε μεγάλην επιρροήν εις τα πολιτικά ζητήματα των Οδρυσών, επρόλαβε ταύτα και επηκολούθησε συνθήκη.
Καθόσον από την εποχήν ακόμη της ιδρύσεως του κράτους των Οδρυσών οι Αθηναίοι έστρεψαν ιδιάζουσαν προσοχήν προς την πλουσιωτάτην Θράκην δια λόγους πολιτικούς, προ πάντων όμως εμπορικούς. Αφ' ετέρου τα διάφορα εκατέρωθεν συνοικέσια συνετέλεσαν εις το να καλλιεργηθούν μεταξύ των δύο επικρατειών σχέσεις αγαθαί ποικίλης φύσεως. Ευνόητον δε είνε, ότι η επιρροή των Αθηνών υπήρξεν υπό εκπολιτιστικήν έποψιν μεγάλη εις τους τραχείς και πολεμικούς υπηκόους των Οδρυσών δυναστών.
Ταύτα συνέβαιναν μέχρι της εμφανίσεως και της ενεργού αναμίξεως εις την Θράκην του πανίσχυρου βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου Β'.
Η Θράκη υπήρξε κυρίως η αιτία της συγκρούσεως του Φιλίππου με τας Αθήνας. Ο δαιμόνιος και πολιτικώτατος Μακεδών απεφάσισε να ευρύνη το κράτος του προς την γονιμωτάτην Θράκην και να καταστήση τον Δούναβιν ως βόρειον σύνορον του Μακεδονικού κράτους.
Ο Κερσοβλέπτης, κατιδών τον κίνδυνον και εννοήσας ότι ο Φίλιππος ετοιμάζεται να εκστρατεύση εναντίον του, ηθέλησε να συμβιβασθή με τον Φίλιππον, πλην ούτος επροτίμησε να συνεννοηθή με τας Αθήνας, αι οποίαι ήρχισαν να αισθάνωνται την δύναμιν των ωργανωμένων Μακεδόνων.
Συγχρόνως και ο Αμάδοκος, όστις κατά το 352 π.Χ. έχασε από το μικρόν βασίλειόν του τας σπουδαιοτέρας πόλεις Άβδηρα και Μαρώνειαν, υπεχώρησεν εις τους όρους του Φιλίππου.
Αλλά και ο Αμάδοκος, ο υιός του Αμαδόκου τούτου, συνεμάχησε με τον Φίλιππον και έλαβε μέρος εις τον πόλεμον εναντίον του θείου του Κερσοβλέπτου170.
Κατά τον Κούρτιον ο Κερσοβλέπτης πάντοτε απέβλεπε να μοναρχήση εις βάρος των αδελφών του Αμαδόκου και Βηρισάδου, τους οποίους και κατεδίωκε. Τούτο επωφελούμενος ο Φίλιππος κατέλαβε τω 363 τα Άβδηρα και την Μαρώνειαν. Και όταν ηθέλησε να επεκταθή ανατολικώς, αντεπεξήλθε κρατερώς ο Αμάδοκος εναντίον του.
Τότε και ο Χάρης, στρατηγός Αθηναίος, ενίκησε παρά τον Έβρον Μακεδονικήν τινά στρατιάν171.
Φαίνεται όμως ότι ο Φίλιππος κατέλαβε την Μαρώνειαν τω 352 π.Χ. και όχι τω 363 εισβαλών εις την Θράκην με περισσοτέρους των 30 χιλιάδων ανδρών.
Του Αμαδόκου φέρεται στρατηγός Σεύθης ο Θράξ172.
Τοιουτοτρόπως ο Μακεδών, ελεύθερος πλέον από τα δύο μικρά δυτικά κράτη των Οδρυσών, ώρμησε κατά το έτος 352 π.Χ. εις την Ανατολικήν Θράκην και κατέλαβε το οχυρώτατον παρά την Προποντίδα Ηραίον τείχος.
Τότε εγκαταλειφθείς ο Κερσοβλέπτης υπό των Αθηναίων, οίτινες, ως είπομεν, συνεφιλιώθησαν με τον Φίλιππον, έσπευσε να κλείση ειρήνην μετ' αυτού και παρεδέχθη, όπως ο Φίλιππος κατέχη οριστικώς τας κυριευθείσας υπ' αυτού Θρακικάς πόλεις της βορείου και ανατολικής Θράκης.
Ο Δημοσθένης κακίζει την διαγωγήν των Αθηναίων, ότι εγκατέλειψαν τον Κερσοβλέπτην εις την τύχην του και έχασαν πολύτιμον σύμμαχον, συμβουλεύει δε αυτούς να πλεύσουν τάχιστα εις την Θράκην και με την βοήθειαν των συμμάχων Θρακών να καταλάβουν τα οχυρά χωρία, τα οποία κατέλαβεν ο Φίλιππος, το Σέρρειον, το Μυρτηνόν και την Εργίσκην και τοιουτοτρόπως προλάβουν τον Φίλιππον πριν εισπράξη πολλά χρήματα, στρατολογήση στρατιώτας και καταστή κατ' αυτόν τον τρόπον απρόσβλητος173.
Είνε βέβαιον, ότι αι παρά του Δημοσθένους προταθείσαι αρχαί πολιτικού προγράμματος ως προς τα πράγματα της Θράκης δεν έτυχον αποδοχής, τούτο δε επροξένησε μεγάλας ζημίας εις τας Αθήνας. Και όταν ο Φίλιππος επεφάνη το δεύτερον εις την Θράκην, ο Αμάδοκος, όστις ησθάνετο τον εαυτόν του προσβεβλημένον ένεκα της υπό των Αθηναίων προτιμήσεως του Κερσοβλέπτου και δεν ανέμενε παρ' αυτών προστασίαν, ουδεμίαν αντέταξε προς τον Φίλιππον αντίστασιν, αλλ' υπετάγη εις αυτόν174.
Αλλ' ο Κερσοβλέπτης κατά το 347 πάλιν διεφώνησε προς τον Φίλιππον, όστις τω 346 εισελθών εις την Θράκην κατέλαβε το Σέρρειον, τον Δορίσκον και άλλα τινά φρούρια, καθώς το Ιερόν όρος, φυσικόν οχύρωμα της Προποντίδος. Και πάλιν ο Κερσοβλέπτης ηναγκάσθη να συνθηκολογήση και έκτοτε εβασίλευσεν ως υποτελής πλέον των Μακεδόνων, έδωκε μάλιστα και τον υιόν του ως όμηρον. Επηκολούθησε δε συνθήκη μεταξύ Φιλίππου και Αθηνών, κατά την οποίαν αι Αθήναι δεν κατώρθωσαν να υποστηρίξουν προ του πανίσχυρου Μακεδόνος τον Κερσοβλέπτην, όστις απεκλείσθη από την συνθήκην ταύτην. Όταν δε επί τέλους εκηρύχθη οριστικώς ο πόλεμος μεταξύ Φιλίππου και Αθηνών, ο ατυχής, αλλ' επιμονώτατος Οδρύσης, ματαίως επεχείρησε να ανακαταλάβη τας οχυράς Θρακικάς πόλεις.
«Ο Δημοσθένης επιστρέψας εις Αθήνας από την αυλήν του Φιλίππου, όπου είχε μεταβή ως πρέσβυς μετ' άλλων, κατέδειξεν εις την βουλήν, ότι ένεκα κακόβουλων αναβολών επρόδωκαν τον Κερσοβλέπτην και τας εν Θράκη πόλεις»175.
Και ο Τήρης Γ', ο του Αμαδόκου υιός, υπεχώρησεν εις τον Κερσοβλέπτην και συνεκρούσθη με τον Φίλιππον, όταν ούτος συνεπλάκη με τους Αθηναίους. Πλην κατόπιν αιματηρών και πολυχρονίων αγώνων ο Φίλιππος εξεθρόνισε και τον Κερσοβλέπτην και τον Τήρην Γ'.
Τότε ο Φίλιππος ίδρυσε διαφόρους στρατιωτικάς αποικίας εις την βόρειον Θράκην, εκ των οποίων αι σημαντικώτεραι ήσαν η Φιλιππούπολις, η Βερόη και η Καβύλη, συνετέλεσαν δε αύται πάρα πολύ εις τον εξελληνισμόν του βορείου εκείνου τμήματος.
Τουναντίον κατέστρεψε πολλάς Ελληνικάς και Θρακικάς πόλεις της Χαλκιδικής και της Θρακικής ακτής και εξετόπισε τους κατοίκους εκ πολλών πόλεων. Τοιουτοτρόπως ο Φίλιππος κατέστη απόλυτος κύριος των Θρακομακεδονικών χωρών.
Η ακτή της Θράκης, ως λέγει ο Αππιανός, κατά τον παλαιόν καιρόν ήτο ερημοτάτη, μολονότι είνε γονιμωτάτη, διότι οι Θράκες ούτε ναυτικοί ήσαν ούτε κατήρχοντο εις τα παράλια φοβούμενοι τους Θαλασσινούς Έλληνας. Πλην αφότου την κατέλαβαν οι Έλληνες, οι οποίοι είνε θαλασσινοί, κατέστη ανθηρά εις το εμπόριον και την γεωργίαν, οι δε Θράκες ήσαν ευχαριστημένοι δια τα αγαθά αυτά. Μέχρις ότου ο Φίλιππος ο Αμύντου εξετόπισε και τους άλλους και τους Χαλκιδείς εις τοιούτον βαθμόν, ώστε μόνον τα οικόπεδα των ιερών να φαίνωνται και έρημος η ακτή176.
Τέλος κατά το 343 ο Κερσοβλέπτης υπετάχθη ολοτελώς εις τον Φίλιππον και κατόπιν εξεθρονίσθη εγκαταλειφθείς υπό των Αθηναίων, οίτινες εσυνθηκολόγησαν με τον Φίλιππον.
Την τοιαύτην ατάσθαλον προς τον Κερσοβλέπτην διαγωγήν των Αθηναίων δικαίως ψέγει ο Δημοσθένης, εξ αιτίας της οποίας έχασαν όχι μόνον την πολύτιμον συμμαχίαν του Κερσοβλέπτου, αλλά και τα οχυρά μέρη της Θράκης, τα οποία επωφεληθείς ο Φίλιππος κατέλαβεν177.
Ο δε Ισοκράτης συνιστών δια λόγους υπερτάτου πατριωτισμού την ειρήνην λέγει εις τους Αθηναίους καθαρά να μη φαντάζωνται, ότι Κερσοβλέπτης ή ο Φίλιππος θα πολεμήσουν δια την Αμφίπολιν, όταν ιδούν ότι πράγματι οι Αθηναίοι δεν εποφθαλμιούν να κατακτήσουν νέας χώρας. Διότι τόρα, προσθέτει ο διάπυρος και ειλικρινής πατριώτης, ευλόγως φοβούνται να κάμουν γείτονας τας Αθήνας προς τας δυναστείας των, διότι βλέπουν ότι οι Αθηναίοι δεν αρκούνται εις όσα έχουν, αλλ' ότι ορέγονται να αποκτήσουν περισσότερα. Άλλα επί τέλους θα είνε δυνατόν και από την Θράκην να αποκόψουν τόσην χώραν, ώστε όχι μόνον οι Θράκες να έχουν <ι>άφθονον, αλλά και όσοι εκ των Ελλήνων έχουν ανάγκην γαιών και δι' έλλειψιν αύτων πλανώνται να είνε δυνατόν να ικανοποιηθούν και να ζήσουν αυτάρκεις178.
Καθώς είπομεν ανωτέρω, ως εκ της εχθρικής στάσεως του προς τον Φίλιππον και της φιλίας του προς τους Αθηναίους ο Κερσοβλέπτης παρεχώρησεν εις αυτούς τας εις την Θρακικήν χερσόνησον Ελληνικάς αποικίας πλην της Καρδίας, εις ταύτας δε ο δήμος των Αθηναίων έστειλε κληρούχους. Κατόπιν όμως ο Φίλιππος αποκτήσας την εύνοιαν των εις την Θράκην Ελληνικών πόλεων, διότι υπεστήριζεν αυτάς κατά της κακοδιοικήσεως των Οδρυσών βασιλέων, εξεστράτευσε κατά της Θράκης. Διότι ο Κερσοβλέπτης επολιόρκει τας Ελληνικάς πόλεις, τας γειτονικάς προς την Θράκην και ελεηλάτει αυτάς. Θέλων λοιπόν ο Φίλιππος να περιορίση την ορμήν των Θρακών εξεστράτευσεν εναντίον των με πολλήν δύναμιν. Νικήσας δε εις πολλάς μάχας τους Θράκας, τους μεν υποταγέντας εξ αυτών διέταξε να δίδουν δεκάτην εις τους Μακεδόνας, αυτός δε κτίσας εις τα επίκαιρα σημεία της χώρας πόλεις αξιολόγους κατέπαυσε το θράσος των Θρακών, δια τον λόγον τούτον ακριβώς αι Ελληνικαί πόλεις, απαλλαγείσαι πλέον από τον φόβον των, κατετάχθησαν προθυμότατα εις την συμμαχίαν του Φιλίππου179.
Τοιουτοτρόπως από της εμφανίσεως των μεγάλων βασιλέων της Μακεδονίας Φιλίππου και Αλεξάνδρου εις το ιστορικόν πεδίον του Ελληνισμού το κράτος των Οδρυσών ήρχισε να παρακμάζη και ολονέν εδαφικώς να περιορίζεται. Όσον οι Μακεδόνες οργανώνονται, τόσον οι Οδρύσαι ταπεινώνονται.
Και ο Μέγας Αλέξανδρος εξηκολούθησε την ιδίαν με τον πατέρα του τακτικήν. Καταπαύσας τας εν Ελλάδι ταραχάς εξεστράτευσε κατά της Θράκης, η οποία είχεν επαναστατήσει εναντίον της Μακεδονικής κυριαρχίας. Προσβαλών δε πολλά εκ των Θρακικών εθνών, τα οποία είχον στασιάσει, τα εξηνάγκασε να πειθαρχήσουν180.
Πλην είνε φανερόν, ότι οι Μακεδόνες ουδέποτε κατώρθωσαν να επιτύχουν την ολοτελή και οριστικήν υποδούλωσιν της Θράκης και η δυναστεία των Οδρυσών εξηκολούθησε πάντοτε να βασιλεύη, αν και υποτελής, ευρισκομένη εις αδιαλείπτους και αιματηρούς πολέμους με τους Μακεδόνας.
Φαίνεται, ότι και ο Κερσοβλέπτης έκοψε νομίσματα εις τα Κύψελα, τα οποία μετά τον πατέρα του Κότυν είχε και αυτός πρωτεύουσαν.
Τα χάλκινα ταύτα νομίσματα φέρουν κεφαλήν γυναικείαν, έχουσαν την κόμην εν σφενδόνη και εις την άλλην όψιν αγγείον δίωτον με την επιγραφήν ΚΕΡ.
Κετρίπορις.
Υιός του Βηρισάδου, όστις, ως είπομεν, απέθανεν ενωρίς. Ο Κετρίπορις εκυβέρνησεν από το 357 π.Χ. το μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου βασίλειον των Οδρυσών ως πρεσβύτερος αδελφός επιτροπεύσας τους αδελφούς του.
Ο Θράξ ούτος δυνάστης μνημονεύεται ως σύμμαχος των Αθηναίων κατά του Φιλίππου εις επιγραφήν, ανακαλυφθείσαν εις την Ακρόπολιν, εις τον τόπον όπου εκτίσθη το Μουσείον. Η μετά των Αθηναίων συμμαχία έγινε κατά το έτος 356 π.Χ., συνετάχθη δε η επιγραφή επί Ελσίνου άρχοντος επί της Ιπποθωντίδος πρώτης πρυτανείας και φανερώνει την συμμαχίαν των Αθηναίων προς Κετρίποριν τον Θράκα και τους αδελφούς του, προς Λύππειον (Λύκκειον) τον Παίονα και προς Γράβον τον Ιλλυριόν εναντίον του Φιλίππου. Είνε δε η εςής.
Έδοξεν
τη βουλή και τω δήμω, Καλλισθένης είπεν . . . . . . του δήμου των Αθηναίων δέχεσθαι. ύνιος λέγει ο αδελφός ..... συνθέσθαι και τον δήμον Αθηναίων ... ων Κετριπόριδι και τοις αδελφοίς και Λυππείω τω Παιόνι και Γράβω τω Ιλλυριώ εψηφίσθαι τω δήμω τους μεν προέδρους, οι αν λάχωσι προεδρεύειν, προσαγαγείν προς τον δήμον εις την πρώτην εκκλησίαν181.
0ι Αθηναίοι πράγματι τον εβοήθησαν κατά του Φιλίππου, πλην ούτος κατά το 356 π.Χ. τον καθυπέταξε, κατά δε το 353 και το ανατολικώτερον βασίλειον του Αμαδόκου. Διότι, πριν ή ο Κετρίπορις και οι σύμμαχοί του μετά των Αθηναίων κάμουν τας απαιτουμένας προετοιμασίας, ο Φίλιππος ανέλαβεν αιφνιδίως τον αγώνα εναντίον των, οι δε Αθηναίοι, απησχολημένοι εντελώς εις τον συμμαχχικόν πόλεμον, δεν συμμετέσχον εις τον πόλεμον και οι Θράκες των δύο εκείνων βασιλείων υπετάγησαν. Οι Αθηναίοι απέβλεπον να διατηρήσουν τας Κρηνίδας182.
Τα χάλκινα του Κετριπόριδος νομίσματα φέρουν κεφαλήν Διονύσου πωγωνοφόρου και επί της άλλης όψεως κάνθαρον με επιγραφήν εις αυτήν ΚΕΤΡΙΠΟΡΙΟΣ.
Κοθήλας.
Έγινε γνωστός ο βασιλεύς ούτος από το εξής γεγονός.
Ο Φίλιππος είχε συνήθειαν πάντοτε κατά τους πολέμους να νυμφεύεται. Όταν δε εκυρίευσε και την Θράκην, ήλθε προς αυτόν Κοθήλας ο των Θρακών βασιλεύς οδηγών Μήδαν την θυγατέρα του και δώρα πολλά. Ο δε Φίλιππος, αφού την ενυμφεύθη, την υπεισήγαγεν εις την Ολυμπιάδα183.
Σχοστόκης, περί τα 350 π.Χ.
Δυνάστης Θραξ γνωστός μόνον από τα χάλκινα αυτού νομίσματα, τα οποία φέρουν κεφαλήν Απόλλωνος (;) δαφνοστεφή και εις την άλλην όψιν ιππέα καλπάζοντα με επιγραφήν ΣΚΟΣΤΟΚ.
Σεύθης Γ', 342 - 300 π.Χ.
Μακρά, ταραχώδης και σημαντική υπήρξεν η βασιλεία τούτου συνδεόμενη με την ανακήρυξιν του Λυσιμάχου, του ανδρειοτάτου σωματοφύλακος του μεγάλου Αλεξάνδρου, ως βασιλέως της Θράκης και των παρά τον Πόντον εθνών. Ο Λυσίμαχος ανεκηρύχθη βασιλεύς μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου κατά το 322 π.Χ. και εβασίλευσε πλέον των 40 ετών μέχρι του 280 π.Χ.
Εις την Ευρώπην απεσπάσθη εκ της χώρας, την οποίαν προηγουμένως εδιοικούσε ο Αντίπατρος, η Θράκη και ιδίως η Θρακική χερσόνησος, επιτραπείσα εις τον σωματοφύλακα Λυσίμαχον, στρατηγόν όντα άριστον και φίλον ωσαύτως του επιμελητού. Είνε δε πρόδηλον, ότι η Χερσόνησος είχεν εν μέρει τουλάχιστον την αξίαν της Ελλησποντίας Φρυγίας, διότι δι' ον λόγον ο ταύτης άρχων ήτο κύριος της από της Ασίας εις Ευρώπην διαβάσεως, δια τον αυτόν λόγον ο της Χερσονήσου άρχων προχείρως διέβαινεν από της Ευρώπης εις την Ασίαν184.
Είπομεν ανωτέρω, ότι η Θράκη υπέκυψεν επί Φιλίππου υπό την επικυριαρχίαν του. Πλην ζώντος εισέτι του Αλεξάνδρου ο εκ της βασιλικής οικογενείας των Οδρυσών δραστηριώτατος, πολεμικώτατος και πολυμήχανος Σεύθης Γ' είχε κινηθή. Μάλιστα κατά το 338 είχεν έλθει εις μυστικήν συνεννόησιν μετά των Αθηνών αποστείλας εκεί τον υιόν του. Μόλις όμως κατά το έτος 325 π.Χ. κατώρθωσε να απορρίψη την κηδεμονίαν των Μακεδόνων. Φαίνεται δε, ότι κατά τας αρχάς της οριστικής βασιλείας του περί το 331/0 π.Χ. ο Σεύθης δια του απεσταλμένου εις Αθήνας υιού του Ροιβούλα κατώρθωσε να καταλήξη εις συμμαχίαν με τους Αθηναίους. Ο Λυσίμαχος γενόμενος βασιλεύς της Θράκης πρώτους εκ των περιοίκων επολέμησε τους Οδρύσας185.
Κατόπιν δε εξεστράτευσε κατά του βασιλέως των Γετών Δρομιχαίτου. Κατά τον πρώτον προς τον Λυσίμαχον πόλεμον ο Σεύθης νικηθείς ηναγκάσθη να γίνη υποτελής και να χάση τας προς τον Εύξεινον Πόντον επαρχίας του. Όταν όμως ήρχισεν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του ακαταγωνίστου Μακεδόνος, αι Ελληνικαί του Ευξείνου Πόντου αποικίαι, Οδησσός, Κάλλατις, Κρουνοί, Ίστρος και λοιπαί, ωφελούμεναι από το περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας κήρυγμα του Αντιγόνου απεστάτησαν τω 313 π.Χ. Τότε και ο Σεύθης επανεστάτησε κατά του Λυσιμάχου νομίσας κατάλληλον την περίστασιν, όπως επιτεθή κατ' αυτού και καταστή ανεξάρτητος. Τον εβοήθει δε εις αυτό ο Αντίγονος, αντίπαλος του Λυσιμάχου.
Ο Λυσίμαχος διελθών την Θράκην και διαβάς τον Αίμον εστρατοπέδευσε πλησίον της Οδησσού (Βάρνης). Πολιορκήσας δε την πόλιν και καταπλήξας με την δύναμίν του, αποτελούμενην εξ είκοσι χιλιάδων πεζών και οκτώ χιλιάδων ιππέων, τους κατοίκους κατέλαβε την Οδησσόν. Επίσης κατέλαβε την πόλιν Ίστρον και επολιόρκησε την Κάλλατιν. Εις βοήθειαν της πόλεως ήλθον οι εις τα μέρη εκείνα κατοικούντες Σκύθαι και Θράκες. Και τους μεν Θράκας κατέπεισεν ο Λυσίμαχος να αποχωρήσουν, τους δε Σκύθας ενίκησεν εις μάχην κατά παράταξιν. Ενώ δε επολιόρκει την Κάλλατιν, δια να τιμωρήση τους αιτίους της αποστασίας, επληροφορήθη ότι ο Αντίγονος έστειλε βοήθειαν εις τους Καλλατιανούς κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Ταραχθείς ο Λυσίμαχος από την είδησιν ταύτην αφήκεν ένα μέρος του στρατού αρκετόν προς πολιορκίαν της πόλεως και έσπευσε να συναντηθή με τους πολεμίους. Μόλις όμως έφθασεν εις τον Αίμον, εύρε τον βασιλέα των Θρακών Σεύθην, αποστατήσαντα προς το μέρος του Αντιγόνου, να φυλάσση με πολύν Θρακικόν στρατόν τας παρόδους του Αίμου, δια των οποίων ο Λυσίμαχος ήθελε να διέλθη και να μεταβή εις την Θράκην. Συνάψας δε μάχην πολυχρόνιον και πολύνεκρον δι' αμφότερα τα στρατόπεδα εξεβίασε μετά ηρωικήν αντίστασιν του Σεύθου επί τέλους τα στενά και τας παρόδους του Αίμου και νικήσας κατόπιν τας δυνάμεις του Αντιγόνου συνέλαβεν αιχμάλωτον τον στρατηγόν αυτού Παυσανίαν, τον οποίον εφόνευσε. Και άλλους μεν εκ των αιχμαλωτισθέντων Μακεδόνων στρατιωτών ηλευθέρωσε και ατέλυσεν, άλλους δε κατέταξεν εις τα ιδικά του στρατεύματα186.
Οι οξύτατοι κατά των Οδρυσών αγώνες του Λυσιμάχου διήρκεσαν επτά έτη, ετελείωσαν δε επί τέλους κατά το έτος 313 π.Χ. ή 311. Ανεκήρυξε δε εαυτόν βασιλέα της Θράκης κατά το έτος 306 π.Χ.
Η πρώτη σύζυγος του βασιλέως Λυσιμάχου κατήγετο από τον δυναστεύοντα οίκον των Οδρυσών. Εξ αυτής απέκτησε δυο υιούς, τον Αγαθοκλήν και τον Αλέξανδρον. «Αλέξανδρος, γεγονώς εξ Οδρυσιάδος γυναικός»187.
Μετά τους πολέμους τούτους του Λυσιμάχου κατά των πόλεων του Ευξείνου ήρχισαν πλέον αι πόλεις αύται να εκπίπτουν και η επίδρασίς των επί των εγχωρίων Θρακικών φυλών να ελαττώνεται.
Μετά τον Λυσίμαχον εβασίλευσαν επ' ολίγον χρόνον εις την Θράκην εκ περιτροπής ο Σέλευκος και Πτολεμαίος, ο επιλεγόμενος Κεραυνός. Και ο βασιλεύς Αντίοχος κατέλαβε τω 194 π.Χ. την Θρακικήν χερσόνησον και εισέβαλεν εις την Θράκην. Επίσης Ευμένης ο Β' έλαβεν υπό την κατοχήν του την Θρακικήν χερσόνησον και ως φυσικόν αυτής παράρτημα την Αίνον και την Μαρώνειαν, ως και την λοιπήν νότιον Θράκην.
Ο Σεύθης ο Γ' διεκρίθη εν γένει δια την εξαιρετικήν του ανδρείαν και γενναιότητα, αλλά και δια την ευφυΐαν του και οξυδέρκειαν, ως και δια την περί τα πολεμικά μεγάλην εμπειρίαν.
Σεύθου του Γ' υπάρχουν χάλκινα νομίσματα ατελούς τεχνοτροπίας, έχοντα κεφαλήν Διός και επί της άλλης πλευράς ιππέα με επιγραφήν ΣΕΥΘΟΥ.
Ορσοάλτιος, περί τα 300 π.Χ.
Ο βασιλεύς ούτος είνε γνωστός μόνον από τα τετράδραχμα αυτού αργυρά νομίσματα, τα οποία είνε αντιγραφή των τετραδράχμων του Αλεξάνδρου με την διαφοράν ότι έχουν την επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΡΣΟΑΛΤΙΟΥ. Σκοστόκης, περί τα 300 π.Χ.
Δυνάστης Θραξ, φέρων το όνομα τούτο, το οποίον απαντά επί βαρβάρων απομιμήσεων των χρυσών και αργυρών νομισμάτων του Λυσιμάχου.
Κερσίβαυλος, περί τα 300 π.Χ. Κατά τους χρόνους του Λυσιμάχου.
Γνωστός μόνον από τα αργυρά τετράδραχμα νομίσματα, έχοντα Αλεξανδρινήν τεχνοτροπίαν και επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΕΡΣΙΒΑΥΛΟΥ188.
Κατά την εποχήν ταύτην, τω 279 π.Χ., εισέβαλον εις την Θράκην οι ΓΑΛΑΤΑΙ και έγιναν κύριοι του περισσοτέρου μέρους αυτής.
Οι Γαλάται ούτοι ήσαν αποσπάσματα του μεγάλου στρατού του Βρέννου, διαφυγόντες δε τον κίνδυνον εις τους Δελφούς ετράπησαν προς την Μακεδονίαν και Θράκην και φθάσαντες εις τον Ελλήσποντον δεν επέρασαν εις την Ασίαν, αλλ' έμειναν εις την Θράκην και εγκατεστάθησαν εις τους περί το Βυζάντιον τόπους. Και ο μεν Βρέννος ήτο αρχηγός του κατά των Παιόνων στρατού, ο δε Κερέθριος του στρατού, όστις εστράφη κατά των Οδρυσών και των Τριβαλλών189.
Καθυποτάξαντες δε τους Θράκας κατέστησαν πρωτεύουσάν των την Τύλην (σήμερον Τύλοβο, παρά την πόλιν Κιζανλήκ) και έφερον εις μεγάλον κίνδυνον τους Βυζαντίους μέχρι του Γαλάτου βασιλέως Καυάρου, επί του οποίου κατελύθη μεν η βασιλεία των Γαλατών, κατεστράφη δε ολόκληρον το εις την Θράκην εγκατασταθέν γένος των Γαλατών υπό των Θρακών, οι οποίοι επεκράτησαν εκ μεταβολής της τύχης και των πραγμάτων190.
Η πρωτεύουσα των Γαλατών Τύλις ήτο κτισμένη εις τας νοτίας υπωρείας του Αίμου191.
Διήρκεσε δε το εις την Θράκην βασίλειον των Γαλατών μόνον εξήντα έτη. Πρώτος αυτών βασιλεύς υπήρξεν ο Κομοντόριος, τελευταίος δε ο Καύαρος περί τα 219 - 200 π.Χ., επί του οποίου επαναστατήσαντες οι Θράκες και καταλύσαντες την κυριαρχίαν των Γαλατών επανέκτησαν την ελευθερίαν των.
Ο Κάυαρος ήτο εξαίρετος βασιλεύς. Μεγαλόφρων και φύσει ευγενής και ιπποτικός έδιδε μεγάλην ασφάλειαν και βοήθειαν εις τους εμπόρους, τους ταξιδεύοντας εις τον Εύξεινον, κατά των Θρακών, εχορηγούσε δε άφθονα εφόδια εις τους Βυζαντίους δια τους πολέμους των εναντίον των Θρακών και των Βιθυνών192.
Από τα νομίσματα των εν Θράκη Γαλατών βασιλέων εξάγεται, ότι και αυτοί υπέστησαν την επίδρασιν του Ελληνισμού, διότι εξέδωκαν τοιαύτα με Ελληνικά γράμματα.
Σεύθης Δ', περί τα 200 π.Χ.
Η Θράκη επ' αυτού είχεν απαλλαχθή από τους Γαλάτας και αποκτήσει την ελευθερίαν της.
Κότυς Β', περί τα 171 - 162 ή μάλλον 168 - 142 π.Χ.
Ήτο υιός του Σεύθου Δ' και απέβη ο ισχυρότατος των Θρακών ηγεμόνων και ο πλέον εμπειροπόλεμος βασιλεύς των Οδρυσών. Ο Κότυς ούτος είνε γνωστότατος εις την Ελληνικήν ιστορίαν, άξιος δε μεγάλης προσοχής, διότι ως πολιτισμένος Θραξ και φύσις εξαιρετική ανύψωσε τον θρόνον των Οδρυσών και έφερε τους Οδρύσας με την Ελλάδα εις στενωτάτας σχέσεις. Cotys Seuthae filius, rex gentis Odrysarum193.
Ο βασιλεύς Κότυς ήτο ανήρ διακρινόμενος εμπράκτως εις τους πολέμους και δια την μεγάλην του κρίσιν, σπουδαίος κατά τα άλλα και άξιος φιλίας, διότι ήτο αξιόπιστος. Ήτο δε σώφρων και καθ' υπερβολήν νηφάλιος, το δε μεγαλείτερον αυτού προτέρημα ήτο, ότι ήτο εντελώς απηλλαγμένος από τα κάκιστον ελάττωμα, το οποίον διέκρινε και εχαρακτήριζε τους Θράκας, την μέθην194.
«Κότυς, ανήρ ην αξιόλογος .... και πραότητα και βάθος υπέφαινεν ελεύθερον»195.
Δυστυχώς ο Κότυς ήτο φιλάργυρος, τούτο δε τον έβλαψε πολιτικώς.
Ο Κότυς ήτο ανήρ αξιόλογος εις τας σχέσεις και την διαγωγήν και διεκρίνετο δια την λεπτότητα και την πολιτικήν του εμπειρίαν, προς τούτοις δε κατά την ψυχήν ήτο κάθε άλλο ή Θραξ. Διότι και νηφάλιος ήτο και πραότητα είχε και τρόπον είχε πολύ ελευθέριον196.
Ο Κότυς ήτο βασιλεύς τόσον γενναίος εις τας μάχας, όσον και επιτήδειος εις τα συμβούλια. Ήτο Θραξ μόνον ως προς την καταγωγήν, χωρίς να έχη τι από τα ήθη του έθνους του. Υπόδειγμα λιτότητος και εγκρατείας, ηγαπάτο παρ' όλων δια την επιείκειαν και την μετριοπάθειάν του. «Thrax ex genere solo, non moribus ; nam et unicae sobrietatis ac temperantiae fuit idemque clementia et moderatione animi plane amabilis197.
Εις τούτον υπήρχε και ψήφισμα των Αβδηριτών, ευρεθέν εις την μητρόπολιν των Αβδήρων Τέων, σχετικόν προς πρεσβείαν του Βίθυος, υιού του Κότυος, μετ' άλλων πρεσβευτών αποσταλέντων εις Ρώμην.
Επειδή χρείας τω δήμω γενομένης πρεσβείας εις Ρώμην υπέρ της πατρίου χώρας περί ης επιδούς αξίωμα βασιλεύς Θρακών Κότυς τη συγκλήτω δια τε του υιού αυτού και των αμ' εκείνω εξαποσταλέντων υπ' αυτού πρεσβευτών ήτειτο την πάτριον ημών χώραν198.
Η βασιλεία του Κότυος συνδέεται στενώτατα με τα γεγονότα του ισχυρότατου Ρωμαϊκού κράτους της εποχής εκείνης και την βασιλείαν του Περσέως, τελευταίου βασιλέως των Μακεδόνων. Η ανάμιξις των Ρωμαίων εις τα Μακεδονικά και εν μέρει εις τα Θρακικά πράγματα είχεν αρχίσει ακόμη επί του Φιλίππου, πατρός του Περσέως και του Δημητρίου.
Ο Φίλιππος ούτος, ο προτελευταίος Μακεδών βασιλεύς, εξαναγκασθείς υπό των Ρωμαίων απεχώρησεν από τας εν Θράκη Ελληνικάς πόλεις, τας οποίας είχον οι Μακεδόνες υπό την εξουσίαν των από της εποχής ακόμη του Λυσιμάχου, τελείως στενάζων και βαρύθυμος. Διελθών δε δια μέσου της Θράκης εισέβαλεν εις την χώραν των Οδρυσών, των Βησσών και των Δανθαλητών. Παραγενόμενος δε εις την Φιλιππούπολιν, επειδή οι κάτοικοι αυτής έφυγον εις τας ακρωρείας της Ροδόπης, εκυρίευσε την πόλιν εξ εφόδου. Κατόπιν έκαμεν επιδρομήν εις ολόκληρον την πεδιάδα και άλλας μεν πόλεις πολιορκήσας εκυρίευσεν, άλλαι δε ηναγκάσθησαν να συνθηκολογήσουν και να υποταχθούν χωρίς αιματοχυσίαν και τοιουτοτρόπως επέστρεψεν, αφού αφήκε φρουράν εις την Φιλιππούπολιν. Η πόλις όμως αυτή εκυριεύθη υπό των Οδρυσών μετά τινά χρόνον, διότι ούτοι παρέβησαν τους όρους της συνθήκης με τον Φίλιππον199.
Ο Κότυς κατ' αρχάς δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, εφόσον δηλαδή υπερίσχυεν ο προτελευταίος Μακεδών βασιλεύς Φίλιππος και κατόπιν ο υιός του Περσεύς, υπεστήριζε τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων.
Κατόπιν όμως εστράφη προς τον Περσέα, όστις υπεστήριζε τον Κότυν200.
Εις τας χώρας τας προς ανατολάς της Μακεδονίας κατά τον κάτω Δούναβιν ο ισχυρότατος των Θρακών ηγεμόνων, ο βασιλεύς των Οδρυσών και αρχών όλης της ανατολικής Θράκης από του Έβρου ποταμού, του αποτελούντος το μακεδονικόν σύνορον, μέχρι των παραλίων, τα οποία ήσαν πλήρη Ελληνικών πόλεων, ο συνετός και ανδρείος Κότυς συνεμάχει ειλικοινώς προς τον Περσέα201.
Μετά δε τον θάνατον του Φιλίππου τω 179 π.Χ. ο βασιλεύς των Μακεδόνων Περσεύς, υιός του Φιλίππου και αδελφός του Δημητρίου, καταλαβών τον πατρικον θρόνον τω 179 π.Χ, ηναγκάσθη να ανανεώση την προς τους Ρωμαίους πατρικήν φιλίαν. Ο νέος βασιλεύς εκληρονόμησε μεν το κατά των Ρωμαίων μίσος του πατρός, αλλ' όχι και την ικανότητα αιυτού. Εις την πρώτην δε περίστασιν, κατά το έτος 173 π.Χ., κατώρθωσε να καθυποτάςη μέγα μέρος της Ηπείρου και Θεσσαλίας και με το ναυτικόν του ενωχλούσε συχνά τους Ρωμαίους.
Μεταξύ ΙΙερσέως και Ρωμαίων συνέβη τω 171 π.Χ. πλησίον της Λαρίσης η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ των ιππέων και των ψιλών των δύο στρατευμάτων.
Προς ενίσχυσιν του Περσέως ήλθον εκ της Σιντικής Ηρακλείας τρεις χιλιάδες ελεύθεροι Θράκες έχοντες εθνικόν αρχηγόν. Τους Παίονας ώπλισε και ωδήγησεν ο εκ Παιονίας Δίδας, ο δολοφόνος του ατυχούς νεαρού Δημητρίου.
Ο δε Κότυς, ηγούμενος χιλίων επιλέκτων Θρακών ιππέων, κατά την μάχην εκείνην απέκρουσε και διασκόρπισε το Ιταλικόν ιππικόν.
Ο Περσεύς εξηκολούθει κατόπιν να παρασκευάζεται κατά της Ρώμης αλλ' όμως μετά την μάχην εκείνην ουδέν σοβαρόν και αξιόλογον συνέβη μεταξύ αυτού και των Ρωμαίων. Ο Περσεύς ενίκησε τον Γένθιον, ετιμώρησε τους Δαρδανίους ως συμπράξαντας με τους Ρωμαίους, δια δε του Κότυος εξεδίωξεν από την Θράκην όλους τους Ρωμαΐζοντας Θράκας.
Τα όπλα του Περσέως δεν υπήρξαν ολιγώτερον ευτυχή εις την Θράκην, όπου είχεν οδηγήσει τα στρατεύματά του προς βοήθειαν του Κότυος, τον οποίον είχον προσβάλει ο Ατβέσβης και ο Κόρραγος. Ο Κότυς άλλως τε ημύνθη μετά θάρρους202.
Τέλος ο πόλεμος ανετέθη κατά το 168 π.Χ. υπό της Ρώμης εις τον στρατηγόν Παύλον Αιμίλιον, άνδρα διαπρεπή δια την σύνεσιν και τόλμην. Ο Αιμίλιος προσέβαλε τον Περσέα εις την πόλιν Πύδναν της Θεσσαλίας και κατόπιν μάχης, η οποία ήτο μεν ασύντακτος, αλλ' οξεία και επίμονος, υπερίσχυσαν οι Ρωμαίοι και κατεδίωξαν τους Μακεδόνας μέχρι της θαλάσσης.
Ο Περσεύς νικηθείς κατώρθωσε με τον εκεί πλησίον παραπλέοντα στόλον του να διαφύγη εις την Αμφίπολιν. Εκείθεν, αφού έβαλεν εις τα πλοία του όσα χρήματα ειμπόρεσε να συνάξη, έπλευσε την νύκτα εις την Σαμοθράκην, την οποίαν αυτός τότε εξουσίαζεν. Από την Σαμοθράκην προσεπάθησε να φύγη την νύκτα και θα κατώρθωνε να διαφύγη και να έλθη εις τον βασιλέα των Θρακών Κότυν, εάν δεν τον εγκατέλειπον οι Κρήτες μισθοφόροι του. Τότε δε ηναγκάσθη να καταφύγη εις το ιερόν των Καβείρων. Αλλ' οι Σαμόθρακες, οίτινες ήσαν υπό την εξουσίαν των Ρωμαίων, αυτοί οι ίδιοι, η νήσος και ο ναός των, διότι οι Ρωμαίοι κατέπλευσαν εις την Σαμοθράκην καταδιώκοντες τον Περσέα, δεν ειμπορούσαν να παραγνωρίσουν την σημασίαν των επιπλήξεων του Ατιλίου, ζητούντος να απομακρύνουν τον Περσέα από το ιερόν. Απέστειλαν λοιπόν τον Θεώνδαν, τον πρώτον άρχοντα ή βασιλέα των, καθώς τον ονομάζουν, να ανακοινώση εις τον Περσέα, ότι ο Κρης Εύανδρος κατηγορείτο επί φόνω και ότι δικαστήριον, το οποίον είχε σύσταση υπό των προγόνων των, ήτο επιφορτισμένον να δικάζη τους φέροντας όπλα εις τον ιερόν περίβολον του ναού ότι, εάν ο Εύανδρος, ισχυρός εν τη αθωότητί του, ηδύνατο να καταρρίψη την βαρύνουσαν αυτόν θανάσιμον κατηγορίαν, ήτο ελεύθερος να προσέλθη προς υπεράσπισιν του δικαίου του' εάν εφοβείτο δε την δίκην, έπρεπε να παύση μιαίνων τον ναόν δια της παρουσίας του και να φροντίση δια την ασφάλειάν του.
Αλλά τότε ο Περσεύς, πριν ή ακόμη συλληφθή αιχμάλωτος υπό των Ρωμαίων, εφόνευσε τον στρατηγόν του Εύανδρον εις τον ιερόν περίβολον του ναού φοβούμενος, μήπως ούτος προβή εις αποκαλύψεις δια την εν Δελφοίς κατά του Ευμένους επιβουλήν, ως ιστορεί Δίων ο Κάσσιος, διέδωκε δε κατόπιν καταλλήλως, ότι ο Εύανδρος ηυτοκτόνησε.
Και πράγματι, εάν ο Εύανδρος είχε φονεύσει τον Ευμένην εις τους Δελφούς, ο Περσεύς εφόνευσε τον Εύανδρον εις την Σαμοθράκην.
Τοιουτοτρόπως δύο φοράς είχε χύσει ανθρώπινον αίμα και εμίανε τους δυο ιερωτέρους ναούς του κόσμου. Δωροδοκήσας όμως αμέσως τον ιεροφάντην Θεώνδαν ηθωώθη και μέσον αυτού ανεκοίνωσεν εις τον λαόν, ότι ο Εύανδρος είχεν αυτοκτονήσει.
Αθωωθείς κατ' αυτόν τον τρόπον ο ιερόσυλος Περσεύς απεπειράθη να δραπετεύση προς τον φίλον του βασιλέα των Οδρυσών Κότυν, διότι και. μετά την τοιαύτην του αθώωσιν οι Σαμόθρακες ηξίωσαν να εγκαταλείψη αμέσως το ιερόν έδαφος της νήσου. Πλην ο διοικητής του Ρωμαϊκού στόλου Γνάϊος Οκτάβιος τον συνέλαβε και τον απέστειλεν εις την Ρώμην203.
Είνε αληθές, ότι παρ' όλην την άστατον διαγωγήν, την οποίαν είχε δείξει ο Περσεύς προς τους Ρωμαίους, οτέ μεν συνδεόμενος δια φιλίας προς αυτούς, οτέ δε πάλιν με ισχυρόν στρατόν πολεμών αυτούς, π ύπατος Αιμίλιος προσεφέρθη προς αυτόν φιλανθρώπως και ιπποτικώτατα. Τοιαύτη άλλως τε ήτο συνήθως η διαγωγή και η πολιτεία της Ρώμης, μεγαλόφρων και ιπποτική, προς τους ηττημένους.
Εις τους αγώνας, οι οποίοι διεξήχθησαν εις την Ρώμην προς τιμήν του Παύλου Αιμιλίου, ο δυστυχής των Μακεδόνων βασιλεύς, ο αιχμάλωτος Περσεύς, ευρίσκετο εις μίαν άμαξαν μαζί με τους δύο υιούς του και την θυγατέρα του.
Μετά την τελετήν οι Ρωμαίοι ενέκλεισαν τον Περσέα και τα τέκνα του εις τον εν Άλβαις κάρκαρον, εις όρυγμα δηλαδή κατάγειον και πλήρες σκότους, όπου και απέθανε κατά το έτος 166 π.Χ.
Λέγεται, ότι οι Ρωμαίοι κατ' αρχάς εξώρισαν αυτόν οικογενειακώς εις την βόρειον Αφρικήν και ότι αργότερον μετέφερον αυτόν και τον ενέκλεισαν εις τον εν Άλβαις της Ιταλίας κάρκαρον, όπου και απέθανεν204.
Εις δε τον στρατηγόν Παύλον Αιμίλιον επιστρέψαντα εις την Ρώμην έγινε λαμπροτάτη υποδοχή και πομπή των νικητηρίων. Η σύγκλητος εψήφισε πολλά υπέρ αυτού, διότι έστειλεν εις την Ρώμην όλα τα λάφυρα, όσα από τον πόλεμον συνήθροισεν, έστειλε δε και τον Βίθυν, τον υιόν του Κότυος, ως και τον Περσέα, την σύζυγόν του, τους τρεις παίδας αυτού, ως και τους θησαυρούς του, οι οποίοι ανήρχοντο εις 600 τάλαντα, δηλαδή εις τριάκοντα επτά εκατομμύρια χρυσών δραχμών205.
Ο Περσεύς εθεωρήθη από την σύγκλητον της Ρώμης ως ο μόνος υπαίτιος της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Εις αυτόν απέδωκαν την επανάστασιν των Θεσσαλικών πόλεων και δια τούτο συνεχώρησαν αυτάς. Τοιουτοτρόπως ο Περσεύς ήτο ο τελευταίος Μακεδών βασιλεύς και από το έτος 168 π.Χ. η Μακεδονία με την δυτικήν Θράκην έγινε πλέον επαρχία Ρωμαϊκή.
Ο Κότυς είχε βεβαίως αναμιχθή κατ' ανάγκην εις τα ζητήματα της εγγύς Μακεδονίας. Και τον υπεστήριζαν μεν οι Ρωμαίοι, οίτινες τον υπελόγιζον ως σημαντικώτατον πολεμικόν παράγοντα, διετέλει μάλιστα υπό την επιρροήν αυτών, πλην είχε προηγουμένως υποχρέωση να υποκύψη εις τον Περσέα και έδωκεν ως όμηρον και αυτόν τον υιόν του Βίθυν.
Τούτον όμως οι Ρωμαίοι, μολονότι προηγουμένως τον εφυλάκισαν με τον Περσέα, υπολογίζοντες πάντοτε εις την σύνεσιν και την δύναμιν του πατρός του Κότυος, τον έδοσαν μετά τινάς διατυπώσεις εις τον πατέρα του άνευ λύτρων.
Καθόσον ο βασιλεύς των Οδρυσών Κότυς έστειλε πρέσβεις εις την Ρώμην αξιών να τω αποδοθή ο υιός του, δικαιολογούμενος δια την σύμπραξίν του με τον ΙΙερσέα ότι συνέπραξεν ως εκ των αναγκαίων συνθηκών, υπό τας οποίας ευρίσκετο το κράτος των Οδρυσών. Οι δε Ρωμαίοι, θεωρήσαντες ότι επί του προκειμένου ήτο εις αυτούς σημαντικώτατον κέρδος η κατάπαυσις τον προς τον Περσέα πολέμου και η καθυπόταξις της Μακεδονίας, λαβόντος τοιαύτην ευτυχή έκβασιν, και μη θέλοντες να εντείνουν περισσότερον την μετά του Κότυος διαφοράν των, επέτρεψαν εις αυτόν να λάβη οπίσω τον υιόν του. Άλλως τε ο Βίθυς εδόθη ως όμηρος εις τον Περσέα και κατά σύμπτωσιν έτυχε να ευρίσκεται μαζί με τα τέκνα του Περσέως και να αιχμαλωτισθή μετ' αυτών. Τον απέδοσαν λοιπόν εις τον Κότυν θέλοντες να δείξουν την πραότητα, τας ειρηνικάς διαθέσεις και την μεγαλοψυχίαν των και τρόπον τινά να δεσμεύσουν τον Κότυν δια της τοιαύτης ευεργεσίας206.
«Δυσκολώτερον ήτο να ληφθούν μέτρα κατά του Κότυος εις την Θράκην, εκτός δε τούτου τον Κότυν ηδύναντο να μεταχειρισθούν οι Ρωμαίοι εναντίον του Ευμένους. Εδόθη λοιπόν συγγνώμη εις αυτόν και απεδόθη ο εν Ρώμη ομηρεύων υιός»207.
Προς τον κράτιστον λοιπόν βασιλέα των εν Θράκη Οδρυσών, τον χρηστότατον σύμμαχον του Περσέως, «τον δυσπρόσιτον εις τους Ρωμαϊκούς στρατούς, χρήσιμον δε εν ανάγκη κατά του Ευμένους Β' της Περγάμου» προσηνέχθησαν οι Ρωμαίοι οι μετά πολλής φειδούς και ευμενούς επιφυλάξεως208.
Ο Κότυς, ως εξάγεται εξ επιγραφής, ευρεθείσης παρά τον Πύργον του Ευξείνου, όπου υπήρχεν αρχαία Ελληνική πολίχνη, είχε πολιτικάς σχέσεις με τινά εκ των εκεί Ελληνικών αποικιών, πιθανόν την Απολλωνίαν, όπου έστειλε τον υιόν του Ραισκούποριν. Περισσότερα δεν γνωρίζομεν δυστυχώς, διότι το μεγαλείτερον μέρος της επιγραφής ταύτης εχάθη και η απώλεια αύτη είνε μεγίστη, διότι εξ αυτής θα εδιδασκόμεθα πολλά δια την πολιτικήν ιστορίαν της Θράκης κατά την σκοτεινήν εκείνην εποχήν209.
Εις τον Κότυν τούτον ανήκουν κατά πάσαν πιθανότητα νομίσματα αργυρά, έχοντα επί της μιας όψεως κεφαλήν Διονύσου, επί δε της άλλης Ηρακλέα ιστάμενον, με την σημαντικωτάτην επιγραφήν ΚΟΤΥΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡ. Η περίεργος αύτη επιγραφή έχει αναλόγους μόνον την επί αρχαϊκών νομισμάτων της εν Κρήτη Γόρτυνος ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΤΟ ΠΑΙΜΑ, και του βασιλέως Σεύθου, ΣΕΥΘΑ ΚΟΜΜΑ.
Βύζης.
Μετά την εξορίαν και τον θάνατον του Περσέως ανεφάνη κατά το 150 π.Χ. εις την Μακεδονίαν Ανδρίσκος τις, όστις έλεγεν ότι είνε δήθεν ο υιός του Περσέως Φίλιππος, δια τούτο δε ωνομάσθη Ψευδοφίλιππος. Ούτος κατώρθωσε να καθυποτάξη την Μακεδονίαν και μέρος της Θεσσαλίας, ενίκησε μάλιστα κατ' αρχάς τα υπό τον Ιουβενάλιον ρωμαϊκά στρατεύματα. Τέλος κατέφυγεν εις την Θράκην και δύναμιν συναθροίσας συνεπλάκη με τον Ρωμαίον στρατηγόν Μέτελλον. Οι πρόμαχοι όμως ετράπησαν εις φυγήν και το συμμαχικόν του στράτευμα διεσκορπίσθη και αυτός προδοθείς υπό του Θρακός δυνάστου Βύζου συνελήφθη αιχμάλωτος κατά το 148 π.Χ. και ετιμωρήθη υπό των Ρωμαίων210.
Κατά Διόδωρον τον Σικελιώτην ο Ανδρίσκος έμαθεν ότι ο βασιλεύς των Θρακών Τήρης είχε γυναίκα, η οποία ήτο θυγάτηρ του βασιλεύσαντος Φιλίππου, και ως εκ τούτου ήλθεν εις την Θράκην προς τον Τήρην, όστις τω έδωκε μικράν στρατιωτικήν δύναμιν και βασιλικόν διάδημα. Ο Τήρης συνέστησε τον Ανδρίσκον και εις άλλους Θράκας δυνάστας, από τους οποίους έλαβε στρατιωτικάς ενισχύσεις. Και προσκληθείς επορεύθη προς Βαρσαβάν, τον βασιλέα των Θρακών, έπεισε δε αυτόν να λάβη μέρος εις την εκστρατείαν κατά των Ρωμαίων και να τον συνοδεύση εις την Μακεδονίαν, αμφισβητούντα την βασιλείαν των Μακεδόνων ως πατρικήν. Καταδιωχθείς όμως υπό των Μακεδόνων ο Ψευδοφίλιππος έφυγεν εις την Θράκην211.
Διήγυλις, επί Αττάλου Β' (135-140 π.Χ.).
Ο ηγεμών ούτος των Θρακών Διήγυλις, μολονότι παρέλαβε βασιλείαν αρκετά ισχυράν (εκ τούτου δε ενισχυόμεθα εις την γνώμην ημών, ότι διεδέχθη τον Κότυν Β') και παραδόξως συνέτρεχον ευμενείς δια την βασιλείαν του συνθήκαι και όλα τα αγαθά, εν τούτοις δεν εκυβέρνα τους υποτελείς του, ως να ήσαν φίλοι και σύμμαχοι, αλλ' εδέσποζεν επ' αυτών ωμώς, ωσάν να ήσαν εξαγορασμένα ανδράποδα ή αιχμάλωτοι πολέμου.
Κυριεύσας την Λυσιμάχειαν της Θρακικής χερσονήσου, η οποία ήτο υποτελής εις τον Άτταλον, έκαυσε την πόλιν και έσφαξεν ωμότατα τους κατοίκους. Κατά την ωμότητα μάλιστα υπερέβη όλους τους Θράκας δυνάστας. Και ενώ ο Άτταλος εφέρετο επιεικώς και φιλανθρώπως προς τους αίχμαλωτισθέντας Θράκας και τους απέλυεν, ο Διήγυλις τουναντίον τους απολυομένους τούτους αιχμαλώτους και επανακάμπτοντας εις τας πατρίδας των τους εξύβριζε με τον βαναυσότερον τρόπον και τους ετιμωρούσε με παράνομα και απάνθρωπα κτυπήματα212.
Ο Διήγυλις, συγγενής ων εκ κηδεστίας του βασιλέως των Βιθυνών Προυσίου, έστειλεν εις αυτόν κατ' αίτησίν του πεντακοσίους Θράκας οπλίτας213.
Βραδύτερον ο Ευμένης, υιός του βασιλέως Αττάλου και σύμμαχος των Ρωμαίων, αφού προηγουμένως επολέμησε τον Περσέα, εκστρατεύσας εις την Θράκην καθυπέταξε τον βασιλέα των Καινών Διήγυλιν214.
Ζιβέλμιος, επί Αττάλου Γ' (139-134 π.Χ.).
Ο υιός του Διηγύλιος Ζιβέλμιος, όστις τον διεδέχθη εις τον θρόνον των Οδρυσών, υπήρξεν ωμότερος και αγριώτερος του πατρός του. Ούτος εφθόνησεν, ως φαίνεται, τα κακουργήματα του πατρός του και έφθασεν εις τοιούτο σημείον ωμότητας και παρανομίας, ώστε ετιμωρούσε μίαν ολόκληρον πόλιν, όταν και ένας ακόμη πολίτης έσφαλλε. Και δια την πλέον παραμικράν και ασήμαντον αιτίαν άλλους μεν διεμέλιζεν, άλλους εσταύρωνε, άλλους δε έκαιε ζωντανούς. Πολλάκις έσφαζε τα τέκνα εις τους κόλπους των γονέων των έμπροσθέν των, κατόπιν έκοπτεν εις τεμάχια τα σώματά των, διέτασσε να τα μαγειρεύσουν και τα παρέθετε κατόπιν εις τους πλησιέστερους συγγενείς των ανανεώνων κατ' αυτόν τον τρόπον τα παλαιά εκείνα του Τηρέως ή τα Θυέστεια δείπνα.
Επί τέλους οι Θράκες τον συνέλαβον και είχον μεν σκοπόν να διαπράξουν κατ' αυτού τα ίδια και να τον κομματιάσουν, πλην απλώς τον εθανάτωσαν215.
Μετά τον οικτρόν τούτον βασιλέα αρχίζει να επικρατή σύγχυσις εις τα της δυναστείας των Οδρυσών, ήτις κυρίως σημειώνεται από την εποχήν της καταλύσεως του Μακεδονικού βασιλείου. Το κράτος των Οδρυσών αρχίζει να παρακμάζει πλέον, τα δε όριά του περιορίζονται σχεδόν από τας εκβολάς του Έβρου και. εις το εσωτερικόν μόνον της ανατολικής Θράκης μέχρι του Δουνάβεως και των εκβολών του. Η ιδία σύγχυσις επικρατεί και εις τα ονόματα, την διαδοχήν και την χρονολογικήν σειράν των Οδρυσών βασιλέων και δυναστών, ασήμαντων κατά το πλείστον η ανισχύρων.
Μόστις.
Περί τα τέλη ή μέσα του δευτέρου π.Χ. αιώνος. Γνωστός μόνον από τα αργυρά του τετράδραχμα, τα οποία επί της πρόσθιας όψεως έχουν την εικόνα του Μόστιδος με επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΟΣΤΙΔΟΣ και χρονολογίαν έτους ΙΓ, ΚΒ ή ΛΗ, ενίοτε δε και όνομα άρχοντος, ΕΠΙΣΑΔΑΛΟΥ. Επίσης υπάρχουν και χάλκινα νομίσματα, φέροντα έμπροσθεν κεφαλήν Απόλλωνος και όπισθεν ίππον.
Δημήτριος.
Κατά τας αρχάς του πρώτου π.Χ. αιώνος.
Υπάρχει νόμισμα αυτού αργυρούν, φέρον κεφαλήν Διονύσου και επί της άλλης όψεως ιππέα τρέχοντα ολοταχώς, κραδαίνοντα δόρυ, εις το πεδίον σταυρόν, με επιγραφήν ΔΗΜΗΤ.
Διξατελμεύς.
Κατά τον πρώτον π.Χ. αιώνα.
Σώθιμος.
Κατά τον πρώτον π.Χ. αιώνα. Ίσως τω 93 π.Χ.
Σαδάλας Α'.
Υιός και διάδοχός του. Ίσως τω 81 π.Χ.
Κότυς Γ', τω 58 - 48 π.Χ.
Υιός του Σαδάλα. Ούτος γενόμενος βασιλεύς κατέπεισε τον ανθύπατον Πείσωνα να δολοφονήσει τους πρέσβεις διαφόρων Θρακικών εθνών και συμμαχήσας κατόπιν με τον Πομπήιον ετάχθη εναντίον του Καίσαρος216.
Υπάρχουν χάλκινα νομίσματα, φέροντα την κεφαλήν του Κότυος με διάδημα και επί της άλλης όψεως αετόν επί κεραυνού, με επιγραφήν ΚΟΤΥΟΣ ή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΟΤΥΟΣ.
Σαδάλας Β', από του 48 - 42 π.Χ. Υιός και διάδοχος του Κότυος.
Τούτου υπάρχουν χάλκινα νομίσματα, έχοντα κεφαλήν του Σαδάλου με διάδημα και εις την άλλην όψιν αετός επί κεραυνού, με επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΑΔΑΛΟΥ.
Κόσων, περί τα 42 π.Χ.
Υπάρχουν αυτού αργυρά νομίσματα, φέροντα επί της μιας όψεως τον ύπατον Βρούτον μεταξύ δύο ραβδούχων με επιγραφήν ΚΟΣΩΝ και επί της άλλης όψεως αετόν κρατούντα στέφανον.
Σαδάλας Γ'.
Ίσως ο ίδιος λέγεται και Αδάλας.
Κατά τον Πλούταρχον ο Αντώνιος εκ των εις την Ρώμην υπηκόων βασιλέων είχε σύμμαχον τον βασιλέα της Θράκης Αδάλαν217.
Ο Καίσαρ έστειλε τον Λούκιον Κάσσιον Λογγίνον εις την Μακεδονίαν, ενικήθη δε ούτος φοβερά υπό του Σκιπίωνος και του Θρακός βασιλέως Σαδάλου.
Ακολούθως ο Καίσαρ, μολονότι ο Σαδάλας με τον Γαλάτην Δηϊόταρον έλαβε μέρος εις την μάχην ως σύμμαχος του Πομπηίου εναντίον του, τον συνεχώρησε και δεν τον έβλαψεν218.
Ο Σαδάλας έλαβεν ως σύζυγον την Ελληνίδα Πολεμοκράτειραν. Περί τούτου δε μαρτυρεί αναθηματική επιγραφή, την οποίαν αφιέρωσεν ο υιός και διάδοχός του Κότυς Δ'. Η Επιγραφή αύτη, ευρεθείσα εις την Βιζύην, είνε η εξής.
Βασιλεύς Κότυς βασιλέα Σαδάλαν
και βασίλισσαν Πολεμοκράτειραν
τοις εαυτού γονείς Θεοίς πατρώοις219.
Κότυς Δ'.
Υιός του Σαδάλα Γ', εβασίλευσε μέχρι του 16 ή 12 π.Χ.
Επ' αυτού ο εξάδελφός του Ραισκούπορις ηθέλησε να καταλάβη μόνος του το κράτος, το οποίον ο Αύγουστος είχε διανείμει μεταξύ του πατρός του και του θείου του, διό συνέλαβε τον Κότυν και τον εφόνευσε, μολονότι τον υπεστήριζεν ο αυτοκράτωρ Τιβέριος220.
Του Κότυος Δ' μετά του Ραισκοπούριδος Α' υπάρχουν αργυρά νομίσματα (συν ΚΟ μονόγραμμα), φέρουν δε κεφαλήν του βασιλέως και όπισθεν κεφαλήν του Αυγούστου. Επίσης χάλκινα, φέροντα την επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΟΤΥΣ και κεφαλήν του βασιλέως, επί της οπισθίας δε όψεως Νίκην με στέφανον και φοίνικα, επιγραφήν δε ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΡΑΙΣΚΟΥΠΟΡΕΩΣ ή ΡΑΙΣΚΟΥΠΟΡΙΔΟΣ.
Ροιμητάλκης Α', κατά το 11 π.Χ.- 12 μ.Χ.
Εν πρώτοις ο Ροιμητάλκης, αδελφός Κότυος Δ', εβασίλευσεν ως κηδεμών του Ραισκουπόριδος Β' επί Αυγούστου Καίσαρος συμπολεμήσας μετ' αυτού κατά του Αντωνίου, υπήρξε δε πάντοτε σύμμαχος των Ρωμαίων.
Επολιτογραφήθη εις τας Αθήνας και διετέλεσεν επώνυμος άρχων των Αθηνών.
Περί της συμμαχίας του με τον Καίσαρα ο Πλούταρχος λέγει σημειώνων συγχρόνως, ότι ο Ροιμητάλκης ήτο μέθυσος και ότι εν καιρώ μέθης ωνείδιζε την συμμαχίαν ταύτην.
«Επεί δε Ροιμητάλκης ο των Θρακών βασιλεύς από Αντωνίου μεταβαλόμενος προς τον Καίσαρα Αύγουστον ουκ εμετρίαζε παρά τους πότους, αλλ' ην επαχθής, ονειδίζων την συμμαχίαν, προπιών τινί των άλλων βασιλέων ο Καίσαρ είπεν, «εγώ προδοσίαν φιλώ, προδότας δ' ουκ επαινώ».
Ο Ροιμητάλκης έλαβεν ως σύζυγον την Ελληνίδα Πυθοδωρίδα, ως μαρτυρεί αναθηματική επιγραφή, ευρεθείσα εις την Σηλυβρίαν.
Υπέρ της Ροιμητάλκου και Πυθοδωρίδος σωτηρίας222.
Επ' αυτού διάφορα Θρακικά έθνη, δυσηρεστημένα από την αυστηρότητα των Ρωμαίων διοικητών, οι Οδρύσαι, οι Δίοι και οι Δυτικοί Κοιλαλήται, επανεστάτησαν και επολιόρκησαν την Φιλιππούπολιν, εις την οποίαν είχε καταφύγει ο Ροιμητάλκης. Και επολιορκήθη μεν ο Ροιμητάλκης υπό των Ρωμαίων, πλην κατώρθωσε να διαφύγη αυτός, ενώ οι επαναστάται πολιορκηθέντες και εις τα απόκρημνα του Αίμου απέθανον ηρωικώτατα. Αύτη δε ήτο η σπουδαιοτέρα και τελευταία απόπειρα ανεξαρτησίας των Θρακών κατά της Ρωμαϊκής κατακτήσεως και υποδουλώσεως.
Του βασιλέως τούτου υπάρχουν χάλκινα νομίσματα, τα οποία έχουν επί της μιας όψεως κεφαλήν βασιλέως με διάδημα και επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΡΟΙΜΗΤΑΛΚΟΥ, επί δε της άλλης κεφαλήν του Αυγούστου με επιγραφήν ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ.
Άλλα νομίσματα του Ροιμητάλκου φέρουν συνενωμένας τας κεφαλάς του Ροιμητάλκου και της βασιλίσσης συζύγου του εις την εμπροσθίαν όψιν, εις δε. την οπισθίαν την κεφαλήν του Αυγούστου ή του Αυγούστου και της Λιβίας.
Ραισκούπορις, αδελφός του Ροιμητάλκου.
Εβασίλευσε μετά τον Ροιμητάλκην, τω 13 μ.Χ.
Κατά τον Τάκιτον ο Ραισκούπορις μόλις ανήλθεν εις τον θρόνον ήρχισε να σχεδιάζη ανωμαλίας κατά των Ρωμαίων. Ανήρ τις επιφανής εκ Μακεδονίας, ονομαζόμενος Αντίστιος Vetus, εξωρίσθη εις νήσον τινά, μακράν ευρισκομένην, ως ένοχος εσχάτης προδοσίας, διότι είχε περιέλθει εις προδοτικάς σχέσεις προς τον κακότροπον Θράκα ηγεμόνα Ραισκούποριν.
Καθώς είπομεν ανωτέρω, ο Ροιμητάλκης κατείχε μόνος του όλον το βασίλειον των Οδουσών. Μετά τον θάνατόν του ο Αύγουστος το διένειμε μεταξύ του Ραισκουπόριδος και του Κότυος, τον ένα αδελφόν, τον άλλον υιόν του Ροιμητάλκου. Και ο μεν Κότυς έλαβε τας πεδιάδας, τας πόλεις και τα όμορα προς την Ελλάδα, το δε άγονον άγριον και πλησίον των βαρβάρων μέρος περιήλθεν εις τον Ραισκούποριν.
Οι δυο βασιλείς ευρίσκοντο εις τας επικρατείας των. Ο Κότυς ήτο γλυκύς και αβρός, ο άλλος ήτο θηριώδης, άπληστος, μη ανεχόμενος την διανομήν. Διήγαν εν τούτοις κατ' αρχάς με τα προσχήματα της συμπνοίας, αλλ' ο Ραισκούπορις δεν εβράδυνε να υπερβή τα όρια της επικρατείας του και να σφετεριστή τας κτήσεις του ανεψιού του χρώμενος της δυνάμεως κατά της αμύνης.
Και ενόσω έζη ο Αύγουστος, όστις είχε κάμει την διανομήν μεταξύ των δύο βασιλέων και του οποίου εφοβείτο την εκδίκησιν, εάν κατέστρεφε το έργον του, ετήρει τουλάχιστον μερικάς επιφυλάξεις. Αλλά μετά τον θάνατον του Αυγούστου απέβαλε τας επιφυλάξεις και τα προσχήματα. Έστειλε λοιπόν στρατόν εκ ληστών να λεηλατήσουν τα φρούρια και να προκαλέσουν τον πόλεμον.
Ο διάδοχος του Αύγούστου Τιβέριος ενδιαφέρετο προ παντός δια την τήρησιν της ησυχίας. Ήτο ευχαριστημένος και συνέχαιρεν εαυτόν δια την εξασφάλισιν της ειρήνης δια της πολιτικής του περισσότερον, παρά εάν ετερμάτιζε τον πόλεμον δια νικών. Ως εκ τούτου δεν μετεχειρίσθη άλλα όπλα κατά του Ραισκουπόριδος, βασιλέως της Θράκης. Ανέθεσεν εις ένα κεντηριώνα να κοινοποίηση εις τους δύο βασιλείς να μη λύσουν τας διαφοράς των δια των όπλων. Ο Κότυς απέλυσεν ευθύς τον στρατόν του.
Αλλ' ο Ραισκούπορις προσποιούμενος υποταγήν εζήτησε συνέντευξιν από τον ανεψιόν του. Μία μόνον συνδιάλεξις, ως έλεγεν, ειμπορούσε να άρη όλας τας δυσχερείας. Συνενοήθησαν λοιπόν δια τον τόπον και τον χρόνον και ακολούθως δια τους όρους οι δύο βασιλείς ενεργούντες ο μεν με ειλικρίνειαν, ο δε με πανουργίαν.
Ο Ραισκούπορις, δια να δώση εις την συνθήκην περισσοτέραν επισημότητα, προετοίμασεν ένα συμπόσιον. Η κραιπάλη παρετάθη κατά την νύκτα. Ο Κότυς παρεδόθη εις της ηδονάς τας τραπέζης, είδε την παγίδα πολύ αργά. Εις μάτην επεκαλέσθη τα προνόμια του θρόνου, τα της φιλοξενίας, τους θεούς της οικογενείας των. Ερρίφθη εις τα δεσμά.
Ο Ραισκούπορις, κύριος όλης της Θράκης, έγραψεν εις τον Τιβέριον, ότι επρόλαβε τας παγίδας, τας οποίας έστησαν εις αυτόν. Συγχρόνως υπό το πρόσχημα πολέμου κατά των Ρωμαίων και των Σκυθών ενισχύθη με νέα στρατεύματα εξ ιππέων και πεζών.
Η Ρώμη απήντησεν εις αυτόν με επιφυλάξεις ότι, εάν δεν είχεν άδικον, ηδύνατο να εμπιστευθή επί της αθωότητας του. Ότι επί πλέον ούτε ο βασιλεύς ούτε η σύγκλητος δεν ήθελον αποφανθή παρά μετά ώριμον σκέψιν. Ότι ώφειλε να παραδώση τον Κότυν και να έλθη να επιρρίψη επί του ανεψιού του το βάρος της κατηγορίας. Ο Λατίνιος, ύπατος της Μοισίας, έστειλε την επιστολήν εις την Θράκην με τους δια την μεταφοράν του Κότυος προωρισμένους στρατιώτας. Ο Ραισκούπορις, μεταξύ οργής και φόβου ευρισκόμενος, έκρινε καλόν να αποτελειώση το έγκλημά του παρά να το αφήση ατελές. Εφόνευσε λοιπόν τον Κότυν και ακολούθως εκοινοποίησεν ότι ηυτοκτόνησε.
Το νέον κακούργημα δεν συνετέλεσεν εις την εγκατάλειψιν του σχεδίου κρυψινοίας του Τιβερίου. Ο Λατίνιος, τον οποίον ο Ραισκούπορις εθεωρούσε ως τον χείριστον εχθρόν του, είχεν αποθάνει. Αντικατεστάθη δια του Πομπωνίου, δεδοκιμασμένου δια τας μακράς εκδουλεύσεις του, τον οποίον αι μετά του βασιλέως στεναί σχέσεις καθίστανον καταλληλότερον να τον απατήση. Ο λόγος ούτος επέδρασεν επί της εκλογής του Τιβερίου. Ο νέος ύπατος ελθών εις την Θράκην είχε να πολεμήση εις τον Ραισκούποριν την δυσπιστίαν, ην τα εγκλήματά του τον ενέπνεον. Εν τούτοις δι' υποσχέσεων τον έπεισε να έλθη εις το Ρωμαϊκόν στρατόπεδον. Εκεί υπό το πρόσχημα απονομής τιμών τω έδωκαν ισχυράν φρουράν στρατιωτών. Οι συγκλητικοί και οι κεντηρίωνες τον πείθουν να απομακρυνθή. Εφόσον δε απομακρύνεται, τω αποκαλύπτουν την αιχμαλωσίαν του. Τέλος υποκύπτων εις την ανάγκην οδηγείται εις Ρώμην. Εκεί κατηγορηθείς εις την σύγκλητον υπό της χήρας του Κότυος κατεδικάσθη εις εξορίαν. Η Θράκη διενεμήθη μεταξύ του Ροιμητάλκου, υιού του Ραισκουπόριδος, τον οποίον εγνώριζον ότι κατεπολέμει τα σχέδια του πατρός του, και των τέκνων του Κότυος. Αλλ' επειδή αυτά ήσαν πολύ μικρά, ο ύπατος Τριβελλιανός έλαβε την αντιβασιλείαν.
Ο Ραισκούπορις ωδηγήθη εις Αλεξάνδρειαν, όπου απέδοσαν εις αυτόν το σχέδιον της αποδράσεως και τον εφόνευσαν.
Εξ άλλου ο Τιβέριος, αφού επέπληξε τους δικαστάς, οι οποίοι είχον αθωώσει τον Αντίστιον Vetum εκ των τα πρώτα φερόντων, ως είπομεν, εις την Μακεδονίαν, κατηγορούμενον επί μοιχεία, τον επανήγαγεν ενώπιον νέων δικαστών επί εγκλήματι καθοσιώσεως, ως στασιαστήν συνένοχον των σχεδίων του Ραισκουπόριδος, όταν ούτος μετά τον φόνον του Κότυος είχεν εξυφάνει εναντίον της Ρώμης σχέδιον πολέμου.
Απηγορεύθη εις τον Αντίστιον το ύδωρ και το πυρ και απεφασίσθη να εγκλεισθή εις νήσον μακράν της Μακεδονίας και της Θράκης. Διότι η Θράκη ευρίσκετο εις ταραχάς, αφότου είχον διανείμει το βασίλειον μεταξύ του Ροιμητάλκου και των τέκνων του Κότυος, τα οποία ως εκ της μικράς των ηλικίας είχον ως κηδεμόνα τον Τριβελλιανόν.
Οι Θράκες δεν ειμπορούσαν να συνηθίσουν εις την παρουσίαν των Ρωμαίων αναμεταξύ των και εκατηγόρουν πότε τον Τριβελλιανόν και άλλοτε τον Ροιμητάλκην δια τας ύβρεις, τας οποίας υφίσταντο, και τας προσβολάς, αι οποίαι έμενον ατιμώρητοι.
Οι Κοιλαλήται, οι Οδρύσαι και άλλα Θρακικά έθνη έλαβον τα όπλα υπό διαφόρους αρχηγούς αφανείς, ως εκ τούτου δε δεν επετεύχθη συνένωσις, η οποία ήθελε προκαλέσει αιματηρόν πόλεμον.
Και άλλοι μεν εκ των αρχηγών προσεπάθησαν να εξεγείρουν την ιδικήν των περιοχήν, άλλοι μετέβησαν εκείθεν του Αίμου, δια να εξεγείρουν εις στάσιν τα απομεμακρυσμένα Θρακικά έθνη, ο δε μεγαλείτερος αριθμός και οι περισσότερον πειθαρχούντες επολιόρκησαν τον βασιλέα Ροιμητάλκην εντός της Φιλιππουπόλεως, πόλεως κτισθείσης υπό του Μακεδόνος Φιλίππου223.
Ήδη μετά την έκθεσιν των γεγονότων τούτων, τα οποία συνέβησαν από κοινού επί της βασιλείας του Ραισκουπόριδος και του νεαρού Κότυος, ερχόμεθα εις τον Κότυν.
Κότυς Ε', από του 12 - 19 ή 12 - 27 μ.Χ.
Ο επικαλούμενος Σαπαίος224.
Υιός του Σαδάλα225.
Μέχρι της ενηλικιώσεώς του διηύθυνον την Θράκην έχοντες αυτήν υπό την προστασίαν των οι Ρωμαίοι, οι οποίοι έδωκαν εις τον Κότυν την μικράν Αρμενίαν, όταν ανήλθεν εις τον θρόνον των Οδρυσών.
Την μικράν Αρμενίαν, την διοίκησιν της οποίας οι Ρωμαίοι ως κυρίαρχοι την ενεπιστεύοντο εκάστοτε εις όντινα ήθελον, το τελευταίον την εκυβέρνα ο Αρχέλαος. Μέχρι δε Κολχίδος και Τραπεζούντος (του Πόντου) την κατείχεν η Πυθοδωρίς, γυνή σώφρων και ικανή εις το να διοική. Ήτο δε θυγάτηρ Πυθοδώρου του Τραλλιανού, εχρημάτισε σύζυγος του Πολέμωνος, συνεβασίλευσε με εκείνον επί τινά χρόνον και έπειτα τον διεδέχθη εις την εξουσίαν. Η Πυθοδωρίς απέκτησεν από τον Πολέμωνα δύο υιούς και μίαν θυγατέρα, την οποίαν ενυμφεύθη Κότυς ο Ε', ο επικαλούμενος Σαπαίος226.
Έδωκαν λοιπόν οι Ρωμαίοι εις τον Κότυν Ε' την μικράν Αρμενίαν τρόπον τινά ως προίκα.
Ο Αύγουστος διένειμε το Θρακικόν βασίλειον εις δύο μέρη μεταξύ του Ραισκουπόριδος, υιού του Ροιμητάλκου Α', και του ανεψιού αυτού Κότυος Ε'.
Ο Κότυς, υιός του Σαδάλα και της Πολεμοκρατείας, ενυμφεύθη, ως είπομεν, την Ελληνίδα Αντωνίαν Τρύφαιναν, θυγατέρα του βασιλέως του Πόντου Πολέμωνος, απέκτησε δε εξ αυτής τρεις υιούς, τον Ροιμητάλκην, τον Πολέμωνα και τον Κότυν.
Οι Αθηναίοι τον ετίμησαν δι' ιδιαιτέρας ευνοίας δια την εξαιρετικήν του αρετήν227.
Ως και οι Κυζικηνοί δια ψηφίσματος228.
Ο σημαντικώτατος ούτος βασιλεύς, Κότυς Ε', εξωραΐζει περί τα τέλη της Θρακικής Ιστορίας τον θρόνον των Οδρυσών, όστις μετά τον θάνατον Κότυος του Β' είχε περιέλθει εις τόσην αφάνειαν και ασημότητα. Ο Κότυς θεωρείται ως εις των καλυτέρων Ελλήνων ποιητών και είνε ο μόνος εστεμμένος (βασιλεύς) ποιητής της Ελληνικής αρχαιότητος. Έγραψεν αρκετά έμμετρα συγγράμματα, πλην ουδέν εξ αυτών δυστυχώς διεσώθη. Ανδρείος και γενναίος, πράος και γλυκύς, iuvenus mitissimus κατά τον Ρωμαίον ποιητήν Οβίδιον, όστις εξορισθείς υπό του αυτοκράτορας Αυγούστου εις τους Τόμους παρά τον Δούναβιν, εντός δηλαδή της Θρακικής επικρατείας του Κότυος, επεκαλέσθη δια ποιητικωτάτης πράγματι και πολύ εμπνευσμένης επιστολής την μεσολάβησιν και προστασίαν του Κότυος προς τον Αύγουστον, δια να επανέλθη εις την Ρώμην. Μεταξύ δε άλλων επαίνων και χαρακτηρισμών δια τον Κότυν λέγει και τα εξής.
«Ω Κότυ, απόγονε βασιλέων, του οποίου η ευγενής καταγωγή φθάνει μέχρι του ενδόξου Ευμόλπου. Εάν γνωρίζης ότι φθίνω εις μίαν χώραν γείτονα της ιδικής σου, εισάκουσαν, άριστε των βασιλέων, την φωνήν, η οποία σε ικετεύει και, αφού δύνασαι, γίνε το στήριγμα ενός εξόριστου. Η τύχη, δεν παραπονούμαι δι' αυτό, με παρέδωκεν εις τας χείρας σου. Κατά τούτο τουλάχιστον δεν εφάνη εχθρά προς εμέ. Δέξου με ευμένειαν εις τα παράλιά σου τα συντρίμματα του ναυαγίου μου και είθε η χώρα, εις την οποίαν βασιλεύεις, να μη μου γίνη σκληροτέρα των κυμάτων.
»Πίστευσέ με, ότι είνε άξιον ενός βασιλέως να παρηγορή την δυστυχίαν. Τούτο αρμόζει εις το υψηλόν αξίωμα, το οποίον κατέχεις και η τύχη, ήτις σοι αξίζει, όσον μεγάλη και αν είνε, δεν ειμπορεί να φθάση την ακόμη μεγαλειτέραν καρδίαν σου. Ποτέ η ισχύς δεν θαυμάζεται περισσότερον, παρά όταν συγκινήται από την ικεσίαν. Αυτό απαιτεί το μεγαλείον της καταγωγής σου, αυτό είνε το καθήκον μιας ευγενείας εκ θεών καταγομένης, σοι το συνιστά ο Εύμολπος, ο ένδοξος ιδρυτής της δυναστείας σου ...
»Ω Κότυ, άξιε υιέ ενδόξου πατρός, βοήθησον ένα δυστυχή εξόριστον εις την χώραν, όπου βασιλεύεις . .
»Εξ όλων των βασιλέων ουδείς περισσότερον σου ηγάπησε τας γλυκείας σπουδάς, την ποίησιν, και ουδείς αφιέρωσε περισσότερον χρόνον δι' αυτάς. Το αποδεικνύουν οι στίχοι σου. Αφαίρεσε από τους στίχους αυτούς το όνομά σου και θα ωρκιζόμην, ότι αυτοί δεν είνε δυνατόν να είνε έργον ενός Θρακός. Όχι. Ο Ορφεύς δεν είνε πλέον ο μόνος ποιητής της χώρας ταύτης και η χώρα των Βιστόνων υπερηφανεύεται δια το πνεύμα σου . . .
»Όπως το θάρρος σου σε παρακινεί να λάβης τα όπλα, όταν είνε ανάγκη, να βάψης τας χείρας σου με το αίμα των εχθρών σου, όπως γνωρίζεις να ρίπτης το ακόντιον με το στιβαρό χέρι σου και να οδηγής με επιτηδειότητα ένα κέλητα, καθώς ευρίσκεις τον απαιτούμενον καιρόν να εξασκήσαι εις τα όπλα των προγόνων σου, τοιουτοτρόπως δια της καλλιεργείας των Μουσών διανοίγεις δρόμον προς τα λάμποντα άστρα. Μας συνδέει ένας επί πλέον δεσμός. Είμεθα και οι δύο μας μυημένοι εις τα ίδια μυστήρια. Ως ποιητής απλώνω προς ποιητήν τας ικέτιδας χείρας μου και ζητώ εις. την χώραν σου άσυλον και προστασίαν»229.
Είνε φανερόν, ότι ο ευγενής και μεγαλόψυχος Κότυς ουδεμίαν έκαμε μεσολάβησιν δια τον εξόριστον προς τον πανίσχυρον αυτοκράτορα φοβούμενος την οργήν του.
Το ανάκτορον του Κότυος ήτο το εντευκτήριον των λογίων Ελλήνων και Λατίνων, εκ των οποίων πολλοί αφιέρωσαν εις αυτόν έμμετρα επιγράμματα.
Απέθανε δε ο Κότυς κατά το έτος 19 μ.Χ. δολοφονηθείς αγρίως δια προδοσίας από τον Ραισκούποριν.
Προς τον Κότυν σώζεται ελεγείον Αντιπάτρου του Θεσσαλονικέως, έχον ούτω.
Ζηνί και Απόλλωνι και Άρει τέκνον ανάκτων είκελον, ευκταίη μητρός ευτοκίη, πάντα σοι εκ Μοιρέων βασιλήϊα, πάντα τέλεια ήλθεν. εποίηθης δ' έργον άοιδοπόλων' Ζευς βασίλειον σκήπτρον, Άρης δόρυ, καλλοσύνην δε Φοίβος έχει" παρά σοι δ' αθρόα πάντα, Κότυ.
Ροιμητάλκης Β'.
Υιός του Ραισκουπόριδος. Ούτος υπεστηρίχθη εις τον θρόνον των Οδρυσών υπό του παιδικού του φίλου αυτοκράτορος Γαΐου, όστις διεδέχθη τον Τιβέριον. Διετέλεσε δε φίλος και σύμμαχος των Ρωμαίων.
Εις τούτον κατά πάσαν πιθανότητα αναφέρεται ψήφισμα της πόλεως Περίνθου.
Ραισκουπόρεως υιόν ο δήμος και οι σύνεδροι τον εαυτών σωτήρα και ευεργέτην230.
Εναντίον του Ροιμητάλκου Β' και του Τριβελλιανού Ρούφου, όστις ήτο κηδεμών και επίτροπος των ανηλίκων τριών τέκνων του Κότυος, εξηγέρθησαν μερικά εκ των παρά τον Αίμον και την Ροδόπην Θρακικών εθνών, δυσαρεστημένα από την στρατιωτικήν Ρωμαϊκήν διοίκησιν, πλην, ως ανωτέρω είπομεν, κατά το έτος 26 μ.Χ. υπετάγησαν πάλιν εις τους Ρωμαίους231.
Ροιμητάλκης Γ', από του 37 μ.Χ. μέχρι του 46 μ.Χ.
Πρεσβύτερος υιός του Κότυος, είνε ο τελευταίος βασιλεύς των Οδρυσών.


ΤΑ ΘΡΑιΚΙΚΑ ΕΘΝΗ
Μέρος Γ
Ροιμητάλκης Β'.
Υιός του Ραισκουπόριδος. Ούτος υπεστηρίχθη εις τον θρόνον των Οδρυσών υπό του παιδικού του φίλου αυτοκράτορος Γαΐου, όστις διεδέχθη τον Τιβέριον. Διετέλεσε δε φίλος και σύμμαχος των Ρωμαίων.
Εις τούτον κατά πάσαν πιθανότητα αναφέρεται ψήφισμα της πόλεως Περίνθου.
Ραισκουπόρεως υιόν ο δήμος και οι σύνεδροι τον εαυτών σωτήρα και ευεργέτην230.
Εναντίον του Ροιμητάλκου Β' και του Τριβελλιανού Ρούφου, όστις ήτο κηδεμών και επίτροπος των ανηλίκων τριών τέκνων του Κότυος, εξηγέρθησαν μερικά εκ των παρά τον Αίμον και την Ροδόπην Θρακικών εθνών, δυσαρεστημένα από την στρατιωτικήν Ρωμαϊκήν διοίκησιν, πλην, ως ανωτέρω είπομεν, κατά το έτος 26 μ.Χ. υπετάγησαν πάλιν εις τους Ρωμαίους231.
Ροιμητάλκης Γ', από του 37 μ.Χ. μέχρι του 46 μ.Χ.
Πρεσβύτερος υιός του Κότυος, είνε ο τελευταίος βασιλεύς των Οδρυσών.
Ως φαίνεται από ψήφισμα των Κυζικηνών, ο Ροιμητάλκης συνεβασίλευσε με τους αδελφούς του Πολέμωνα και Κότυν.
Το ψήφισμα τούτο δια λόγους ιστορικούς, αλλά και διότι είνε πράγματι από τα ωραιότερα του είδους τούτου, το καταχωρίζομεν εδώ.
Έδοξε τω δήμω . . .
Τους Κότυος παίδας Ροιμητάλκην και Πολέμωνα και Κότυν συντρόφους και εταίρους εαυτώ γεγονότας εις τας εκ πατέρων και προγόνων αυτοίς οφειλομένας αποκαθέστακεν βασιλείας. Οι δε της αθανάτου χάριτος την αφθονίαν καρπούμενοι ταύτη των πάλαι μείζονας, ότι οι μεν παρά πατέρων διαδοχής έσχον, ούτοι δ' εκ της Γαίου Καίσαρος χάριτος εις συναρχίαν τοιούτων θεών γεγόνασι βασιλείς, θεών δε χάριτες τούτω διαφέρουσιν ανθρωπίνων διαδοχών, ω η νυκτός ήλιος και το άφθαρτον θνητής φύσεως. Μεγάλων ούν γεγονότες μείζονες και λαμπρών θαυμασιώτεροι εις την ημετέραν παραγίνονται πόλιν Ροιμητάλκης και Πολέμων συνιερουργήσοντες και συνεορτάσοντες τη μητρί επιτελούση τους της θεάς νέας Αφροδίτης Δρουσίλλης αγώνας ....
Ο δε δήμος (Κυζικηνών) ηδίστην ηγούμενος την ενδημίαν αυτών μετά πάσης προθυμίας προσέταξε τοις άρχουσιν ψήφισμα υπαντήσεως εισηγήσασθαι αυτοίς, δι' ου ευχαριστήσουσι μεν επ' αυτών τη μητρί αυτών Τρυφαίνη υπέρ ων ευεργετείν βεβούληται την πόλιν, φανεράν δε και την του δήμου εις αυτούς ποιήσονται διάθεσιν.
Δεδόχθαι και τω δήμω επηνήσθαι τους βασιλείς Ροιμητάλκην ναι Πολέμωνα και Κότυν και την μητέρα αυτών Τρύφαιναν232.
Και η Μαρώνεια δια ψηφίσματος εκήρυξε τον Ροιμητάλκην ευεργέτην.
Ο δήμος βασιλέα Θρακών Ροιμητάλκην Κότυος υιόν των Βιστόνων ευεργέτην233.
Ο Ροιμητάλκης απέθανε δολοφονηθείς, ως λέγεται, επί αυτοκράτορος Κλαυδίου υπό της συζύγου του δια λόγους αντιζηλίας, ως ερωτευθείς την ανεψιάν του.
Του Ροιμητάλκου Γ' υπάρχουν νομίσματα χάλκινα (συν τω Καλιγούλα) φέροντα επιγραφήν ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΡΟΙΜΗΤΑΛΚΗΣ με προτομήν βασιλέως, επί δε της οπισθίας όψεως κεφαλήν του Καλιγούλα
Κατά τον Σύγκελλον «Κλαύδιος (αυτοκράτωρ) ομοίως υπηγάγετο και Θράκας, αναιρεθέντος αυτών του βασιλέως Ροιμητάλκου υπό της ιδίας γαμέτης».
Ο δε Ευσέβιος εν τω Χρονικώ αυτού λέγει. «Εν έτει από Αβραάμ 2062 (ήτοι το 46 μ.Χ.) η Θράκη από τούδε του χρόνου επαρχία εχρημάτισε βασιλεύουσα πριν».
Η Θράκη επί αυτοκράτορος Κλαυδίου έγινεν οριστικώς πλέον επαρχία Ρωμαϊκή. «Ρωμαίοις δε Θράκη πάσα εστίν υποχείριος»234.
Τοιουτοτρόπως από του 46 μ.Χ. εκλείπει οριστικώς η δυναστεία των Οδρυσών, η οποία εβασίλευσεν εις την Θράκην επί εξ περίπου αιώνας.
Οι Θράκες υπέκυψαν εις τους πανίσχυρους κοσμοκράτορας της Ρώμης, αφού επολέμησαν ηρωικώς προς αυτούς. Υπέκυψαν δε τελευταίοι.
«Εκ των Ιλλυριών και εκ των Θρακών οι γειτονεύοντες προς τους Έλληνας και τους Μακεδόνας ήρχισαν πρώτοι τον πόλεμον εναντίον των Ρωμαίων και διετέλεσαν πολεμούντες μέχρι καταλύσεως των εντός του Άλυος και του Ίστρου κρατών235.
Μέχρι της τελείας υποταγής και μεταβολής της Θράκης εις Ρωμαϊκήν επαρχίαν, συντελεσθείσης επί αυτοκράτορος Κλαυδίου, αι παράλιαι χώραι της νοτίας Θράκης μέχρι της Προποντίδος, αι οποίαι κατά το πλείστον κατοικούντο από Ελληνικάς αποικίας, περιελαμβάνοντο εις την επαρχίαν Μακεδονίας.
Και η μεν βόρειος Θράκη συνηνώθη με την Μοισίαν υπό μίαν ενιαίαν διοίκησιν, πολιτικήν και στρατιωτικήν, η δε νότιος απετέλεσε προνομιούχον επαρχίαν. Γενικώς υπό στρατιωτικήν έποψιν η Θράκη, ως Ρωμαϊκή επαρχία, υπήχθη εις τον Ρωμαΐον έπαρχον της Μοισίας, πλην εις την Θράκην δεν διέμενον Ρωμαϊκαί φρουραί. Δια τούτο δε και κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν εις την Θράκην εκυριάρχησεν ο Ελληνικός πολιτισμός και η Ελληνική γλώσσα. Η Λατινική γλώσσα ήτο μόνον η επίσημος γλώσσα εις την Θράκην. Και αυταί ακόμη αι υπό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ιδρυθείσαι πόλεις διερρυθμίσθησαν κατά το σύστημα και κατά τον τύπον των Ελληνικών πολιτειών και κοινοτήτων.
Είχον δε αυταί την βουλήν των, τον δήμον, σύλλογον αρχόντων ή πολιταρχών, αγορανόμους ή τελεάρχους, ταμίας κτλ.
Πλουσιώτατα δίκτυα δημοσίων οδών συνέδεσαν τας Θρακικάς πόλεις Νικόπολιν του Νέστου, Φιλιππούπολιν, Βερόην, Καβύλην, Αγχίαλον και κατά μήκος του Τόνσου πόταμου από την Βερόην εις Αδριανούπολιν, Πλωτινούπολιν και Τραϊνούπολιν236.
Η Θράκη, ως Ρωμαϊκή επαρχία, είχε διαιρεθή εις στρατηγίας, αι οποίαι ήσαν αι εξής.
Προς μεν την άνω και κάτω Μοισίαν και περί τον Αίμον εκ δυσμών προς ανατολάς η Δανθηλητική, Σαρδική, Ουσδηκησική και Σελλητική. Προς την Μακεδονίαν και το Αιγαίον πέλαγος η Μαιδική, Δροσική, Κοιλητική (περιελαμβάνουσα, ως και το όνομα φανερώνει, Κοίλη, την χώραν του κάτω Έβρου), Σαπαϊκή, Κορπιλική και Καινική.
Υπέρ την Μαιδικήν ήτο η Βεσσική, υπό την οποίαν η Βεννική και έπειτα η Σαμαϊκή (περιλαμβάνουσα την ορεινήν δυτικήν Θράκην, ως και το όνομα φανερώνει, από το σάμος, όπερ εσήμαινεν ύψος).
Από Περίνθου δε μέχρις Απολλωνίας του Ευξείνου η Αστική237.
Εις το σημείον τούτο λήγει η ιστορία του κράτους των Οδρυσών Θρακών.
Αλλ' εκτός των βασιλέων, ηγεμόνων και δυναστών τούτων, οι οποίοι κατέχουν μίαν κατά το μάλλον ή ήττον εξηκριβωμένην τάξιν εις την ιστορίαν της αρχαίας Θράκης, έγιναν γνωστοί από κλασικάς ειδήσεις, πλάκας, προ πάντων από νομίσματα και άλλοι τινές μικροί δυνάσται, τους οποίους κατατάσσομεν εδώ.
Σμικύθης, Θραξ δυνάστης238.
Τίρις, ηγεμών Θραξ239.
Αδαίος, πιθανώς δυνάστης ή ανώτατος στρατιωτικός διοικητής.
Ο Αρριανός εις την Ανάβασιν του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάμνει λόγον δια κάποιον χιλίαρχον Αδαίον του Μακεδονικού στρατού. Πιθανόν ούτος επιστρέψας από την εκστρατείαν να διωρίσθη, ως διατελέσας ανώτατος αξιωματικός, δυνάστης εις την Σιντικήν, όπου εις την πόλιν αυτής Σκοτούσαν ή Κοτούσαν έκοψε χάλκινα νομίσματα, εκ των οποίων βρίθει ή Θράκη και είνε τα κοινότερα Θρακικά νομίσματα.
ΒΗΣΣΟΙ και ΒΕΣΣΟΙ και Βέσσοι.
Κλάδος της μεγάλης πολεμικής φυλής των Σατρών.
Κατοικούσαν εις το βορειοδυτικόν τμήμα της Θράκης προς βορράν των Οδρυσών, εκεί όπου συναντάται ο Αίμος με την Ροδόπην, εγειτόνευον δε εις τα δυτικά με τους Δαρδανίους, νοτιοδυτικά με τους Σαπαίους και έφθανον προς δυσμάς μέχρι των Παιόνων. Κυρίως δε κατοικούσαν το βορειοδυτικόν της πεδιάδος, την οποίαν αρδεύει ο Έβρος μετά τας πηγάς του, και εις τον δυτικόν Αίμον.
«Παροικούσι δε τον Έβρον έσχατοι οι Βέσσοι, μέχρι γαρ δεύρο ο ανάπλους. Άπαντα δε τα έθνη ταύτα ληστρικά, μάλιστα δε οι Βέσσοι, ους λέγει γειτονεύειν Οδρύσαις και Σαπαίοις».
«Βέσσοι δε, οίπερ το πλέον του όρους νέμονται του Αίμου και υπό των ληστών λησταί προσαγορεύονται, καλυβίται τινές και λυπρόβιοι (ζώντες κακομοιριασμένοι), συνάπτοντες τη τε Ροδόπη) και τοις Παίοσι»240.
Σημ. Επειδή δίδομεν εξαιρετικήν σημασίαν εις τας συνωνυμίας, σημειώνομεν ότι εις την Λοκρίδα υπήρχε και Βήσσα, δρυμώδης τις τόπος, ονομαθείς τοιουτοτρόπως ομωνύμως, διότι ήτο πλήρης δρυμών241.
Πράγματι οι Βήσσοι ήσαν γενναιοτάτη και πολεμικωτάτη ορεινή φυλή, αντέστησαν δε επανειλημμένως με τους συμμάχους των Οδρύσας κατά των Μακεδόνων και Ρωμαίων. Κατά τον Αμμιανόν κατά των Ρωμαίων τελευταίοι εκ των Θρακών αντέστησαν οι Οδρύσαι και οι Βησσοί242.
Εις τους σφροδρούς και αιματηρούς κατά των Βησσών πολέμους έπεσεν ο Άππιος Κλαύδιος.
Κατά των ηρωικών Βησσών τω 72 π.Χ. εξεστράτευσεν ο στρατηγός των Ρωμαίων Λούκουλλος, τότε δε εκυρίευσε την Φιλιππούπολιν, Καβύλην και Ουσκουδάμαν. Lucullus qui cum durissima gente Bessorum comflixit243.
Ο δε Κράσσος επί Καίσαρος εστάλη εναντίον των Βησσών και νικήσας αυτούς αφήρεσε την χώραν των και έδωκεν αυτήν εις τους Οδρύσας. Τότε ο Κράσσος επέδραμεν ολόκληρον την Θράκην εκτός της χώρας των Οδρυσών, διότι αυτοί ελάτρευον τον Διόνυσον ιδιαιτέρως και διότι τον προϋπήντησαν φιλικώς άνευ οπλών, δια τούτο δε ο Κράσσος δεν τους έβλαψε244.
Προηγουμένως και ο στρατηγός Μάρκος Λόλλιος, βοηθών τον Ροιμητάλκην, θείον των παίδων του Κότυος και επίτροπον αυτών, καθυπέταξεν αυτούς, τους Βησσούς245.
Αλλά κατά τους χρόνους εκείνους ο Ουολόγαισος, Θραξ Βησσός, ιερεύς του παρ' αυτοίς Διονύσου, καταρτίσας στρατόν και επαναστατήσας κατά των Ρωμαίων και των συμμάχων αυτών Οδρυσών και τον υιόν του Κότυος Ρασκύποριν νικήσας εφόνευσε, τον θείον δε αυτού Ροιμητάλκην μετά ταύτα αμαχητί απεγύμνωσεν από τας δυνάμεις του και τον εξηνάγκασε να φύγη από την χώραν των Βησσών246.
Προς τους πολεμικωτάτους Βησσούς περιεπλάκη εις φοβερόν πόλεμον κατά τα έτη 57 - 55 π.Χ. ο έπαρχος της Μακεδονίας Λούκιος Πείσων. Συνέπραξαν δε τότε με τους Βησσούς εναντίον των Ρωμαίων οι Δαρδάνιοι, ως και οι φιλικώς προς τους Ρωμαίους έως τότε διακείμενοι Λανθαλήται, οι εις τας βορείους χώρας του Στρυμόνος κατοικούντες.
Ο Ρωμαίος ανθύπατος κατ' αρχάς ενικήθη και οι ατίθασοι και ηρωικοί Θράκες κατέστρεψαν τάς δυνάμεις του. Τότε δε αι Θρακικαί αύται φυλαί διήρπασαν την Μακεδονίαν και έφτασαν μέχρι Θεσσαλονίκης. Πλήν ό Πείσων έπι τέλους κατώρθωσε να καταλάβη την χωράν των Βησσών, των Δαρδανίων και Δανθαλητών, οι οποίοι συνέπραξαν με τους Βησσοΰς, και τους καθυπέταξεν247.
Οί Βησσοί συνέπραξαν εναντίον των Ρωμαίων με τους Γαλάτας, Σκορδίστας και λοιπούς Θράκας. Τότε εστάλη κατ' αυτών ο ανθύπατος Μάρκος Μινύκιος Ρούφος, όστις ενίκησεν αυτούς.
Σχετική προς τούτο είνε η Δελφική επιγραφή. Μάρκον Μινύκιον Κοΐντου υιόν Ρούφον ανθύπατον Ρωμαίων νικήσαντα Γάλλους Σκορδίστας και Βέσσους και τους λοιπούς Θράκας. η πόλις των Δελφών άρετάς ένεκεν Πυθίω Απόλλωνι248.
0ι Βησσοί υπετάγησαν εις τους Ρωμαίους τελευταίοι εξ όλων των Θρακών. Η χώρα των απετέλεσε Ρωμαϊκήν στρατηγίαν, την Βεσσικήν ή Βαισσικήν.
Εις τους Βησσούς απεδίδετο και τρόπος τις καταλήψεως φρουρίων.
Υπάρχει έτερος τρόπος ύπουλος και πανούργος καταλήψεως φρουρίων. Είνε αι υπόνομοι. Χρησιμοποιούν μέγαν αριθμόν εργατών προς όρυξιν της γης, καθώς κάμνουν οι Βησσοί, λαός επινοητικός εις την ανόρυξιν των μεταλλείων χρυσού και αργύρου. Οδηγούν προς την πόλιν μίαν υπόγειον στοάν. Το έργον τούτο έχει δυο σκοπούς, ή οί πολιορκηταί τό ωθούν υπό το φρούριον, εισέρχονται την νύκτα χωρίς να τους αντιληφθούν οί πολιορκούμενοι, ανοίγουν την θύραν εις τους άνδρας των και φονεύουν τούς κατοίκους εις τάς οικίας των, ή τουλάχιστον, όταν οι σκαπανείς φτάσουν εις τα θεμέλια του τείχους, το υποσκάπτουν εις μεγάλην έκτασιν και υπενδύουν με ξηρά ξύλα, περιβαλλόμενα μέ φρύγανα και άλλας καύσιμους ύλας. Μετά δε την διάταξιν των στρατευμάτων προς εφοδον θέτουν το πύρ εις τα φρύγανα και το τείχος καταρρέει εξαφνικά και ανοίγει δίοδον ευρείαν249.
ΚΡΟΒΥΖΟΙ και ΚΡΟΒΥΖΟΙ ή ΚΡΥΒΥΖΟΙ
Ήσαν εγκατεστημένοι υπεράνω του Αίμου εις το άνατολικόν τμήμα της κάτω Μοισίας, εκτεινόμενοι μέχρι του Ευξείνου Πόντου και των εκβολών του ΄Ιστρου, όπου εγειτόνευον με τους Σκύθας και τους μιγάδας Έλληνας, κατά τάς έξης Ιστορικάς μαρτυρίας.
«Yπεροικούσι δε Κρόβυζοι και Τρωγλοδύται λεγόμενοι των περί Κάλ λατιν και Τομέα και 'Ιστρον (πόλιν) τόπων»250..
«Ή Οδησσός Κροβύζους Θράκας κύκλω έχει».
«Εν μεθορίοις δε της Κροβύζων και Σκυθών χώρας μιγάδας 'Ελληνας οικιστάς έχει»251.
Δια της χώρας των Κροβύζων έρρεον οί ποταμοί 'Αθρυς, Νόης και Αρτάνης, χυνόμενοι εις τον 'Ιστρον252.
Των Κροβύζων αναφέρεται βασιλεύς ο Ισάνθης, διακριθείς δια την τρυφήν του. «Φύλαρχος εν τη δεκάτη των ιστοριών Θρακών φησι των καλουμένων Κροβύζων βασιλέα γενέσθαι Ισάνθην, τρυφή πάντας τους καθ' εαυτόν υπερβαλλόμενον»253.
ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΑΙ
Γείτονες των Κροβύζων και βορειοανατολικώς αυτών. «Τα υπό το στόμιον την Πεύκην Τρωγλοδύται», μέχρι δηλαδή του κατωτάτου Ιερού στομίου του Ίστρου254.
Κόραλλοι καί τίνες των Μαίδων και Δανθαλητών εύρίσκοντο προς νότον των Κροβύζων περί τον Αίμον, υπεράνω αύτού και μέχρι του Ευξείνου, αποτελούντες φύλα ληστρικά255.
Δασαρήται ή Δασαρήτιοι, δυτικώτερα των Βησσών, ήσαν ασήμαντος φυλή256.
ΑΓΡΙΑΝΕΣ
Πασίγνωστος Θρακική φυλή, διαμένουσα είς τά άγονα και ορεινά του όρους Σκομίου και είς την βορειοδυτικήν Ροδόπην.
Ό Στράβων κακώς θέτει, ως είπομεν, οτι ο «Στρυμών είνε ωρμημέ-νος εκ των περί την Ροδόπην Αγριάνων»257.
Οί Αγριάνες έλέγοντο και Άγρίαι.
«Άγρίαι, αρσενικώς, έθνος Παιονίας μεταξύ Αίμου καί Ροδόπης.
Λέγονται καί Αγράϊοι καί Αγριεΐς, ως Θεόπομπος» 258.
«Αγρίαι, αρσενικώς. Έθνος Παιονίας μεταξύ Αίμου και Ροδόπης. Λέγονται και Αγριάνες»259.
Εφημίζοντο οι Αγριάνες ως επιδέξιοι ακοντισταί260.
Οι Αγριάνες, ώς διαμένοντες εις χώραν αποκλειστικώς όρεινήν και άγονον, έζών με την κτηνοτροφίαν, κύριον δε έργον αυτών είχον να κατατάσσωνται, ως μισθοφόροι εις τους Οδρύσας, Αθηναίους, Μακεδόνας και Ρωμαίους, διότι ήσαν ηρωικοί και περίφημοι άκοντισταί.
Εικάζομεν δε, οτι εκ τούτου παρέμεινεν «Αγριάνες» να σημαίνη «τάξιν στρατιωτικήν»261.
ΔΙΟΙ οί ΜΑΧΑΙΡΟΦΟΡΟΙ
Πολεμικωτάτη αυτόνομος θρακική φυλή, νοτιοανατολικώς των Αγριάνων εις την ένδοτέραν δυτικήν Ροδόπην. Μία μοίρα των Δίων κατά τους τελευταίους χρόνους ανάμικτος, με τους Βησσούς φέρεται ως Διό-Βησσοι (Diovessi)262.
Ό Tomaschec λέγει, οτι οι Δίοι ήσαν αρχαιότατοι εις την Ροδόπην263.
ΑΡΔΙΑΙΟΙ
Βορειοδυτικώτερον των Αγριάνων.
ΤΡΑΛΛΕΙΣ
Ήσαν πολεμικός θρακικός λαός. Οταν ό Αγησίλαος ηθέλησε να διέλθει από τήν χώραν των, εζήτησαν ως αμοιβήν, δια να τον επιτρέψουν, εκατόν τάλαντα αργυρίου και τοσαύτας γυναίκας264.
0 δε Ησύχιος λέγει δτι «Τράλλεις εκαλούντο μισθοφόροι Θράκες,οι εκπληρούντες τάς φονικάς χρείας (οι δήμιοι) των βασιλέων».
ΤΡΗΡΕΣ και ΤΙΛΑΤΑΙΟΙ
Προς βορράν των Αγριάνων μέχρι του Οσκίου ή Σκίου ποταμού, όστις τούς έχώριζεν από τους Τριβαλλούς. Κατοικούσαν δηλαδή προς βορράν του όρους Σκομίου.
0ι Τρήρες μετηνάστευσαν άργότερον εις την Μικράν Άσίαν. Ό Στράβων λέγει περί αυτών, οτι εις άρχαιοτάτην έποχήν κατοικούσαν πλησίον της Βιστονίδος καί Αφνίτιδος λίμνης, αί οποίαι έπλημμύρησαν και κατέκλυσαν τάς πόλεις των Τρηρών και άλλων έκει Θρακών (Βιστόνων), και είνε φανερόν, ότι τότε οι Τρήρες μετηνάστευσαν βορειότερον εις τό Σκόμιον265.
ΔΑΡΔΑΝΙΟΙ ή ΔΑΡΔΑΝΟΙ
Ήσαν οι βορειότεροι και δυτικώτεροι όλων τούτων των υπεράνω του Αίμου Θρακικών φυλών, συγχρόνως δε οί βόρειοι γείτονες των Παιόνων, ενοχλητικοί και επικίνδυνοι επιδρομείς των πλουσιωτάτων Παιονικών χωρών.
Οι Δαρδάνιοι, φυλή Θρακοπελασγική, διήλθον εις αρχαιοτάτην εποχήν από την Εύρώπην εις την Μικρασιατικήν του Ελλησπόντου ακτήν. Ενα μέρος μόνον εξ αυτών έμεινεν εις τάς άρχικάς των. εστίας.
Κατά τινας οι Δαρδάνιοι δεν ανήκον εις, την Θρακικήν οικογένειαν.
Οί Δαρδάνιοι ήσαν τελείως άγριοι και ρυπαροί, αλλά εφημίζοντο ως φίλοι της μουσικής. «Άγριοι δε όντες οι Δαρδάνιοι τελείως, ωσθ' υπό ταίς κοπρίαις ορύξαντες σπήλαια ενταύθα δίαιτας ποιείσθαι, μουσικής δ' όμως, επεμελήθησαν αεί χρώμενοι και αυλοίς και τοίς εντατοίς οργάνοις»266.
«Δαρδανείς, Ιλλυρικόν έθνος, τρις εν τω βίω λούονται μόνον, όταν γεννώνται και επί γάμοις και τελευτώντες»267.
Η γνώμη του γεωγράφου Στράβωνος, οτι οι Δαρδάνιοι κατοικούσαν υπό τάς κοπρίας σκάπτοντες ύπ' αυτάς σπήλαια, δεν φαίνεται ακριβής, διότι υπήρχον• πολλαί αυτών πόλεις, ως ρητώς αναφέρουν ο Λέπιδος και ο ένα αιώνα ακριβώς μετά τον Στράβωνα, περί τα 150 μ.Χ., ακμάσας ερευνητι-κώτατος Αλεξανδρινός ,γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος. «Σκούποι, πόλις Θράκης. Λέπιδος εν Ιστορικής Επιτομής ογδόω268.
Πόλεις της Δαρδανίας γνωσταί ήσαν ή Ναϊσσός (Νύσσα), το 'Αρρι-βάντιον, το Ουλπιανόν και οί Σκούποι (Σκόπια)269.
Κατά τόν Αππιανόν οι Δαρδάνιοι και οι γείτονες αυτών Μαίδοι επέδραμον τω 119 πΧ. μετά Κελτών και Ιλλυριών την Ελλάδα και εσύλησαν πολλά των εν Ελλάδι Ιερών, ως και το Δελφικόν.
Ιδίως δε κατά τα έτη 90 και 85 π.Χ. οί Θράκες όχι μόνον την Μακεδονίαν κατέκλυσαν, άλλ' εισβαλόντες ηρήμωσαν το μεγαλείτερον μέρος της Ηπείρου, λεηλατήσαντες καί τον ναόν της Δωδώνης. Διά της συνδρομής όμως της Θρακικής φυλής των Δενθηλατών ο Ρωμαίος διοικητής της Μακεδονίας άπεδίωξεν από την χώραν τους Θράκας.
«Ότι οι Θράκες αναπεισθέντες υπό του Μιθριδάτου την τε Ήπειρον και τά άλλα μέχρι Δωδώνης κατέδραμον, ώστε και τό του Διός ιερόν συλήσαι»270.
«Οι Δάρδανοι την πρόσορον σφίσι Μακεδονίαν εκακούργουν»271.
ΤΡΙΒΑΛΛΟΙ
Συνορεύοντες με τους Αγριάνας έφθανον από του Οσκίου ποταμού μέχρι του Δουνάβεως, πλησίον του οποίου υπήρχε καί η πόλις Οίσκος ή Οισκός.
«Τριβαλλοί από Αγριάνων μέχρι του 'Ιστρου καθήκοντες».
«Κατέχουσι δε της Κάτω Μοισίας τα δυσμικά Τριβαλλοί»272.
«Τριβαλλοί, έθνος Θρακικόν273.
Στέφανος ο Βυζάντιος τους θεωρεί Ιλλυριούς. «Τριβαλλοί. Έθνος Ιλλυρικόν. Αριστοφάνης 'Ορνεσιν «όνομα δέ τούτοις των θεών των βαρβάρων τί εστί ; μανθάνω. Τριβαλλοί»274.
Οί Τριβαλλοί ήσαν γείτονες προς δυσμάς μεν μέ τούς Τρήρας και Άγριάνας, πρός ανατολάς δέ μέ τους Μοισούς. Οι Τριβαλλοί ήσαν έθνος πολεμικώτατον και ηρωικώτατον, διά τούτο δε ήσαν πάντοτε ανεξάρτητοι.
Περί της ανδρείας των διεσώθη τό εξής.
«Οι Τριβαλλοί κάμνουν εις τάς μάχας τέσσαρας φάλαγγας, την πρώ-την των αδυνάτων, την επομένην των ανδρειοτέρων, τήν τρίτην των ίππέων, τελευταίαν των γυναικών, αι οποίαι εμποδίζουν τούς τρεπομένους εις φυγήν υβρίζουσαι αυτούς»275.
Οι Τριβαλλοί ήσαν από τα γνωστότερα και σημαντικώτερα Θρακικά έθνη, εθεωρούντο δέ από τους Αθηναίους οι κατ' εξοχήν βάρβαροι εκ των Θρακών καί οί πλέον απολίτιστοι δυσγενείς276.
Κατοικούντες δέ χώραν πτωχήν καί ορεινήν ήναγκάζοντο να ζώσι με τήν κτηνοτροφίαν και προ πάντων ως μισθοφόροι.
Εξαιρετικώς οί Τριβαλλοί είχον αναμεταξύ των μεγίστην ομόνοιαν, δια τούτο δέ ήσαν επικίνδυνοι καί φοβεροί εις τους εχθρούς των ως συνδυάζοντες τήν μαχιμότητα με την εθνικήν ομοφωνίαν.
«Λέγω δε καί αναφέρω ώς παράδειγμα τούς Τριβαλλούς, οί οποίοι λέγουν ότι ομονοούν, όσον κανένα άλλο έθνος, καταστρέφουν δε τους γείτονας καί τους πλησίον αυτών κατοικούντας, αλλά και τους άλλους ακόμη, όσους κατορθώσουν»277.
Κατά την εικοστήν πρώτην Ολυμπιάδα οί εις την Θράκην Τριβαλλοί περί τάς 30 χιλιάδας πιεζόμενοι υπό πείνης δι' έλλειψιν τροφών εξεστράτευσαν με γενικήν επιστράτευσιν της φυλής κατά τών πλησιοχώρων καί έφθασαν μέχρι της χώρας τών Αβδηριτών, την οποίαν αφόβως εξεπόρθησαν καί χωρίς να εύρουν» αντίστασιν. Αποκομίσαντες δέ πολλά λάφυρα καί περιφρονούντες τούς Βίστονας επέστρεφον εις τήν χωράν των ατάκτως καί ασύντακτοι. Τούτο πληροφορηθέντες οί Αβδηρίται εξεστράτευσαν καί αυτοί πανδημεί εναντίον των καί επιτεθέντες κατά των Τριβαλλών, οί οποίοι, ως είπομεν, επέστρεφαν διεσπαρμένοι καί ασύντακτοι, εφόνευσαν εξ αυτών περισσοτέρους τών δύο χιλιάδων. Οί Τριβαλλοί εξοργισθέντες καί παροξυθέντες διά το πάθημα των ώρμησαν πάλιν εις την χωράν των Αβδηριτών. Κατόπιν δέ μάχης σφοδράς οί Τριβαλλοί προσεποιήθησαν οτι υποχωρούν, πλήν επέπεσαν εξαφνικά κατά τών Αβδηριτών, οίτινες απομονω-θέντες καί περικυκλωθέντες υπό τού πλήθους τών Τριβαλλών εφονεύθησαν όλοι σχεδόν, όσοι είχον λάβει μέρος εις την μάχην εκείνην.
Ενώ δέ οί Τριβαλλοί μετά τήν κατά την μάχην συμφοράν τών Αβδηριτών ητοιμάζοντο να πολιορκήσουν τά Άβδηρα, εφάνη με μεγάλην δύ-ναμιν ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας καί απεδίωξε τους Τριβαλλούς από την χωράν των Βιστόνων278.
Κατά τών Τριβαλλών πρώτος εξεστράτευσεν ό Φίλιππος κατά τα έτη 345 καί 339 π. Χ.
Ό δέ μέγας Αλέξανδρος εξεστράτευσε κατ' αυτών κατά το έτος 335 π.Χ. Τά κατά την έκστρατείαν ταύτην περιγράφει ο Αρριανός με αξιόλογους λεπτομέρειας.
Οί Αγριάνες κατ' αυτόν, μολονότι ήσαν Θράκες και μάλιστα γείτονες των Τριβαλλών, έγιναν μισθοφόροι τού Αλεξάνδρου και συνεξεστράτευ-σαν εναντίον των Τριβαλλών. Βασιλεύς τών Τριβαλλών τότε ήτο ό ηρωικός Σύρμος, όστις με τήν αναγγελίαν της κηρύξεως τού πολέμου έστειλε τά γυναικόπαιδα εις τήν παρά τάς εκβολάς τού 'Ιστρου ποταμού νήσον Πεύκην καί κατόπιν πέραν τού 'Ιστρου, διά να τα εξασφαλίση από τον Αλέξανδρον, όταν ούτος κατόπιν απεβιβάσθη εκεί δια πλοίων.
Οί δε μάχιμοι άνδρες συναθροίσαντες τάς άμαξας των (ώς φαίνεται οι Τριβαλλοί ήσαν μάλλον αμάξοικοι, αμαξόβιοι) καί προβαλλόντες αυτάς εμπροσθέν των ως χαράκωμα μετεχειρίσθησαν αυτάς κατά τού εχθρού.
Είχον δέ συνάμα κατά νούν να τάς μεταφέρουν εις το υψηλότερον μέρος του βουνού και απ' εκεί να τάς αφήσουν να πέσουν κατά του εχθρού φρονούντες ότι, όταν αι άμαξαι καταπέσουν από υψηλόν μέρος εις τάς πυκνάς φάλαγγας με μεγάλην ορμήν, θά προξενήσουν τότε μεγαλειτέρας ζημίας εις αυτάς καί θα τάς διασκορπίσουν ευκολώτερον καί άποτελεσματικώτερον. Πλήν οι υπολογισμοί αυτοί των Τριβαλλών δεν έπραγματοποιήθησαν, διότι ό Αλέξανδρος επιπεσών εξεδίωξεν από τήν χώραν των τούς ηρωικούς Τριβαλλούς καί τούς διεσκόρπισε, διότι ήσαν πολύ κακώς καί ατελώς ωπλισμένοι και ολίγοι απέναντι πολλών καί καλώς συντεταγμένων δυνάμεων. Ολίγοι όμως από τους ηρωικούς Τριβαλλούς συνελήφθησαν ζώντες αιχμάλωτοι, διότι ήσαν ταχύποδες και διότι, ως γνωρίζοντες πολύ καλά την χώραν, ειμπορούσαν ευκόλως να διαφύγουν279.
Κατά τόν Στράβωνα ό Σύρμος νικηθείς κατέφυγε καί αυτός εις την νήσον Πεύκην καί αντέστη εκεί κατά τού Αλεξάνδρου, όστις δεν κατώρθω-σε να αποβιβασθή εις την νήσον δι' έλλειψιν πλοίων.
Επέστρεψε δε ό Αλέξανδρος εις τήν Μακεδονίαν, αφού προηγουμέ νως διέβη (επί άλλου βεβαίως σημείου) τον 'Ιστρον, εκυρίευσε την πρωτεύουσαν των Γετών καί αφού έλαβε δώρα από τούς Γέτας καί από τον Σύρμον280.
Ή κατά των Τριβαλλών αυτή εκστρατεία του μεγάλου Αλεξάνδρου αναντιρρήτως είχεν ως βαθύτερον πολιτικόν σκοπόν να.εξασφάλιση τα μέχρι του Δουνάβεως εξικνούμενα όρια του Μακεδονικού κράτους, πριν να εκστρατεύση κατά του Περσικού κράτους.
Κατά τον πόλεμον τούτον βασιλεύς των συμμάχων του Αλεξάνδρου Αγριάνων ήτο ό Λάγγαρος, όστις ως συμμαχήσας με τον Μακεδόνα ετιμήθη μεγάλως κατά τα άλλα υπό του Αλεξάνδρου καί έλαβε δώρα, όσα θε-ωρούνται μέγιστα από. τον βασιλέα των Μακεδόνων. Προς τούτοις δέ ό Αλέξανδρος είχεν υπόσχεση να δώση εις τόν Λάγγαρον ως σύζυγον την αδελφήν του Κύναν. Αλλ' ο Λάγγαρος επιστρέψας μετά τον πόλεμον εις την πατρίδα του απέθανεν ασθενήσας.
Μετά την εκστρατείαν του κατά των Τριβαλλών ο Αλέξανδρος επέστρεψεν εις την Πέλλαν. Ειδοποίησαν δε αυτόν τότε, οτι τό εις την Πιερίαν άγαλμα του Θρακός Ορφέως ίδρωνε συνεχώς. Καί άλλοι μεν απο τούς μάντεις συνεπέρανον διάφορα, ο μάντις όμως 'Αρίστανδρος είπεν εις τον Άλέξανδρον να λάβη θάρρος από το συμβάν, διότι τούτο σημαίνει, ότι οί ποιηταί, οι οποίοι με τα έπη των και οι λυρικοί με τα άσματά των θα θελήσουν να εξυμνήσουν τον Αλέξανδρον και τα μεγάλα του κατορθώματα, θα κοπιάσουν τόσον πολύ, ώστε θα ιδρώσουν281.
Οι Τριβαλλοί αργότερον υπετάγησαν μαζί με τους άλλους Θράκας εις τους Ρωμαίους και πουθενά πλέον δεν γίνεται λόγος περί των Θρακών τούτων, οι όποιοι συμπεριλαμβάνονται εις τον κατάλογον των ατυχών εκείνων εθνών, τα οποία κατά τον επιτυχή χαρακτηρισμόν του Στράβωνος ήσαν μεν προηγουμένως ισχυρά, κατόπιν όμως έταπεινώθησαν τελείως και εξέλιπον.
ΜΟΙΣΟΙ
'Ησαν έθνος Θρακικόν γνωστότατον εις την παναρχαίαν έποχήν, κατοικούσε δε κατά τους αρχαιοτάτους ακόμη χρόνους εις την χώραν, την ευρισκομένην ανατολικώς των Τριβαλλών μέχρι σχεδόν του Ευξείνου Πόντου και από του Αίμου μέχρι του Δουνάβεως.
Οι Μοισοί ήσαν γνωστοί και εις τον 'Ομηρον.
'Ησαν δε το σπουδαιότερον, το επικρατέστερον και το πλέον πολιτι-σμένον από όλα τα Θρακικά έθνη, τα οποία ήσαν εγκατεστημένα άνωθεν του Αίμου, δια τούτο δε ή μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως χώρα ωνομάσθη εξ αυτών Μοισία.
Κατά τους Ρωμαϊκούς δε χρόνους όλα τα Θρακικά έθνη, όσα ευρίσκοντο εις τήν χώραν εκείνην, ωνομάζοντο Μοισοί.
Αλλ' οι άνωθεν του Δουνάβεως Γέται έκαμνον συχνάς μεταναστεύσεις εις την χώραν εκείνην, πολλάκις δέ και οί βορειοανατολικώς των Γετών κατοικούντες Σκύθαι, ως εκ τούτου δε φαίνεται, ότι τμήμα σημαντι-κόν των Μοισών ηναγκάσθη πολύ προ του Τρωικού πολέμου να μεταναστεύση ακουσίως εις την βορειοδυτικήν Μικράν Ασίαν.
Μέγα όμως μέρος των Μοισών έμεινεν εις την άρχικήν του εστίαν, αλλά και εκ τούτων πάλιν πολλοί ανεμίχθησαν με τους ομοφύλους των Γέτας και με Σκύθας.
Οί μεταναστεύσαντες όμως εις την Μικράν Ασίαν Μοισοί ωνομάσθη-σαν Μυσοί ή μάλλον οί παρά τον 'Ιστρον κατοικούντες ωνομάζοντο Μυ-σοί και όχι Μοισοί282.
Ο γεωγράφος Στράβων, ακμάσας, ως γνωστόν, ολίγον προ Χριστού και μετά Χριστόν, δίδει επί του προκειμένου την εξήγησιν ως έξης. «Μοισοί καλούμενοι, ήτοι και των πρότερον ούτω καλουμένων, εν δε τη Ασία Μυσών μετονομασθέντων .... των εν τη Θράκη Μυσών καλουμένων πρότερον283.
Ό δέ γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος, ακμάσας περί τα μέσα τού δευτέρου μ. Χ. αιώνος, γράφει αδιακρίτως Μοισία και Μυσία.
Περί των Μυσών της Μικράς Ασίας γράφομεν εις το οικείον μέρος του βιβλίου τούτου.
Επί Καίσαρος εστάλη εναντίον των Μοισών ό Κράσσος.
Ούτος άλλους μεν πείθων εκ των Μυσών, άλλους δ' εκφοβίζων ή έκ-βιάζων όλους έκτος ελαχίστων επιπόνως και επικινδύνως καθυπέταξε284.
Μυσοί και Γέται ενέμοντο όλην την μεταξύ του Αίμου και του 'Ιστρου χώραν. Προϊόντος δε του χρόνου, τινές εξ αυτών και εις άλλα ονόματα μετέβαλαν. Και μετά ταυτα συνεχωνεύθησαν εις το όνομα της Μυσίας όλα, όσα αφορίζει ό Σαούος (Σαύος) ποταμός και υπεράνω της Μακεδονίας, της Θράκης και της Παιονίας. Συμπεριλαμβάνονται δε εις το τμήμα τούτο και άλλα πολλά έθνη, αλλά και οι Τριβαλλοί ποτέ προσαγορευθέντες, ως και οι τώρα ακόμη Δαρδάνιοι ονομαζόμενοι»285.
Ή Μοισία απετέλεσε σπουδαιοτάτην επαρχίαν του Ρωμαϊκού κράτους και διοικητικόν κέντρον, καταφαίνεται δε τούτο εκ του ότι ο διοικητής της Μοισίας ήτο συγχρόνως και ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της χερσονήσου.
Ό Αππιανός κάμνει λόγον μόνον περί της επί Τιβερίου εις φόρον υποταγής των Μοισών, όχι δε και περί υπαγωγής της Μοισίας εις Ρωμαϊκήν επαρχίαν.
«Μυσούς δε Μάρκος μεν Λούκουλλος, ο αδελφός Λικινίου Λουκούλλου, του Μιθριδάτη πολεμήσαντος, κατέδραμε.
»Και πλείον ουδέν εύρον επί της Ρωμαίων δημοκρατίας εις Μυσούς γενόμενον' ούδ' εις φόρον υπαχθέντας ούδ' επί Σεβαστού (Αυγούστου) υπήχθησαν.
»Ύπήχθησαν δε επί Τίβερίου»286.
ΓΕΤΑΙ
Κατοικούσαν μεν κυρίως πέραν του 'Ιστρου, μεγάλη όμως μοίρα αυτών ευρίσκετο, ως είπομεν, και νοτίως αυτού ανάμικτος με τους Μοισούς.
«Οι Γέται ώκουν εφ' εκάτερα του 'Ιστρου»287.
Ήσαν δε οί Γεται εκ των μεγαλειτέρων και σημαντικωτέρων Θρακικών εθνών. Καθώς δε ό Θουκυδίδης λαμβάνων αφορμήν από την εκστρατείαν του Σιτάλκου χαρακτηρίζει τους Οδρύσας, τοιουτοτρόπως και ό Ηρόδοτος περιγράφων την εκστρατείαν του Δαρείου κατά των Σκυθών δίδει εν πολλοίς την εικόνα των Γετών Θρακών.
«Τους Γέτας, οί όποιοι επίστευον εαυτούς αθανάτους, υπέταξεν ο Δαρείος. Οί Νιψαίοι και οί Σκυρμιάδαι Θράκες παρεδόθησαν αμαχητί, άλλ' οί Γέται θελήσαντες να αντισταθούν υπεδουλώθησαν αμέσως, μολονότι είνε οί άνδρειότατοι και δικαιότατοι των Θρακών.
»Ίδού δε πώς οί Γέται νομίζουν εαυτούς αθανάτους. Αυτοί πιστεύουν ότι δεν αποθνήσκουν, άλλ' ότι ό τελευτών τον βίον μεταβαίνει εις τον θεόν Ζάμολξιν, τον όποιον μερικοί φρονούν ότι εινε αυτός ούτος ό υπό το όνομα Γεβελέϊζις τιμώμενος. Κατά πενταετίαν δε στέλλουν δια κλήρου ένα εκ των ιδικών των πρός τον Ζάμολξιν, δια να παραστήση εις αυτόν τάς ανάγκας των. Τον στέλλουν δε κατά τον ακόλουθον τρόπον. 'Αλλοι μεν στέκουν κρατούντες τρία ακόντια, άλλοι δε κρατούν τάς χείρας και τους πόδας του μέλλοντος να σταλή προς τόν Ζάμολξιν και έπειτα τόν ρίχνουν εις τον αέρα κατά τρόπον, ώστε να πέση επάνω εις τά ακόντια. Και εάν πίπτων εις αυτά διατρυπηθή και αποθάνη, κρίνουν εκ τούτου ότι είνε ευά-ρεστος εις τον θεόν, εάν δε δεν αποθάνη, κρίνουν εκ τούτου ότι εινε κακός άνθρωπος και αιτιώνται αυτόν. Άφού δε κατηγορήσουν αυτόν, στέλλουν άλλον, πρός τόν όποιον δίδουν τάς παραγγελίας των, ενόσω ακόμη ζή. Αυτοί δε οί ίδιοι Γέται Θράκες, όταν βροντά καί αστράπτη, τοξεύουν προς τον ουρανόν και απειλούν τοιουτοτρόπως το θείον, διότι νομίζουν δτι δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός του ιδικού των.
»Καθώς δε εγώ έμαθα από τους κατοικούντας τόν Έλλήσποντον και τον Εύξεινον Πόντον, ό Ζάμολξις αυτός υπήρξε δούλος εις την Σάμον πλησίον του Πυθαγόρα. Μετά ταύτα γενόμενος ελεύθερος απέκτησε πολλά χρήματα και επέστρεψεν εις την πατρίδα του.Επειδή δε οί Θράκες έζων αθλίως τότε ως κτήνη, ό Ζάμολξις γνωρίζων τήν Ίωνικήν δίαιταν και ήθη περισσότερον εξευγενισμένα ή τά των Θρακών, διότι συνέζησε και με τόν Πυθαγόραν, άνδρα εκ των σοφωτάτων της Ελλάδος, έδέχετο εις την οικίαν του τους πρώτους εκ τών αστών διδάσκων, ότι ούτε αυτός ούτε οί συμπόται του ούτε οι απόγονοί των θα αποθάνουν, αλλά θα μεταβούν εις τόπον , όπου ζώντες αιωνίως θα έχουν όλα τα αγαθά. Ενώ δε έκαμνε και έλεγε τα ανωτέρω, συγχρόνως κατεσκεύαζεν οίκημα υπόγειον. Όταν δε ετελείωσε τούτο, έγινεν άφαντος από το μέσον των Θρακών και καταβάς εις το υπόγειον έμεινεν εκεί τρία έτη. Εν τούτοις οι Θράκες τον επόθουν και τον επενθούσαν ως αποθανόντα. Αλλά κατά το τέταρτον έτος εφάνη πάλιν εις αυτούς και τοιουτοτρόπως κατέστησε πιστευτά όσα είχε είπει. Ούτοι μεν ταύτα λέγουν δια τον Ζάμολξιν. Εγώ δε περί του υπογείου οικήματος ούτε απιστώ ούτε πιστεύω πολύ, αλλά φρονώ ότι ο Ζάμολξις υπήρξε κατά πολλά έτη προγενέστερος του Πυθαγόρα.
>>Είτε όμωςο Ζάμολξις ήτο άνθρωπος είτε θεός τις των Γετών επιχώριος, ας τον αφήσωμεν288.
<<Ο Πυθαγόρας, ενός εκ των συνουσιαστών αυτού τελευτήσαντος, έλεγε την ψυχήν εκείνου συνδιατρίβειν αυτώ και νύκτωρ και καθ' ημέραν. Ταύτα δε έλεγε μιμούμενος δόξας (δοξασίας) Ιουδαίων και Θρακών και μεταφέρων εις εαυτόν>>289.
<<Τους άνδρας και δημοσία φιλοσοφήσαι, Βραχμάνες τε σύμπαντες και Οδρύσαι (εννοεί τον Ορφέα) και Γέται (τον Ζάμολξιν) και το των Αιγυπτίων γένος εθεολόγησαν ακριβώς τα εκείνων.... Ο δε Πλάτων δήλον ως σεμνύνων αεί τους βαρβάρους ευρίσκεται, μεμυημένους αυτού τε και Πυθαγόρου τα πλείστα και γεναιότατα των δογμάτων εν βαρβάροις μαθόντας. Δια τούτο και γένη βαρβάρων είπε γένη φιλοσόφων ανδρών γινώσκων εν Φαίδρω ... αλλά και εν τω Χαρμίδη Θράκας τινάς επιστάμενος φαίνεται, οι λέγονται αθανατίζειν την ψυχήν>>290.
Κατά τον Στράβωνα ο Ζάμολξις εθεωρήθη σπουδαίος από τον βασιλέα και από τους Γέτας, διότι προέλεγε τα ευάρεστα σημεία ή τας διοσημίας, όπως έλεγον οι αρχαίοι Έλληνες. Επί τέλους δε κατέπεισεν τον βασιλέα να τον προσλάβη ως συνάρχοντα, διότι ήτο ικανός να αναγγέλη τα παρά των θεών. Και κατ' αρχάς μεν επαρουσιάσθη ως ιερεύς του πάρα πολύ παρ' αυτού τιμωμένου θεού, κατόπιν όμως εθεωρήθη και ως θεός, διότι καταλαβών ένα τόπον σπηλαιώδη, αδιάβατον εις τους άλλους, έζη εις το μέρος τούτο και σπανίως επαρουσιάζετο και τούτο μόνον εις τον βασιλέα και τους αυλικούς. Ο βασιλεύς δε συνειργάζετο με αυτόν, διότι έβλεπεν, ότι ο λαός επρόσεχε πολύ περισσότερον εις αυτόν ή όσον προηγουμένως, καθόσον το πλήθος ενόμιζεν ότι ο Ζάμολξις φέρει τα προστάγματα κατά διαταγήν των θεών. Η συνήθεια δε αύτη των Γετών έμεινε μέχρι των τελευταίων χρόνων της ανεξαρτησίας των, το να ευρίσκεται δηλαδή πάντοτε κάποιος να έχη αυτό το ήθος και αυτό το αξίωμα, όστις να είνε μεν είς τους βασιλείς σύμβουλος, να ονομάζεται δε από τους Γέτας θεός. Και το όρος δε, όπου έμεινε ό Ζάμολξις, εθεωρήθη ιερόν και το ωνόμαζον άγιον. Ώνομάζετο δε όρος Κωγαίονον, ομώνυμον προς τον εκεί πλησίον ρέοντα ποταμόν. Και το να απέχουν δε οι Γέται από τα έμψυχα και να μη τρώγουν εν γένει κρέας, δηλαδή ή Πυθαγόρειος συνήθεια, έμεινεν εις τους Γέτας κατά σύστασιν και διδασκαλίαν του Ζαμόλξιος291.
Δια τον Ζάμολξιν τούτον γράφει και ο εκ Συρίας νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος. «Είχε δε ο Πυθαγόρας πλησίον του και άλλο μειράκιον, το οποίον απέκτησεν από την θράκην, ονομαζόμενον Ζάμολξιν, διότι, όταν εγεννήθη, έρριψαν επάνω του, δια να το σκεπάσουν, δοράν άρκτου. Και επειδή οι θράκες ονομάζουν το δέρμα ζαλμόν ,ωνομάσθη το παιδίον Ζάμολξις. Αγαπών δε αυτόν ό Πυθαγόρας τον εδίδαξε την μεταφυσικήν θεω-ρίαν, ως και τα περί ιερουργίας και τάς αλλάς εις τους θεούς θρησκείας292.
θα έξηγήσωμεν εις το οικείον κεφάλαιον του βιβλίου τούτου, ότι ο Ζάμολξις πρέπει να λέγεται Ζάλμοξις.
Ο Αριστοτέλης κατατάσσει τον Ζάμολξιν μεταξύ των αρχαιοτέρων φιλοσόφων. «Το της φιλοσοφίας έργον ένιοι φασίν από βαρβάρων άρξαι. Αριστοτέλης εν τω Μαγικώ και Σωτίων εν τω είκοστώ τρίτω της Διαδοχής κατατάσσει μεταξύ τούτων και τον θράκα Ζάμολςιν»293.
«Έσχε δε Πυθαγόρας και δούλον Ζάμολξιν, εις τον όποιον οι Γέται θύουσιν»294.
Ό δε Μνασέας λέγει, ότι οι Γέται τιμώσι τον Κρόνον και τον ονομάζουν Ζάμολξιν295.
Βασιλείς των Γετών γνωστοί εΐνε οι έξης.
Δρομιχαίτης.
Κατέστη γνωστότατος από τους πολέμους, τους οποίους έκαμεν ό Λυσίμαχος εναντίον του άφαιρέσας πολλάς χώρας του, προ πάντων τάς κάτωθεν του 'Ιστρου ευρισκομένας Είς τίνα των πολέμων τούτων ό Δρομιχαί-της συνέλαβεν αιχμάλωτον τον υιόν του Λυσιμάχου Αγαθοκλήν, τον άπέστειλεν όμως πάλιν προς τον πατέρα του σώον με δώρα. Και τούτο οι Γέται τό έκαμον σκοπίμως, άφ' ενός μεν δια να έχουν καταφύγιον, εάν τυχόν κατά παράδοξον της τύχης μεταστροφήν ή έκβασις του πολέμου ήθελεν αποβή εναντίον των, αφ' ετέρου δε ελπίζοντες ότι δια της φιλανθρωπίας των ταύτης θα ελάμβανον οπίσω την χωράν, την οποίαν είχεν αφαιρέσει, παρ' αυτών ο Λυσίμαχος. Διότι δεν ήλπιζον, ότι Φα δυνηθούν ποτε να υπερισχύσουν εις τον πόλεμον δια των οπλών.
Άλλ' αί ελπίδες αύται και οι υπολογισμοί των Γετών δεν έπραγματοποιήΦησαν, διότι ό Λυσίμαχος έξηκολούθησε τον πόλεμον. Είς τινα όμως μάχην κατά το έτος 292 π. Χ. ό Λυσίμαχος συνελήφθη αιχμάλωτος και ό βασιλεύς Δρομιχαίτης δεξιωθείς αυτόν φιλοφρονέστατα και φιλήσας αυτόν τον ωνόμασε πατέρα και τον ωδήγησε με τα τέκνα του εις την πρωτεύουσαν, ή οποία ωνομάζετο 'Ηλις.
Συνέβησαν δε τότε αξιοπερίεργα πράγματα. "Οταν δηλαδή ό στρατός των Μακεδόνων παρεδόθη εις τους θράκας, έτρεξαν οι θράκες και εφώναζον να οδηγηθή ό συλληφθείς βασιλεύς εις το μέσον και να τιμωρηθή ενώπιον των. Είχον δε την αξίωσιν να τιμωρήσουν αυτοί οι ίδιοι τους αιχμαλώτους, διότι εφρόνουν, ότι το πλήθος, το όποιον προ πάντων προ-κινδυνεΰει εις τάς μάχας, αυτό πρέπει να έχη την εξουσίαν εις τοιαύτας περιστάσεις.Ό Δρομιχαίτης όμως δεν συνεφώνησε με το πλήθος δια την τιμωρίαν του βασιλέως και εδίδαξε τους στρατιώτας, ότι συμφέρει να σωθή ό βασιλεύς, διότι, εάν μεν φονευθή ό βασιλεύς Λυσίμαχος, άλλοι βασιλείς θα καταλάβουν την δυναστείαν του, ή οποία πιθανόν να είνε και πολύ φοβερωτέρα της προηγουμένης, ένω, εάν σωθή, θα χρεώστη χάριν εις τους θράκας δια την σωτηρίαν του και θά αποδώση οπίσω τα φρούρια, τα όποια προηγουμένως ήσαν των θρακών και τα είχον αφαιρέσει οι Μακεδόνες. Αφού δε το πλήθος συγκατένευσεν είς τους φρόνιμους τούτους λόγους του Δρομιχαίτου, ούτος αναζητήσας μεταξύ των αιχμαλώτων τους φίλους του Λυσιμάχου και εκείνους, οί όποιοι ήσαν συνηθισμένοι να περιποιούνται τον βασιλέα των, τους ωδήγησε προς τον αιχμάλωτον βασιλέα. Μετά ταύτα δε ετέλεσε θυσίαν και παρέλαβεν είς το γεύμα τον Λυσίμαχον με τους φίλους του και τους πλέον διακεκριμένους εκ των θρακών. Παρασκευάσας δε δύο σειράς καθισμάτων και τραπεζών είς τον Λυσίμαχον μεν και τους ιδικούς του έστρωσε την κυριευθεϊσαν βασιλικήν στρωμνήν, ό οποία ήτο πολυτελέστατη, είς δε τον εαυτόν του και τους φίλους του έστρωσε ν ευτελή στιβάδα. "Οταν δε πλέον προετοιμάστηκε το δείπνον, είς εκείνους μεν πα-ρέΦεσεν επάνω είς άργυραν τράπεζαν φαγητά πολυποίκιλα και πολυτελέστατα, είς δε τους θράκας λαχανικά και κρέατα μετρίως παρεσκευασμένα επάνω είς σανίδα ευτελή ευρισκομένην επί της τραπέζης. Και το σπουδαιό-τερον' είς μεν τους Μακεδόνας προσέφερεν οίνον είς αργυρά και χρυσά ποτήρια, είς δε τους ιδικούς του εις ξύλινα και κεράτινα, καθώς συνήθιζαν οι Γέται.
Ενώ δε επροχωροΰσε το ποτόν, γεμίσας το μεγαλείτερον των κεράτων και προσφωνήσας τον Λυσίμαχον πατέρα τον ηρώτησε ποίον εκ των δύο δείπνων τω εφάνη βασιλικώτερον, το Μακεδονικόν ή το θρακικόν . . . 296.
Είς το σημείον τούτο τελειώνει το απόσπασμα Διόδωρου του Σικε-λιώτου, όπως άλλως τε δυστυχώς είνε ατελή ή εχάθησαν τελείως τόσα έργα της κλασικής αρχαιότητος, αναφερόμενα είς την ιστορίαν των θρακών. Ευτυχώς την συνέχειαν του ιστορικού τούτου δείπνου την εύρίσκομεν είς τον Στράβωνα και εις τι άλλο απόσπασμα.
Ό Δρομιχαίτης δηλαδή παραλληλίσας τα δύο δείπνα ετόνισε την πολυτέλειαν και ευμάρειαν της βασιλικής αυλής των Μακεδόνων και έδειξεν εις τον Λυσίμαχον την πενίαν, είς την οποίαν ευρίσκετο αυτός και το έθνος του, ωσαύτως δε και την αυτάρκειαν, τον συνεβούλευσε δε να μη πολεμή εναντίον τοιούτων ανθρώπων, αλλά να τους μεταχειρίζεται ως φίλους. Ταύτα δε ειπών και φιλοξενήσας αυτόν συνέδεσε φιλίαν με τον Λυσίμαχον και τον απέλυσεν297.
Αφού δε ο Λυσίμαχος απήντησεν είς τον Δρομιχαίτην, ότι τω εφάνη βασιλικώτερον το Μακεδονικόν δείπνον, διατί λοιπόν τότε, είπεν ο Δρομιχαίτης, αφήκες τοιαύτας συνήθειας και βίον λαμπρόν, ως και βασιλείαν επιφανεστέραν, και επεθύμησες να έλθης είς ανθρώπους βαρβάρους και ζώντας βίον θηριώδη, είς χώραν δυσχείμερον και σπανίζουσαν είς ήμερους καρπούς ;
»Ό δε Λυσίμαχος απεκρίθη. «Ηγνόουν τάς κακουχίας, τάς οποίας προξενεί ή χώρα σας και τους κινδύνους ενός τοιούτου πολέμου. Τόρα δε ομολογώ και οφείλω είς εσένα πολλάς χάριτας, δια τούτο και θά είμαι πιστός σου σύμμαχος. Εάν δε θέλης, λάβε την ωραιοτέραν από τάς θυγατέρας μου ως σύζυγον»298.
Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται πόσον υπέροχον ευθυκρισίαν και πόσον ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματα είχεν 6 ηρωικός εκείνος βασιλεύς των αποκαλουμένων βαρβάρων θρακών.
Την ευγένειαν της ψυχής και την μεγαλοψυχίαν του Δρομιχαίτου επαινεί και ο Πλούταρχος λέγων ότι «ο Σέλευκος κατηγορήθη και μετενόησε πάρα πολύ, διότι υπωπτεύθηκε τον Δημήτριον, ούτε καν εμιμήθη τον Δρομιχαίτην, άνδρα βάρβαρον θράκα, όστις συλλαβών τον Λυσίμαχον τον μετεχειρίσθη τόσον φιλανθρώπως και βασιλικώς»299.
Κατά τον ιστορικόν Πολύβιον ο Λυσίμαχος πρώτα επολέμησεν εναντίον των Οδρυσών, έπειτα δε τον Δρομιχαίτην και τους Γέτας.
Οτι δε επολέμησεν εναντίον ανδρών εμπειροπολέμων και πολυαρι-θμοτέρων του, φαίνεται από το γεγονός, ότι και δ ίδιος μόλις διέφυγε τον κίνδυνον του να συλληφθή αιχμάλωτος, δ δε υιός του, πρώτην φοράν τότε συνεκστρατεύσας με τον πατέρα του, συνελήφθη αιχμάλωτος. Ό Λυσίμαχος όμως, όστις, αποθανόντος του Αλεξάνδρου, εβασίλευσεν εις τους θράκας, εξηκολούθησε τον πόλεμον εναντίον των Γετών και μη δυνάμενος να αδιαφορήσγ) δια την αιχμαλωσίαν του υιού του Αγαθοκλέους, συνεβιβάσθη με τον Δρομιχαίτην και έκαμε με αυτόν ειρήνην αφήσας υλας τάς πέραν του "Ιστρου χώρας εις τον Γέτην και κατ' ανάγκην έδωκε την θυγατέρα του εις αυτόν. Λέγουν δε μερικοί, ότι όχι ο Αγαθοκλής, άλλ' ο ίδιος δ Λυσίμαχος συνελήφθη αιχμάλωτος300.
Ό δε Στράβων λέγει ρητώς, ότι δ Λυσίμαχος εκστρατεύσας εναντίον των Γετών όχι μόνον εκινδύνευσεν, άλλα και συνελήφθη αιχμάλωτος, εσώθη δε, διότι δ βάρβαρος βασιλεύς εφάνη προς αυτόν τόσον πολύ φιλάνθρωπος301.
Βοιρεβίστας.
Μετά τον Δρομιχαίτην γνωστός βασιλεύς των Γετών κατά την πρώτην π.Χ. εκατονταετηρίδα. Ούτος ήτο εξ ίσου ανδρείος και μεγαλόψυχος βασιλεύς. Έβασίλευσε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν δηλαδή ή Μακεδονία ήτο επαρχία Ρωμαϊκή, ή δε Θράκη διετέλει υπό την επιρροήν των Ρωμαίων.
0 Βοιρεβίστας ανελθών εις τον θρόνον των Γετών ανέλαβε να διοίκηση κράτος, το οποίον από τους αδιάλειπτους πολέμους είχεν ερημωθή και οι υπήκοοι του ήσαν κατεστραμμένοι. Και όμως δια της σιδηράς πειθαρχίας, της νηφαλιότητας του και της προσηλώσεως είς τους νόμους και τάς διαταγάς του εκ μέρους των Γετών εντός ολίγων ετών κατώρθωσε να μεγαλώσω το κράτος του και να καθυποτάξη τους περισσοτέρους εκ των γειτόνων του. Τόσον δε ισχυρός είχεν αποβή, ώστε και εις αυτούς ακόμη τους πανίσχυρους Ρωμαίους ήτο επίφοβος διαβαίνων τον Ίστρον και λεηλατών την Θράκην μέχρι της Μακεδονίας. Επί Βοιρεβίστα το κράτος των Γετών έφθασεν εις την μεγαλειτέραν του ακμήν, όπως το κράτος των Όδρυσών επί Σιτάλκου.
Συναγωνιστήν δε και συνεργάτην του ό Βοιρεβίστας εις το να πειθαρ-χή προς αυτόν το έθνος των Γετών είχε τον Δεκαίνεον, άνδρα γόητα, πε-ριηγηθέντα την Αίγυητον, επομένως σοφόν και γνωρίζοντα να εξηγή τα σημεία των θεών, υποκρινόμενον τα θεία, δια τούτο δε ολίγον έλειψε να γίνη και αυτός, ως ό Ζάμολξις, θεός εις τους Γέτας.
Κατέστη όμως με τα προτερήματά του μυστικοσύμβουλος του βασιλέως. Σημείον δε της τυφλής προς τον Βοιρεβίσταν υπακοής των Γετών ήτο, ότι κατεπείσθησαν να εκριζώσουν τα αμπέλια των και να ζώσι χωρίς οίνον.
Πρωτεύουσαν είχεν ό Βοιρεβίστας την πόλιν Άργεδαυα, διεκρίνετο δε δια την εξαιρετικήν του ευσέβειαν. Σχετικά προς αυτόν αναφέρονται εις επιγραφήν του Dittemberger..
Έπορεύθη εις Αργέδαυον προς τον πατέρα του βασιλέως Βυρεβίστα .... θεών δε των εν Σαμοθράκη τον στέφανον ανειληφώς δια βίου τάς τε πομπάς και τάς θυσίας επιτελεί υπέρ τε των μυστών και της πόλεως .... Βυρεβίστα πρώτου και μεγίστου γεγονότος των επι Θράκης βασιλέων και πάσαν την τε πέραν του πόταμου και την επί τάδε κατεσχηκότος302.
Απέθανε δε ο Βοιρεβίστας μακράν του θρόνου του, από τον όποιον τον έρριψαν οι Γέται στασιάσαντες, δυσαρεστηθέντες, ως φαίνεται, δια την υπερβολικήν του αυστηρότητα και νηφαλιότητα, συνέβη δε τούτο πρίν η εκστρατευσουν οι Ρωμαίοι κατά των Γετών.
Οι διαδεχθέντες αυτόν εις την αρχήν εφιλονίκησαν αναμεταξύ των και το κράτος των Γετών διαιρέθηκε εις πολλά τμήματα. Και όταν αργότερον ό Καίσαρ Αύγουστος έστειλε στρατόν εναντίον των, το κράτος των Γετών ήτο διηρημένον εις τέσσαρα303.
Διοκόμης.
Ήτο βασιλεύς των Γετών επί Αντωνίου304.
Αριοφάρης.
Ισχυρός βασιλεύς των Γετών. Ό Γέτης ούτος βασιλεύς έγινε γνωστός από την συμμαχίαν του με τον Ευμηλον. Εις τον Κιμμέριον δηλαδή Βόσπορον μετά τον θάνατον του Παρυσάδου έγινε φιλονικία μεταξύ των δυσ υιών του, του Σατύρου και του Ευμήλου, ποιος να καταλάβη τον πατρικόν Θρόνον. Ό Αριοφάρης εβοήθησε τον Εύμηλον με είκοσι χιλιάδας ίππείς και είκοσι δυο χιλιάδας πεζούς, πλην ό Σάτυρος τους ενίκησε και υπερίσχυσε305.
Μετά τον θάνατον του Βοιρεβίστα το έθνος πλέον των Γετών εξησθένησεν υπό εμφυλίων σπαραγμών και των συχνών προς τους Ρωμαίους πολέμων. Ένω δε άλλοτε οι Γέται παρέτασσον και διακοσίας χιλιάδας στρατόν, είχον δε πολύ αυξηθή και οί Γέται και οι ομόγλωσσοί των Δακοί, είμπο-ρούσαν να παρατάξουν κατά την εποχήν ταυτην μόνον σαράντα χιλιάδας ανδρών306.
Έκτος τούτου και ό ύπατος Αίλιος Κάτων είχε μεταφέρει είς την Μοισίαν πενήντα χιλιάδας Γετών.
Κατά τα έτη δε 30 και 20 π. Χ. ό ανθύπατος Μάρκος Λικίνιος Κράσ-σος ορμηθείς εκ Μακεδονίας ηλθε και επολέμησε προς πολλά έθνη και άλλα μεν ενίκησεν, άλλα δε καθυπέταξαν ερηνικώς.Τά έθνη δε ταύτα τον παλαιόν μεν καιρόν ωνομάζοντο Μυσοϊ και Γέται, νεμόμενα όλόκληρον την μεταξύ του Αίμου και Ιστρου χωράν, προϊόντος δε του χρόνου, τινά εξ αυτών έλαβον και άλλα ονόματα. Όλόκληρος δε ή χώρα, ή από της Παιανίας και Δαρδανίας και Μακεδονίας, προσεχώρησεν είς ένα κοινόν όνομα και ωνομάσθη Μυσία (Μοισία). Περιέχει, δε ή χώρα αυτή πολλά έθνη, μεταξύ των οποίων και οί Τριβαλλοί καΐ οί Δαρδάνιοι307.
Ό Κράσσος επολέμησε δραστηρίως και ωμώς, αλλά και επιτυχώς εναντίον των Δάκων, ως και των γειτόνων αυτών Μοισών. Δια των πολέμων δε τούτων εξησφαλίσθησαν τα όρια της ρωμαϊκής Μακεδονίας από τάς επιδρομάς των θρακών.
Τον Κράσσον τότε εβοήθησε κατά των θρακών και άλλων εθνών ό βασιλεύς των Γετών Ρώλης, όστις ελθών εις την Ρώμην εκηρύχθη φίλος και σύμμαχος του Καίσαρος.
Σύγχρονος με τον Ρώλην ήτο ό Δάπυξ, βασιλεύς Γετών τίνων, διότι εϊπομεν, ότι οί Γέται μετά τον Βοιρεβίσταν εϊχον διαιρεθή είς τέσσαρα τμήματα.
«Ρώλης, βασιλεύς των Γετών επί Καίσαρος, βοηθήσας τον Κράσσον κατά των Βασταρνών και ελθών είς τον Καίσαρα φίλος και σύμμαχος αυτοϋ ενομίσθη».
«Ό Κράσσος Μέρδονς και Σερδούς μάχαις επεκράτησε».
«Δάπυξ, Γετών τίνων βασιλεύς, σύγχρονος με τον Ρώλην308.
Εν γένει δε όλα τα Θρακικά έθνη υπετάγησαν εις τους Ρωμαίους κατόπιν μακροχρονίων και αιματηρών πολέμων. «Και εκ των Ιλλυριών δε και των Θρακών οι πλησιόχωροι εις τους Έλληνας και τους Μακεδόνας έκαμον αρχήν του πολέμου εναντίον των Ρωμαίων και διετέλεσαν πολεμούντες προς αυτούς μέχρι της καταλύσεως όλων των κρατών, τα όποια συμπε-ριελαμβάνοντο μεταξύ του Ίστρου και του Άλυος ποταμού»309.
Ή οριστική κατοχή των Γετών και ή κατάλυσις του κράτους αυτών συνέβη επί του αυτοκράτορας ΤΡΑΪΑΝΟΥ310.
Έκτοτε πλέον ή πλουσιωτάτη χώρα των Γετών έγινεν επαρχία Ρωμαϊκή μετονομασθείσα Δακία.
ΔΑΚΟΙ ή ΔΑΚΕΣ ή ΔΑΟΙ
Ήσαν και αυτοί Γέται έχοντες την ιδίαν με αυτούς γλώσσαν. Και Γέται μεν ωνομάζοντο, όσοι ευρίσκοντο εις τάς ανατολικάς χώρας του Δουνάβεως προς τον Εύξεινον, δηλαδή εις την σημερινήν ανατολικήν Ρου-μανίαν, την προπολεμικήν, εννοείται, Δακοί δε, οι εις τάς δυτικάς επαρχίας της Ρουμανίας προς την Γερμανίαν, όπως λέγει ό Στράβων, δηλαδή εις την δυτικήν προπολεμικήν Ρουμανίαν, εις την Ουγγαρίαν και το Βα-νάτον πέραν των Καρπαθίων, οικούντες, «οι οποίοι, όπως λέγει ό αρχαίος γεωγράφος, νομίζω ότι τον παλαιόν καιρόν έκαλούντο Δάοι, εξ ου και εις την Άττικήν έγινε συνήθεια να ονομάζουν γενικώς τους ίκέτας (ύπηρέτας, δούλους) αδιακρίτως προελεύσεως Γέτας ή Δάους»311.
Ή Δακία κυρίως είχεν όρια προς ανατολάς τα Καρπάθια, προς νότον δε τον Δούναβιν μέχρι της Αξιουπόλεως312.
Ό αυτοκράτωρ της Ρώμης Δομιτιανός επολέμησε τους Δάκας κατά τα έτη 86—89 μ.Χ.
Ό δε αυτοκράτωρ Τραϊανός μετά συνεχείς πολέμους (101 —109 μ. Χ.) κατήργησεν εντελώς το βασίλειον των Δάκων κατά το 109 μ. Χ.
Ό Δεχέβαλος, βασιλεύς των Δάκων επί Δομιτιανού και Τραϊανού, ενικήθη εις την μάχην, άφου επολέμησεν ηρωικότατα και ηυτοκτόνησεν εις το πεδίον της μάχης. Ή κεφαλή του τελευταίου βασιλέως των Δάκων εκομίσθη εις την Ρώμην313.
Κατά τον ίστοριογράφον Ζωναράν ό Τραϊανός έξεστράτευσεν Ιναντίον τών Δάκων. Πληροφορηθείς δε ό τότε βασιλεύς τών Δάκων Δεκέβαλος την κατά του έθνους του εκστρατείαν εφοβήθη, διότι εγνώριζεν, ότι ό Τραϊανός ήτο στρατηγικότατος. Κατά την συμπλοκήν οι Ρωμαίοι εφόνευσαν πολλούς εκ τών Δάκων, άλλ' δχι ολίγοι ετραυματίσθησαν και εξ αυτών. Τόσοι δε ήσαν οί τραυματίαι των, ώστε, εκλιπόντων τών επιδέσμων των, ό Τραϊανός δεν εφείσθη ούτε την εσθήτά του.
Αφού δε μετά μεγίστης δυσχέρειας επλησίασεν εις την πρωτεύουσαν, ό Δεκέβαλος έστειλε προς τον Τραϊανόν πρέσβεις υποσχεθείς να παραδώ-ση όλα και. ελθών προσεκύνησε τον Τραϊανόν, όστις τοιουτοτρόπως εθρι-άμβευσε και ονομάσθη Δακικός.
Επειδή δε ό Δεκέβαλος κατόπιν κατεπάτησε τάς γενόμενος συνθήκας, ό Τραϊανός γεφυρώσας τον Ίστρον επετέθη κατά του Δεκεβάλου.
Μόλις δε και με κίνδυνον ενίκησε τους Δάκος. Και ό Δεκέβαλος απελπισθείς ηυτοκτόνησεν, έκτοτε δε το έθνος τών Δάκων και ή χώρα των υπε-τάγησαν εις τους Ρωμαίους314.
Ό Δεκέβαλος χαρακτηρίζεται ως πανούργος εις τάς προς τους Ρωμαίους περί ειρήνης διαπραγματεύσεις του. Έστειλε δε πρέσβεις περί ειρήνης μετά την αποτυχίαν του εις τάς μάχας και προς τον Δομιτιανόν και προς τον Τραϊανόν315.
Η χώρα του Δεκεβάλου κατελήφθη ολόκληρος καί έγινεν υπήκοος τών Ρωμαίων, οί όποιοι εις την πλουσιωτάτην καί απέραντον χωράν τών Γετών καί Δακών έκτισαν πολλάς αποικίας, γενικώς δε ως επαρχία Ρωμαϊκή ωνομάσθη Δακία316.
ΕΙς την Δακίαν ό Πτολεμαίος μνημονεύει πόλεις τάς εξής.
Δακίδαυα, Άρκοβάδαρα, Πατρίδαυα, Καρσίδαυα, Πετρόδαυα, Νάπου-κα, Σανγίδαυα ή Σάνδαυα, Δρουβησός, Ούτίδαυα, Μαρκόδαυα, Ζιρίδαυα, Γερμίζερα, Σιγγίδαυα, Ζουρίβαρα, Νετίνδαυα317.
Τα ονόματα τών Θρακικών τούτων πόλεων έχουν μεγάλην ομοιότητα με τάς υπό του ιστορικού Προκοπίου μνημονευόμενος ονομασίας τών επί της ,Ροδόπης Θρακικών φρουρίων καί άλλων Θρακικών πόλεων, διότι, ως θά εξηγήσωμεν εις άλλο κεφάλαιον, καί οί Δακες ωμιλούσαν Θρακικήν γλώσσαν, καθό Θράκες καί αυτοί.
ΚΙΜΜΕΡΙΟΙ
Κατά την νεωτέραν ίστορικήν έκδοχήν μεταξύ τών αρχαίων θρακικών εθνών κατατάσσονται και οί Κιμμέριοι.
Κατά τον Όμηρον οί Κιμμέριοι κατοικούσαν εις τα πέρατα του Ώκεανού υπό ζοφερόν ούρανόν και μη βλέποντες ποτέ τον ηλιον318.
Κατά τον Περιηγητήν Διονυσιον.
«Κιμμέριοι ναίουσιν υπό ψυχρώ πόδι Ταύρου»319.
Κατ' αρχάς οί Κιμμέριοι είχον εγκαταστάτη εις την σημερινήν νότιον Ρωσίαν ιδρύσαντες εκεί το κράτος των παρά τον ποταμόν Τάναϊν εις την μεταξύ Καρπαθίων ορέων και Δνειστέρου πόταμου περιοχήν, αλλ' άπεδιώ-χθησαν εκείθεν υπό των πολυαριθμοτέρων και ισχυρότερων Σκυθών. Οί δε κατά την ιστορικήν εποχήν Κιμμέριοι περιωρίσθησαν μόνον εις την χωράν την περί την Μαιώτιν λίμνην, εις την Εύρωπαϊκήν Σαρματίαν και την Ταυρικήν χερσόνησον αφήσαντες εις τους Σκύθας μέγα μέρος της αρχικής των εστίας. Καθώς δε λέγει ό Ηρόδοτος, «και νυν εστί εν τη Σκυθι-κη Κιμμέρια τείχη, εστί δε πορθμήια Κιμμέρια, εστί δε και χώρη ούνομα Κιμμερίη, εστί δε Βόσπορος Κιμμέριος καλεόμενος»320.
Διωχθέντες υπό των Σκυθών οί Κιμμέριοι μετέβησαν δια ξηράς εις την Άρμενίαν και τον Πόντον και επολέμησαν κατά το 714 π. Χ. τους Ασσυρίους. Κατόπιν εγκατέλιπον την Μικράν Ασίαν. Άλλα κατά το 650 π. Χ. ελεηλάτησαν τάς Σάρδεις, απεδιώχθησαν δε από την Λυδίαν υπό του βασιλέως των Λυδών Αλυάττου321.
Περί των πολέμων και εφόδων τούτων των Κιμμερίων εις την Μικράν Ασίαν διεσώθησαν ειδήσεις, ότι ηρχισαν μετά τα Τρωικά και ότι υπήρξαν επανειλημμέναι.
«Και καθ' Όμηρον ή μικρόν προ αυτου λέγουσι την των Κιμμερίων έφοδον γενέσθαι την μέχρι της Αίολίδος και της Ιωνίας»322.
«Μετά δε τα Τρωικά αί των Ελλήνων αποικίαι και αί των Τρηρών και Κιμμερίων έφοδοι»323.
«Φησί δε Καλλισθένης αλώναι τάς Σάρδεις υπό Κιμμερίων πρώτον, ειθ' υπό Τρηρών και Λυκίων»324.
«Και το παλαιόν συνέβη τοις Μάγνησιν υπό Τρηρών άρδην αναιρεθή-ναι, Κιμμεριχον έθνους, εύτυχήσαντος πολύν χρόνον»325.
«Αλλης δε τίνος εφόδου των Κιμμερίων ,μέμνημαι πρεσβυτέρας, ό Καλλίνος επάν φη «νυν δε επί Κιμμερίων στρατός έρχεται oβριμοεργών», εν η την Σάρδεων άλωσιν δήλοι»326.
«Εκέκτηντο δε οί Κιμμέριοι μεγάλην ποτέ δύναμιν εν τω Βοσπόρω, διό και Κιμμερικός Βόσπορος ωνομάσθη. Ούτοι δε είσιν οί τους την μεσόγαιαν οικούντας εν τοις δεξιοίς μέρεσι του Πόντου μέχρι Ιωνίας επιδραμόντες. Τούτους μεν ου ν εξήλασαν εκ των τόπων Σκύθαι, τους δε Σκύθας Έλληνες οί Παντικάπαιον και τάς αλλάς οικήσαντες πόλεις τάς εν Βοσπόρω»327.
«Οί δε Κιμμέριοι, ου; και Τρήρας ονομάζουσιν ή εκείνων τι έθνος, πολλάκις επέδραμον τα δεξιά μέρη του Πόντου και τα συνεχή αυτοίς, τότε μεν επί Παφλαγόνας, τοτέ δε και Φρύγας εμβαλόντες, ηνίκα Μίδαν ταύρου πιόντα αίμα φασίν απελθείν εις το χρεών ..... Πολλάκις δε και οί Κιμμέριοι και οί Τρήρες εποιήσαντο τάς τοιαύτας εφόδους»328.
Εκ της τελευταίας παραγράφου του γεωγράφου πληροφορούμεθα, ότι οί Κιμμέριοι εθεωρούντο οί ίδιοι με τους Τρήρας Θράκας ή κλάδος εκείνων.
Άλλ' οί Κιμμέριοι εθεωροΰντο επίσης οί ίδιοι και με τους Κίμβρους.
«Ληστρικοί και πλανήτες όντες οί Κίμβροι και μέχρι των περί Μαιώτιν εποιήσαντο στρατείαν, απ' εκείνων δε και ό Κιμμέριος κληθείη Βόσπορος, οίον Κιμβρικός, Κιμμερίους τους Κίμβρους ονομασάντων των Ελλήνων»329.
Οί Κιμμέριοι εις την νότιον Ρωσίαν εσχημάτισαν από τον πέμπτον αιώνα κράτος ισχυρόν. Ό άρχηγέτης της δυναστείας των Κιμμερίων, όστις εβασίλευσεν εις τον Κιμμέριον Βόσπορον, της δυναστείας των Σπαρτοκίδών, ήτο, ως φαίνεται εκ του ονόματος, Θρακικής προελεύσεως και καταγωγής. Ό γενάρχης Σπάρτοκος εβασίλευσε περί τα 438 — 431 π. Χ.
Υπήρχεν, ως είπομεν, και πόλις Βόσπορος των Κιμμερίων.
«Βόσπορος πόλις Πόντου κατά τον Κιμμέριον κόλπον, ως Φίλων»330.
Σημαντικός αριθμός Κιμμερίων έζη και εις τάς παρά τον Κιμμέριον Βόσπορον Έλληνικάς αποικίας. Εκ τούτων αξιολογωτέρα, παραλία παρά τάς εκβολάς του πόταμου Τανάϊδος, συνάμα δε εμπορική, ήτο ή πόλις Τά-ναϊς, από την οποίαν οί Έλληνες επρομηθεύοντο δούλους, δέρματα, υφάσματα, οίνον και διάφορα άλλα προϊόντα331.
Βασιλείς των Κιμμερίων εμνημονεύοντο πολλοί.
Λεύκων, κατά τους χρόνους του Φιλίππου, βασίλευσας 40 ετη.
Σπάρτοκος ή Σπαρτακός, υίός του και διάδοχος του.
Παρισάδης ή Παιρισάδης, αδελφός του Σπαρτόκου, βασιλεύσας έτη 38. Από τούτον ό Μιθριδάτης ό Ευπάτωρ, πολεμών εναντίον των Σκυθών αφήρεσε τον Βόσπορον και έγινε κύριος αυτού332.
Κατά τον Στράβωνα ή χώρα των Κιμμερίων εμοναρχείτο υπό δυναστών, ως ό Λευκών, ό Σάτυρος και ό Παιρισάδης, εκαλούντο δε τύραννοι, μολονότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν επιεικείς.
Ό δε Παιρισάδης ελατρεύθη υπό των Κιμμερίων και ως θεός. Με τούτον ομώνυμος ήτο και ό τελευταίος Παιρισάδης, όστις παρέδωκε την αρχήν είς τον Μιθριδάτην Ευπάτορα333.
Άκης, φέρεται ώς βασιλεύσας κατά τον δεύτερον π.Χ. αιώνα.
Κατά δε την ρωμαϊκήν εποχήν πολλοί των Κιμμερίων βασιλείς φέρουν ονόματα καθαρώς Θρακικά, ως Ρησκούπορις, Γησαίπυρις, Κότυς, Ροιμητάλκης, Ραδαμσάδης κτλ.
«Κόνυς βασιλεύς, επί Νέρωνος., υίός του Άσπούργου, ευξάμενος καθιέρωσε»334.
Ραδαμσάδιος βασιλεύς335.
«Ροιμητάλκης βασιλεύς αυτοκράτορα Καίσαρα Τραϊανόν ευχάριστων ανέστησεν»336.
Είς την Κιμμερίαν και την Σαρματίαν υπήρχον και πόλεις φέρουσαι Θρακικά ονόματα, ως Αμάδοκα, Ορδησσός κτλ.
Όλοι ανεξαιρέτως οι Κιμμέριοι βασιλείς έκοψαν νομίσματα με Ελληνικά γράμματα.
Έκτος των Θρακικών τούτων εθνών, το όποια περιεγράψαμεν, υπό Ιστορικών και γεωγράφων, των οποίων τα συγγράμματα εχάθησαν και γίνεται μνεία τούτων είς διάφορα κείμενα, μνημονεύονται διάφορα Θρακικά έθνη, τα όποια παραθέτομεν.
Σαύραι, έθνος Θράκιον337.
Δάρσιοι, έθνος Θράκιον, Εκαταίος Ευρώπη338.
Δεαιλοί, έθνος Θρακικόν, Εκαταίος Ευρώπη339.
Δίαόραι, εβνος θρακικόν, Εκαταίος Ευρώπη340.
Έντριβαί, έθνος Θράκης, Εκαταίος Ευρώπη341.
Ζηράνιοι, έθνος Θράκης, θεόπομπος εν είκοστω πέμπτω342.
Ξάνθοι, έθνος Θράκης, Εκαταίος Ευρώπη343.
Σίρες, έθνος Θράκης υπέρ τους Βυζαντίους344.
Τρίσπλαι, έθνος Θράκης, Εκαταίος Ευρώπη345.
Σινδοναίοι, Θράκιον έθνος, Εκαταίος Ευρώπη346.
Σκαιοί, έθνος Θράκης μεταξύ της Τρωάδας και της Θράκης347.
Δατύλεπτοι348.
Βάντιοι, 349.
Τρίζοί, προς νότον Ίστρου350.
Ίστροί, Θρακες υπέρ τους Ύλλους, έθνους Ιλλυρικού351.
Αξειώται, Τρωικόν έθνος352.
Άρτακοι, έθνος θρακικόν παρά τον Αίμον καΐ ή χώρα Αρτακινή. Ως και Ήρα Αρτακινή, άλλα επίσης και ο Τόνζος ποταμός Άρτακος353.
Άλογχοι, έθνος Θρακών. «Αλόγχους μιμείσθαι, ο εστίν έθνος Θρακών, (άλογχον δε δόρυ, το σίδηρον)354.
Λιβύτρωες, Θρακες (Λίβυες — Τρώες).
Ούτοι ήσαν Λίβυες, οίτινες μεταναστευσαντες από την Λιβυην είς την Θράκην άνεμίγησαν με τους Θράκας355.
Σάχες, Θράκες356.
Σκόμβροι, Θράκιον εθνος357.


ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1) Στράβ. Ζ, 329.
2) Στράβ. ΙΔ, 629.
3) Geοgr. Gr. Μin. Τόμ. Β'. Ευσταθίου Παρεκβ. σελ 290.
4) Geogr. Μin. Τόμ. Λ'. Σκυλ. Καρυανδ. Περικλ. Ευρ. 67. Έκδ, Didot. Παρισ. 1855.
5) Στράβ. Ζ, απ. 24.
6) Στράβ. Ζ, 323. Α, 6.
7) Στράβ. Ζ, 331.
8) Όμ. Ίλ. Ξ. 227.
9) Ηροδ. Ζ, 138.
10) Ορφ. Αργοναυτ. 80.
11) Διοδ. Σικελ. Λ, 81- Ορφ. Άργον. 79. — Απολλοδρ. βιβλίοθ. σελ. 12.
12) Fragm. Ηistor. graecor. Τόμ. Γ'. Θρασύλλ. Μενδησίου 1. Έκδ. Παρίσ. 1874.
13) Πολυβ. ΛΔ, 10.
14) Στράβ. Δ, 209.
15) Ηροδ. Ζ, 22—Στράβ. Ζ, 331.- Ομ. Ίλ. Ξ, 224.- Όμ. ύμν. Απολ. 33.— Ορφ. Αργ. 465.
16) Στραβ. Α, 6. 5) Ομ. Ίλ. Φ, 156
17)Ομ. Ιλ. Φ, 156.
18) Στράβ. Ζ, 329.
19) Μυθογράφοι Έλληνες, Κόνωνος διηγήσεις, σελ. 126. Έκδ. Westermann Brunsvigue 1848.
20) Αυτόθι, σελ. 126.
21) Απολλοδρ. Βιβλιοθ. σελ. 60.
22) Fragm. Ηist. gr. Τόμ. Δ'. Πυθερμ. Εφεσ. Παράδοξα 4.
23) Στράβ. Ζ, 331.
24) Αθην. Ζ, 56
25) Fragm. Gomicor. graec. Τόμ. Γ' Αντιφάνους Θαμύρας σελ. 55. Έκδ. Λυγ. Μeineke. Βερολίνον 1839.
26) Αισχ. Ικέτ. 254. Πέρσ. 497.
27) Θουκυδ. Β, 29.
28) Αριστοτέλους Μετεωρολογ. Τόμ. Α' σελ. 350 έκδ. Bekker. Βερολίνον 1831.
29) Ιωαν. Ζωναρά Ιστ. Θ, 28.
30) Geogr. gr. Μin. Τόμ. Β'. Ψευδοπλουτάρχου περί ποταμών και ορών επωνυμίας, III, σελ. 640.
31) Ευριπ. Ηρακλ. Μαινόμ. στιχ. 386.
32) Ηροδ. Δ, 90- Στράβ. Ζ, 331.
33) Ηροδ. Δ, 91. Ζ, 58.
34) Ηροδ. Δ, 62.
35) Πτολεμ. Κλαυδ. Γεωγραφική υφήγησις Τόμ.. Α'. Μέρ. Α' σελ, 458. Έκδ. Didot. Παρισ. 1901.
36) Αυτόθι, σελ. 442.
37) Στράβ. Ζ, 305, 306. Α, 50. Ζ, 289, 305.
38) Ηροδ. Δ, 94.
39) Πλάτ. Νομ. Β.-Ορφ. Άργον. 1373.- Ησιοδ. Έργ. και ημ. 305 και 547.
40) Αισχ. Πέρσ. 494 και 465.
41) Αισχ. Αγαμέμν. 192.
42) Σοφοκλ. Αντιγ. 589.
43) Σοφοκλ. Οιδ. Τυρ. 196.
44) Decharme, Μυθολ. Αρχ. Ελλάδ. σελ. 595.
45) Ευρ. Ανδρ. 215. Άλκηστ. 67. Ρήσ 921.
46) Αριστοφ. Αχαρν. 138.
47) Απολλων. Ροδ. Αργον. Α, 213.-Ορφ. Αργον. 677.
48) Ορφ. ύμν. 80.
49) Ξενοφ. Αναβ. Ζ, 4, 3, 5.
50) Παυσ. Η, 17.
51) Αριστοτέλους περί θαυμασίων ακουσμάτων, σελ. 845.
52) Αριστ. ρήτορ., Ιερών λόγος Β', σελ. 481. Έκδ. G. Dindorf. Λειψία 1829.
53) Αιλιαν. περί ζώων, βιβλ. δεύτ., σελ. 20. Έκδ. Didot. Παρίσιοι 1858.
54) Πορφυρ. περί αποχής εμψύχων, 17.
55) Θεοφράστ. περί φυτών ιστορ. Βιβλ. Δ', 5. Έκδ. Didot. Παρίσ. 1866.
56) Ομ. Ιλ. Ι, 71.
57) Ομ. Ιλ. Λ, 221,-Πινδρ. Πυθιον. Δ, 365.
58) Ηροδ. Ζ, 25.
59) Ξενοφ. Αναβ. Ζ, 3.
60) Ηροδ. Ζ, 105-115, 125 και 126.
61) Ηροδ. Ε, 3.
62) Φίλοστράτου εις Απολλ. Τυαν. Η, 281.
63) Πολυαίν. Δ, 16.
64) Giseke, Thrakisch - Pelasg. σελ. 16.
65) Παυσ. Α, 9
66) Στράβ. Ζ, 33.
67) Ομ. Ιλ. Ξ, 226. - Ηροδ. Ζ, 112. - Θουκυδ. Β, 29.
68) Στράβ. ΙΒ, 550.
69) Geogr. Graec. Μinor. Ανων. Περιηγ. 414. Έκδ. Didοt Παρίσ. 1855.
70) Ομ. Ιλ. Ρ, 350.- Στράβ. Ζ, 313, 329 και Ζ απ. 4.
71) Παυσ. Θ, 21.
72) Στράβ. Γ, 331.- Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Προλεγόμενα εις Ιλ. και Οδ. 359, 24-26.
73) Ηροδ. Ζ, 185.
74) Ηροδ. Ε, 15, 98.
75) Εragm. Ηist. Gr., Ξανθού Λυδού, 8. - Κωνσταντ. Ποοφυρ. περί Θεμ. Βιβλίον.Ι, κεφάλ. 3.- Frag, Ηist. Gr., Νικ. Δαμ. 71, ως γράφει εν τω ιη' βιβλίω αυτού.
76) Διοδ. Σικελιώτου, Ιστορ. ΙΕ, 1-3. ΙΖ, 8.
77) Ισοκρ. Φιλιππ. 7.
78) Δημοσθ. Α' Φιλιππ. 13. Α' Ολυνθ. 23.
79) Διοδ. Σικελ. ΙΕ, 4.
80) Αυτόθι, Κ, 19.
81) Παυσ. Ι, 13.- Dittemberger, Syll. Inscr. graec. Τόμ. Α', σελ. 208. Έκδ. Λειψίας 1898.
82) Παυσ. Ε, 1.
83) Ρlin. Ηist. Νatur. 10.- Ηροδ. Ε, 42.
84) Στράβ. Ζ, 329.
85) Fragm, Ηist. Gr., Τόμ. Α', Χάρωνος 7.- Αθην. ΙΒ, 9. -ΒCΗ, 1889, σ. 329.
86) Μαργαρ. Δήμιτσα, Αρχ. Γεωγρ. Μακεδονίας, Τόμ. Α', σελ. 569.
87) Fragm. Hist. Gr. Τόμ. Δ', Ηγησίππου - Μυθογρ. Έλλην. Παρθεν.Νικ. σελ. 157.
88) Θουκυδ. Ε, 19.- Ηροδ. Ε, 16.
89) Ηead Barclay, Ελληνική Νομισματολογία, μετάφρ. Ι. Σβορώνου. Το έργον ακολουθούμεν εις τα σχετικά εις το έργον μας περί νομισμάτων, χωρίς πλέον του λοιπού να το αναφέρωμεν, ει μη εις ειδικάς περιπτώσεις.
90) Στράβ Ζ, 331.- Θουκ. Ε, 19. - Πολυβ. 10, 41. - Πλουτ. Σύλλ. 23, - Στέφ. Βυζ. εν λέξει Μαιδοί. - Διονυσ. εν Βασσαρικών ιδ'.
91) Τit. Liv. Ρωμ. Ιστορία, τόμ. Α', (βιβλ. 26, κεφ, 25, σελ. 732, Έκδ. Didot. Παρίσ. 1877.
92) Ομ. Ιλ. Η, 297.
93) Βrandis, Μunzwesen Vorderasiens 6, 608.
94) Στράβ. Ζ, 331.- Θουκ. Α., 100.- Διονυσ. εν Βασσαρ. ιδ'. - ΒCΗ, 1911, σ. 108.
95) Ευριπ. Ρήσ. 972.- Ηροδ. Ζ., 111.
96) Fragm. Ηist. Gr. Τόμ. Α'. Εκατ. αποσπ. 128 και 129. Ένθα «Σατρικένται, έθνος Θράκιον», περί ου ο εκδόιης σημειώνει «populus ignotus» (λαός άγνωστος).- Και Kretschmer, Einleitung in die Gesch. der griech. Sprache, σελ. 239.
97) Νικοδ. Συναξαρ. Τόμ. Γ', σελ. 205. Πρβλ. και το αρχαίον Θρακικόν όνομα Σύρμος και θηλ. Σύρμα, πολλαχού της Θράκης μέχρι σήμερον φερόμενα..
98) Head Barclay, Ελλην. Νομισμ. Τόμ. Α', σελ. 261, ένθα αναφ. και Leake, Northern Greece Γ, σελ. 231.
99) Στράβ. Ζ, αποσπ. 43. - Στέφ. Βυζάντ. εν λέξει.- Αππιαν, 4, 87 και 4, 102. -Ομ. Οδ. Θ, 284, 294.
100) Παυσ. Ζ, 10, 6.
101) Αππιαν. Εμφυλ. πολεμ. Βιβλ. Δ', σελ. 498 και 499.
102) Δίων. Κασσ. Τόμ. Β', σελ. 267. Έκδ. Λειψίας 1829.
103) Μόμσεν, Ρωμ. Ιστορ, Α' Μερ., Β' 440.
104)Fragm. Hist. Gr. Τόμ. Α', Θεοπόμπ. μη απ. 248.
105) Δίων. Κασσ. Τόμ. Γ', σελ. 74.
106) Στέφ. Βυζάντ. εν λέξει, σελ. 217.- Πολυβ. 24, 6, 4. - Στράβ. Ζ, απόσπ. 6.- Liv. 39, 53 και 40, 22. - Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ. 477.
107) Δίων. Κασσ. Τομ. Γ', σελ. 199.
108) Πολυβ, αποσπ. 15,10. - Στέφ. Βυζ. εν λέξει.
109) Plinii Natur Histor. Τόμ. Α', Βιβλ. Δ', κεφ. 18, σελ. 190. Έκδ. Didot. Παρισ.1860
110) Fragm. Histor. Gr. Τομ. Γ', Φιλοστεφ. Κυρην. απόσπ. 7.
111) Απολλοδώρ. Βιβλιοθ, σελ. 56. - Στράβ. Ζ, 331.
112) Cod. lat. 4803. - Περί Βιστονίδος όρα Αριστοτ. Η. αnn. 8,14δ. - Στέφ. Βυζ. εν λέξει Βιστονίς. - Αιλ. Η. Αnn. 15,25. - Πλιν. 4,42.
113) Μυθογρ. Έλλην., Ιωάνν. Πεδιασίμου 8, σελ. 351. - Ηρακλείτου 31, σελ, 318.
114) Ομ. Οδ. Ι, 49.
115) Plinii, Natur. Ηist. IV, 11.
116) Liv. 38.40.
117) Στέφ. Βυζ., ως Απολλόδωρος Χρονικών τετάρτω, σελ. 346. - Liv. 38, 40.-Πλιν. 4,40.-Απολλοδρ, απόσπ. 64. -Ηρωδιαν. σελ. 170. Έκδ. Seuz.
118) Στράβ. ΙΓ, 624.
119) Στράβ. ΙΓ, 624.
120) Στράβ. Ζ, 331.
121) Ηροδ. ΣΤ, 36.
122) Ηροδ. Α, 57.
123) Στεφ. Βυζ. σελ. 442.
124) Αυτόθι, σελ. 406.
125) Αισχ. Προμ. Δεσμ. 725.
126) Σοφοκλ. Αντιγ. στίχ. 967 κε.
127) Ξενοφ. Αναβ. Ζ, 5.- Στράβ. Ζ, 319. - Λιοδ. Σικελ. ΙΔ, 37. 2) Εragm. Hist. Gr. Τόμ. Γ', αποσπ. 127, Νικολ. Δαμασκ.
128) Eragm. Hist. Gr. Τόμ. Γ', απόσπ. 127, Νικολ. Δαμασκ.
129) Στράβ Ζ, απόσπ. 48.
130) Plin. Nat. Ηist., Τόμ. Α, Βιβλ. Δ', κεφ. 18, σελ. 190.- Liv. 38, 40 και 38, 81.- «Η Δροσική γειτονική εστί τη Κοιλητική. Επιγραφή εις την συλλογ. Dittemberger (Οrient αριθ. 378).
131) Στεφ. Βυζ. Τραυσοί πλησίον «Κοιληταίς>.-Κοιλητικοί, Κοιλοιτικοί, Κοίλοι. Argum. cat. 4803.- Τacit. Αnnal. 3, 38 - Ηροδ. Ε, 3, 5.
132) Τit. Liv. 33,41.
133) Κλημ. Αλεξανδρ. Σττρωμ. Προτρεπτ. Τόμ. Δ', 89.
134) Στράβ. Ζ. 331.- Plin. Ntur. Hist. Τόμ. Α', βιβλ. Δ', σελ. 190
135) Θουκ. Β, 96.- Πολυβ. ΚΔ, 61.- Liv. 44,42.
136) Λουκιανού Μακρόβιοι.
137) Διοδ. Σικελ. ΙΒ, 50.
138) Θουκυδ. Β, 29, 67 και 95 - 101,- Ηροδ. Ζ, 137.
139) Head Barclay-Σβορώνου, Ελλην. Νομισματ. Α', σελ. 353. - Και Βull. de Corr. hellen. III, σελ. 417, έτος 1879, υπό Μuret.
140) Θουκυδ. Β, 95, 101. Δ, 101.
141) Head Barclay, Τόμ. Α', σελ. 354.
142) Εφημ. Αρχαιολογ. έτος 1890, σελ. 161. - Αρχαιολογ. Δελτίον 1889, σελ. 204.
143) Περί της επιγραφής ταύτης όρα Γεωργ. Λαμπουσιάδου, Θρακική Επετηρίς 1897, σελ. 153, κτλ. Αθήναι 1897. - Dittemberger, Syll. Inscr. graec. Τόμ. Α', επιγρ. 76. Έκδ. Λειψίας 1898.
144) Dittemberger, Syll. Inscr. Graec. επιγρ. 228, σελ. 334.
145) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 104.
146) Πολυαίνου Στρατηγ βιβλ. γ', σελ. 273. Έκδ. Luchtmans 1690.
147) Αριστ. Οικονομ. Τόμ. Α', σελ. 1351.
148) Σουίδα, Τόμ. Β', Μέρ. Α', σελ. 363.
149) Πλουτ. Ηθικά, αποφθ. βασιλ. Κότυος, Τόμ. Α', σελ. 207. Έκδ. Didot. Παρίσ. 1839.
150) Ιωάν. Στοβαίου Ανθολόγιον, Τόμ. Β', Αγριππίνου 45, σελ. 237, Έκδ. Aug, Meineke. Λειψία 1855.
151) Fragm. Ηist. Graec Τόμ. Α', θεοπόμπου βιβλ Ι, απσόπ. 33, ως παρ'Αθηναίω XII, 531 και Διοδ. Σικελ. XVI, 2.
152) Αθην. Δ, 7.- Fragm. Comic. Graec. Αναξ. Πρωτεσ. Τόμ. Γ', σελ. 183.
153) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 114 και 118.
154) Αριστ. Τόμ. Β', Οικονομ. σελ. 1351.
155) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ 118. - Ερν. Κουρτίου, Ελλην. Ιστορ. μετάφρ. Σπ. Λάμπρου, Τόμ. Λ', σελ. 125 και 127.- Φιλοστρ. εις Απολλ. Τυαν. Η, 280.
156) Fragm. Ηist. Graec. Τόμ. Β', Αριστοτ. Πολιτ. Fragm. 161.
157) Εφημ. Αρχαιολ., έτος 1890, σελ. 160.
158) ΒCΗ, Τόμ. 20ός, έτος 1896, σελ. 477.
159) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μέρ. Α', σελ. 225.- Φωτίου Λεξ. Συναγωγή, Τόμ. Α',
σελ. 158.
160) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 163.
161) Στράβ. Ζ, 331.- Droysen, Ιστορ. Μεγ. Αλεξάνδρου, μετάφρ. Ι. Πανταζίδου, σελ. 449.
162) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 9 και 10.
163) Ερν. Κουρτίου, Ελλην. Ιστορ. σελ. 163.
164) ΒCΗ, Τόμ. 20ός, έτος 1896, σελ. 467, Inscript. de Delphes, υπό Gabriel Millet.
165) Αυτόθι σελ. 468 και 469.
166) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 169.
167) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 170.
168) Αυτόθι 9 και 10.
169) Αρχαιολ. Εφημ. 1886 σελ. 98. Εκ των Αττικών ψηφισμάτων υπό του Αδριανουπολίτου καθηγητού εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω αειμνήστου Στεφάνου Α. Κουμανούδη.
170) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μερ. Α', σελ. 225.
171) Ερν. Κουρτίου, Ελλ. Ιστορ. σελ. 323.
172) Fragm. Ηist. Graec. Τόμ. Β'. - Αριστ. Πολιτ. Fragm. 161.
173) Δημοσθ. περί των εν Χερρον. 13 και 67. Περί του στεφάνου 27.
174) Αρποκρατίων, εν λέξει. Αμάδοκος, «ος και Φιλίππω συμμαχήσων ήλθεν εις τον προς Κερσοβλέπτην πόλεμον>, ως Θεοπομ. Fragm. Ηist. Graec. Τόμ. Α', σελ. 295.- Schafer, Demosthenes und seine Zeit, Τόμ. Α', έκδ. Β', σελ. 446.-Ερν. Κουρτίου, Ελλ. Ιστορ. σελ. 446.
175) Ερνεστ. Κουρτίου, Ελλ. Ιστορ. μετάφρ. Σπ. Λάμπρου, Τόμ. Ε', σελ. 393,
176) Αππιαν. Εμφ. πολ. Βιβλ. Δ', σελ. 498
177) Δημοσθ. Φιλιππ. Δ'.
178) Ισοκρ. περί Ειρήν. 9.
179) Διοδ. Σικελ. ΙΣΤ, 34 και 71.-Πολυβ. Λθ, 1,
180) Διοδ. Σικελ. ΙΖ, 8.
181) Εφημ. Αρχαιολ. 1871, σελ. 451. - Dittemberger, Syllog, Inscr. graec. έκδ. Λειψίας 1898, επιγρ.114
182) Ερνέστ. Κουρτίου, Ελλην. Ιστορ. σελ. 65.
183) Αθηναίου II, 5. Έκδ. Λειψίας.
184) Κ. Παπαρρηγ., Ελλην. Ιστορ. Τόμ. Β', σελ. 115.
185) Στράβ Ζ, 331.
186) Διοδ. Σικελ. ΙΘ, 73.
187) Παυσ. Α',10.
188) Imhoof-Blumer, Monnaies greques, σελ.56. - Catal. Brit. Mus. Thrace, σελ. 239. - Ηead - Βarclay, σελ. 285.
189) Παυσαν. Ι, 19.
190) Πολυβ. Δ, 46.
191) Στεφ. Βυζαντ. σελ. 640.
192)Πολυβ, αποσπ. Η, 24.
193) Tit. Liv. κεφ. 42, 51.
194) Διοδ. Σικελ. αποσπ. Βιβλ. 30, 30.
195) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μέρ. Α', σελ.363.
196) Πολυβ. βιβλ. 27, 10.
197) Tit. Liv. Τόμ. Β', Ρωμ. Ιστ. βιβλ. 54, κεφ. 5, σελ. 670.
198) ΒCΗ, Τόμ. Δος, έτος 1880, σελ. 50.
199) Πολυβ. βιβλ. 24, 6.- Tit, Liv. 40, 42, 46, 29.- Αθην. Χ, 440.
200) Tit. Liv. Ρωμ. Ιστ. Τόμ. Β', βιβλ. 54, κεφ. 29, σελ. 637. -Eug. Cavaignac, Ηist. de l'antiquite, Τόμ. Γ', σελ. 354.
201) Θ. Μόμσεν, Ρωιι. Ιστορ. μετάφρ. Σ. Σακελλαροπούλου, Τόμ. Α', Μέρ. Β', οελ. 440.
202) Πολυβ. Βιβλ. Κθ, 1 - 7. Λ, 1 - 18.- Tit. Liv. Βιβλ. 55, Ρωμ. Ιστορ., κεφ. 51 και 55, σελ. 652. - Διοδ. Σικελ. Λ, 20 - 22. ΛΑ, 9. - Δίων. Κασσ. Τόμ. Α', σελ. 37.- Πλουτ. Αιμίλ. Παύλ. 10 - 17. - Αππιαν. Μακεδ. πολεμ. 17.
203) Δίων. Κασσ. Τόμ. Α', σελ. 37.
204) Tit. Liv. Ρωμ. Ιστορ. Τόμ. Β', βιβλ. 54, κεφ. 5, σελ. 670 και 732.- Διοδ. Σικελ. σωζόμενα βιβλία 30 Κωδ. Βατικαν. σελ. 78 και 581. Σωζόμ. βιβλ. 31, ως Γεώργ. Σύγκελλος Χρονογρ. σελ. 267. Σωζόμ. βιβλ. 31, ως Φώτιος Εxc. σελ. 516.
205) Πολυβ. βιβλ. 29, 1.- Ιωαν. Ζωναρά, Ιστορ. Τόμ. Β', σελ. 317-329.
206) Πολυβ. βιβλ. 30, 12.
207) Mommsen, Ρωμ. Ιστορ. Τόμ. Α', Μέρ. Β', σελ. 459.
208) Αυτόθι.
209) Cazarow, Bulgaria vif Drebnosta (η Βουλγαρία κατά την αρχαιότητα), σελ. 41. Sophia 1926.
210) Erag. Ηist:. Graec. Τόμ. Γ', Πορφυρ. Τυρίου απ. 13.-Ιωάν. Ζωναρά, Τόμ. Β', σελ. 329 και 331.- Tacit. Annales, βιβλ. Γ', κεφ. 38, σελ. 79.
211) Fragm. Ηist. Graec. Τόμ. Β'. Απόσπ. εκ της Ιστορ. Διοδ. Σικελ. βιβ. XVI.
212) Διοδ. Σικελ. αποσπ. βιβλ. 33.
213) Αππιαν. Μιθριδ. πόλ., σελ. 212.
214) Στράβ. ΙΓ, 624.
215) Διοδ. Σικελ. αποσπ. 34.
216) Cicer. Pis. 34. - Caesar. Βell. Gall. III, 4.- Χέρτσβεργ, Ιστορ. Ελλην. Τόμ. Α', σελ. 568.
217) Πλουτ. Αντών. 61.
218) Δίων. Κασσ. Τόμ. Α', σελ. 382 και 391.
219) Dummont - Homolle, Mel. d' Archeol. et Epigr. σελ. 30.
220) Δίων. Κασσ. ΝΔ, 34. - Tacit. Annal. B, 64. - Ovid. Epist. ex Ponto B', 9.
221) Πλουτάρχ. τα Ηθικά Τόμ. Α', Καίσ. Σεβ. σελ. 251. Έκδ. Didot. Παρίσιοι 1839.
222) Dumont -Ηomolle, Μel. d' Archeol. et Epigr, σελ. 377.
223) Tacit. Annal. βιβλ. Β', κεφ. 64, 65, 66 και 67, σελ. 57 - 58. Βιβλ. Γ', κεφ. 38, σελ. 79.
224) Στράβ. ΙΒ, 556.
225) Albert Dumont, loc. cit., σελ. 365. - Corp. Insc. Graec. Τόμ. Α', σελ, 430.
226) Στράβ. ΙΒ, 556.
227) Corp. Insc. Graec. Τόμ. Α', σελ. 430.- Dittemberger, S. I.G. Τόμ. Α', 365.
228) Dedicace des Cyziciniens, ΜΔΙΑ, VI, σελ. 41.
229) Ovid. Epist. ex Ponto, βιβλ. 11, 9.
230) Albert Dumont - Hommol, σελ. 378.
231) Tacit. Annal. Βιβλ. Γ', 38, σελ. 111. Βιβλ. Δ', 47 - 51.- Χέρτσβεργ. Τόμ. Β', σελ. 38.
232) Syllog. Insc. Graec. υπό Dittemberger, επιγρ. 37, σελ. 73. Λειψία 1883.
233) Dumont - Homolle, Mel. d' Archeol. κτλ. σελ., 445. - Ως και επιγρ. CIA, III, 1077.
234) Παυσαν. Α, 9.
235) Στράβ. ΣΤ, 227.
236) Cazarow, Bulgaria vif Drebnosta, σελ. 62.
237) Πτολεμ. Γεωγρ. Υφηγ. Τόμ. Α', σελ. 477 - 180. Έκδ. Didot. Παρίσιοι 1883.
238) Αριστοφ. Ιππ. 969.
239) Πολυαιν. 4, 16.
240) Στράβ. Ζ, 5 και - Ζ, αποσπ. 47.
241) Στράβ. Θ. 426.
242) Ammian. XXVII, 4.
243) Ammian. Marc. Rerun Gestarum 27, 4.
244) Δίων Κασσ. Τόμ. Γ'. σελ. 77.
245) Αυτόθι σελ. 199. - «Ιερόν Διονύσου παρ' αυτοίς», Στράβ. Ζ, 318.
246) Αυτόθι σελ. 217. - Amm. Marcel. Rer. Gest. 27, 4.
247) Δίων. Κασσ. Τόμ. Γ', σελ. 217.
248) ΒCΗ, Τόμ. 20ός. "Ετος 1896, σελ. 484. Δελφικ. επιγραφαί.
249) Frontin. Vegece βιβλ. Δ', κεφ. 24, σελ. 725. "Εκδ. Didot. Παρίσιοι 1869.
250) Στράβ. Ζ, 317.-Fragm. Hist. Graec. ,Τόμ- Α', 'Εκατ. 149.
251) Άνωνυμ. Περικλ. 750-G. Μ. 1, 226.
252) Ήροδ. Δ, 40 καί 93.—Πτoλεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α'. σελ. 463.
253) Fragm. Hist. Graec. Τόμ Α', Φυλαρχ. 19, ως παρ' Άθην. XII, 51.
254) Στράβ. Ζ, 318.—Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ. 463.
255) Στράβ. Ζ,318.
256)Αυτόθι.
257) Αυτόθι331.
258) Fragm. Hist Graec Τόμ. Γ', Θεοπομπ. Φιλιππ. βιβλ. Ι, απόσπ. 44.
259) Αυτόθι,' Τόμ. Γ',-Χαρακ. Περγαμ. άποσπ. 22.
260) Ήσυχ. Τόμ. Ε', Εθνικά. {
261) Σουίδα, Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 74. Έκδ. Ηαlis et Brunsvigae 1853.
262) Πλιν. Ναtur. Hist βιβλ. Δ', σελ. 190.
263) Τοmaschec, die Alten Thraker κτλ., σελ. 71.
264) Πλουτάρχου, 'Αγησίλ. 16.
265) Στράβ. Α', 59. ΙΕ, 586.
266) Στράβ. Ζ,313.
267) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Νικολ.. Δαμασκ. 110.
268) Αυτόθι, Τόμ. Δ', Λεπίδου.
269) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ, 455.
270) Δίων. Κασσ. Τόμ. Α', σελ. 56.—Χέρτσβεργ. Ίστορ. Τόμ. Α', σελ. 436.
271) Ιωάν. Ζωναρά, Ιστορ. Τόμ. Β', σελ. 294. "Εκδ. Λειψίας.
272) Στράβ. Ζ, 319. —Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ. 463 και 464.
273) Στράβ.Ζ305
274) Στεφ. Βυζαντ. σελ. 634.
275) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Νικ. Δαμασκ, 118,
276) Ίσοκρ. πεί Ειρήρν. 17.
277) Ίσοκρ. Παναθην. 82.
278) Διοδ. Σικελ. ΙΕ, 36.
279) Άρριαν. Άναβ. 1, 1-11.
280) Στράβ. Ζ, 30ί,
281) Άρριαν. Άναβ. 1, 1—11.
282) Φαίνεται ότι εις την παναρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν, πιθανόν και εις την Θρακικήν, υπήρχεν ό φθόγγος οe, διατηρηθείς εις τήν Λατινικήν. Κατά ταύτα πιθανόν ή Μοισία να ελέγετο Μοeσία, καθώς οί Ρωμαίοι διετήρησαν αυτήν εις την λέξιν Moesia, εκ των Ελλήνων δέ άλλοι μέν έγραφον Μυσία και Μυσοί, άλλοι δέ Μοισία και Μοισοί,
283) Στράβ. Ζ, 295, 296 και 303.
284) Δίων. Κασσ. Τόμ. Γ', σελ 76.
285) Δίων. Κασσ. Τόμ. Γ', σελ. 79.
286) Άππιαν. εις Ίλλυρ. κεφ. 30, σελ. 283.— Χέρτσβεργ, Τόμ.Α',σελ626 εν ύποσημ.
287) Στράβ. Ζ, 295.
288) Ηροδ. Δ, 94, 95 και 96.
289) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Ερμιππ. Καλλιμαχ. 21.
290) Κλημ. Αλαεξανδρ. Τόμ. Β', Στρωμ. 68.
291) Στράβ. Ζ, 228, 229.
292) Πορφυρ. Πυθαγ. Βίος, 16.
293) Διογ. Λαερτ. Προοιμ. σελ. 1. Εκδ. Dibot.. Παρίσιοι 1862.
294) Αυτόθι, βιβλ. Η, σελ. 205.
295) Fragm. Hist. Graec., Μνασέου Πατρέως απόσπ. 23 παρά Φωτ. Λεξ.
296) Διοδ. Σικελ. άποσπ. βιβλ. 31.
297) Στράβ. Ζ, 302.
298) Μεμνον. παρά Φωτίω Ε, 1. —Δρόϋζεν, Ίστορ. Διαδόχ. μετάφρ. Ι. Πανταζίδου σελ. 646.
299) Πλουτάρχ. Δημήτρ. 52.
300) Πολυβ. Α, 9.
301) Στράβ. Ζ, 303 και 304.
302) Dittemberger Syll. Inscr. Graec. Τόμ.. Α', 341.
303) Στράβ. Β, 303 και 304:
304) Πλουτάρχ. Άντών. 63.
305) Διοδ. Σικελ. ΙΣΤ, 31 και 52.
306) Στράβ. Ζ, 305.
307) Ίωάν Ζωναρά, Τόμ. Β', βιβλ. Χ, σελ. 435.
308) Δίων. Κασ Τόμ. Γ', σελ. 76 και 77.
309) Στράβ. ΣΤ, 287.
310) Παυσαν. Ε, 12.
311) Στράβ. Ζ, 304.
312) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α/, σελ. 442.
313) Δίων. Κασσ. Τόμ. Δ', σελ. 91, 114 και 118.-'Ορατ. φδ. Γ', 6, 13.
314) Ίωάν. Ζωναρά, Ίστορ. Τόμ. Γ', σελ. 65—67.
315) Fragm.Hist.Graec.. Πετρ. Πατρικ. άποαπ. 4 καί 5.
316) Δίων. Κασσ. αυτόθι.
317) Πτολ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ. 445—450.
318) 'Ομ. Όδ. Λ, 12.
319) Τζέτζη, 2χόλια εις Λυκόφρονα, Τόμ. Β', σελ. 743.
320) Ήροδ. Δ, 11.
321) Ήροδ. Α', 15.- Στράβ. Α, 61.
322) Στράβ. Γ, 149. Α, 20. Β, 108.
323) Αυτόθι, ΙΒ, 573.
324) Αυτόθι,-ΙΓ, 627.
325) Αυτόθι, Ι Δ, 647.
326)Στράβ. ΙΔ, 647.
327)Στράβ. ΙΔ, 694.
328)Αυτόθι, Ζ, 293.
329)Αυτόθι Ζ, 293.
330)Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Φίλωνος Βυβλίου, ως Στέφ. Βυζάντιος
331) Στράβ. ΙΑ, 493.
332) Στράβ. Ζ, 309.
333) Στράβ. Ζ, 295, 316.
334) Corp. Insc. Graec. Τόμ. Β', 2018 c.
335) Αυτόθι 2018 d.
336) Αυτόθι 2018 y.—ΒCΗ, Τόμ. 9ος, έτος 1885, σελ. 269, έπιγρ. Latychew
337) Ησυχ. Τόμ. Δ', σελ. 14.
338) Στεφ. Βυζ. σελ. 220.—Fragm. Hist. Graec.. Εκατ. 130. "Εκδ. Dibot-Πα- ρισ. 1874.
339) Αυτόθι, σελ. 223.—Αυτόθι Έκαt. 141.
340) Αυτόθι, σελ.. 234.—Αυτόθι, ως Δισοραί, Εκατ. 145.
341) Αυτόθι, σελ. 271.—Αυτόθι 148.
342) Αύτόθι, σελ. 290.—Αυτόθι, θεοπομπ. 48.
343) Αυτόθι, σελ. 480.
344) Αυτόθι, σελ. 572.
345) Αυτόθι, σελ. 637.—Αυτόθι, Εκατ. 147.
346) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α. Εκατ. Ευρ. 117.
347) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α, Εκατ. 133.—Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 37.
348) Αυτόθι, Εκατ. 142.
349) Αυτόθι, 'Εκατ. 146.
350) Αυτόθι, Εκατ. 150.
351) Αυτόθι, Απολλόδωρ. 119.
352) Σουΐδα, Τόμ. Α, σελ. 119.
353) Στράβ. Ι, 445.—Ευσταθίου παρεκβολαι εις Διόνυσον.
354) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 130.
355) Σχολιαστ. Πλάτ. 380, ως Πολεμ. Φυσιογν. 13.—Μενάνδρ. ύμνος, V,
356) Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 4. ,
357) Αυτόθι σελ. 48,
358) Στράβ. Ζ, 330.
359) Αυτόθι, 327.
360) Στράβ. Ζ, 330,
361) Στράβ. Ζ, 330.
362) Θουκ. Β, 98.—Σουΐδα, Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 1422.
363) Πολυβ. Ε, 97.
364) Λέπιδος εν Ίστορ. Επιτομής η' και Ίεροκλ. 655.
365) Στράβ. Ζ, 330.
366) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκατ. Εύρ. άποσπ. 116.
367) Στράβ. Ζ, 330.
368) Θουκυδ. Δ, 103.
369) Στράβ. Ζ, 329.
370) Αυτόθι.
371) Αυτόθι.
372) Eragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', "Εφορ. 148. «Ως ;Eφορος ΚΖ'».
373) Ήροδ. Ε, 15. Η, 115.— Liv. 41, 4.—θεοπομπ. εν Φιλιπ. Κ, ως Στεφ.Βυ• ζάντ. σελ. 572.
374) Corp. Inscr. Graec. 2007.—Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 33.
375) Ήροδ. Ζ, 123.
376) Αυτόθι.
377) Ήροδ. Ζ, 22.— Θουκυδ. Δ, 109,
378) Goerg. Graec. Minor.. Τόμ. Α', Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. Ευρώπη 66. Έκ-δοσ. Didot;. Παρίσιοι 1855.
379) Στράβ. Ζ, 331.
380) Διοδ. Σικελ. ΙΒ, 68.
381) Ήροδ. Α' 57•— Uουκυδ. Δ, 109.
382) Στεφ. Βυζαντ. σελ. 112.
383) Ήροδ. Ζ, 115.—Στράβ. Ζ, 331.
384) Πλουτάρχ. Κιμ. 7.
385) Διοδ. Σικελ. ΙΒ, 68.
386) Θουκυδ. Α, 100.
387) Ίσοκρ. περί Ειρήνης, 29.
388) Παυσαν. Α, 29.
389) Θουκυδ. Δ, 102.
390) Δημοσθ. Όλυνθ. Α', 12, 13.
391) Θουκυδ. Ε, 7.
392) Ήροδ. Ε, 11, 23, 24, 97 και 112.—Θουκυδ. Δ, 103.—Στράβ. Δ, 107. Ζ, 331.
393) Στράβ. Ζ, 331. -Διοδ. Σικελ. 1Β, 68.—Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α' Εκ 122.
394) Στράβ. Ζ, 331. |
395) θουκ. Α, 103. Δ, 102. — Στράβ. Ζ, 331.—Παυσαν. Α, 27. |
396) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εφόρου 75.
397) Aυτόθι, Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. Εύρ. 67.
398) Αυτόθι, Έφορ. 74, ως παρ' Άρποκρατ.
399) Θουκ. Δ, 107.—Όμ. Ίλ. Θ., 304.— Διοδ. Σικελ. Α. 27.
400) Στέφ. Βυζ. εν λέξει.
401) Ήροδ. ΣΤ., 34.-Στράβ. Ζ, 331. —Πλουτάρχ. Παΰλ. Αίμίλ. 4.
402) Tit. Liv. Hist. Roman. Τόμ. Β', σελ. 560, βιβλ. 40, κεφ. 22. Εκδ. Didot. Παρίσιοι 1877.
403) Στράβ. Ζ, 331, άποσπ. 36.
404) Ήροδ. Ζ, 112.
405) Ήροδ. ΣΤ, 46.—Θουκ. Α, 100.
406) Μαρκελλίν. 25.
407) Πλουτάρχ. Κιμ. 4.
408) Άππιαν. Β, Γ, 4, 105.
409) Αυτόθι, έμφυλ. πολ. Βιβλ. Δ, σελ. 498 και 499.
410) Ήροδ. Ε, 23 και 26. ΣΤ, 46. θ, 75.-Στράβ. Ζ, 331.—Διοδ. Σικελ. ΙΔ, 3.
411) Στράβ. Ζ, 330 και 331.—Georg. Graec. Minor. Τόμ. Α'.— Διοδ. Σικελ. ΙΔ, 3.
412) Αυτόθι.
413) Στεφ. Βυζ. οελ. 524. —Σουΐδ. εν λέξει.
414) Στράβ. Ζ. άποσπ. 44.
415) Georg. Graec. Minor. tou, Α', Σκύλ. Καρυανδ. 67.
416) Σουίδα, Τόμ. Α', σελ. 335.
417) Απολλοδρ. Βιβλιοθ. σελ. 56. - Ηροδ. Ι. 168. - Στράβ. Ζ, 331. ΙΔ, 644. - Διοδ. Σικελ. ΙΓ, 72. - Tit. Liv. ΛΗ, 41. ΜΓ, 4. - Geogr. Graec. Minor. Σκύλ. Καρ. 67.
418) Τζέτζη εις Λυκόφρ. 445.
419) Αίλιαν. Ποικ. Ίστορ. βιβλ. Δ', κεφ. 20, σελ. 344.
420) Παυσαν. ΣΤ, 14.—Φιλοστρ. Βίοι σοφιστών Α, 495,
421) Juvenal Χ, 28.
422) CIA, 243.
423) Στράβ. Ζ, 331.—Προκοπ. περί Κτισμ. σελ. 304.
424) Αυτόθι, σελ. 305.
425) Ήρόδ. Ζ, 133.
426) Στράβ. Ζ, 331.—Στεφ. Βυζ. σελ. 338.
427) Plin. Natur. Hist. Τόμ. Α', βιβλ. Δ', συλ. 190.
428) Ήροδ. Ζ, 103.— Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Άνδροτιων. έβδ. 25.
429) Eragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εφόρου 74.— Ήσυχ. Τόμ. Β', σελ. 371.
430) Διοδ. Σικελ. Α', 20.
431) G.Fougeres. Les. premiers Civilisations, οελ. 377.
432) Georg. Graec. Min.. Τόμ. Α', Σκύλ. Καρυανδ. Περ. Εύρ. 67.—Άπολλ. Ροδ. Άργον. Α, 28.
433) Άππιαν, Έμφ. πολ. βιβλ. Δ', σελ. 497.
434) ΔημοσίΚ Φιλιπ. Γ' και Δ'.— Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκαταίου 132.
435) Αυτόθι.
436) Ροmpοn. Μela, Βιβλ. Β', σελ. 627. Nisard Παρίσι Didot, 1875.
437) Νικανδρ. Θηριακ. 461—462.
438) fragm. hist. graec. Τόμ. Α', Εκατ. Ευρώπη 23 και 131. — Graec. Μin. Τόμ. Α', Σκύλ. Καρυανδ. 67.—Δημοσθ. κατά Άριστοκρ. 132. —Στεφ. Βυζ. σελ. 240.—Σουίδα, Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 1466.
439) Στεφ. Βυζ. σελ. 642.
440) Fragm. Hist. Graec.. Τόμ. Α', Έλλαν. 161.—Ήροδ. Ζ, 25 .— Στεφ. Βυζαν.εν λέξει.
441) Στράβ. Ζ, 331.
442) Τit. Liv. 38, 41.
443) Στράβ. Ζ, 331.
444) Ήροδ. Ζ, 59, 106. — Στράβ. Ζ, 331.
445) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', 'Απολλοδρ. 125.—Ant. Aug.. Itineraria, σελ. 322.
446) fragm. hist. graec. Τόμ. Α', Άπολλοδρ. 12δ.—Αίλιαν. περί ζωων Ε, 6,
447) Μυθογράφοι Έλληνες, Κόνωνος διηγ., σελ. 147.
448) Όμ. Ίλ. Δ, 520,-Ήροδ. Ζ, 58 -Θουκ. Ζ, 57.-Στράβ. Ζ, 331. - Στεφ. Βυζ. σελ. 52. "Εκδ. Βερολίνου.—Σουίδα, Τόμ. Α', Μέρ. Β', σελ. 42.
449) Plin. Natur. Hist. Τόμ. Α,', βιβλ. Δ', κεφ. 18, σελ. 190.
450) Munzer-Stach, Die, Ant.Munz Nord-Griech.. σελ. 155; 174, 190, Εκδ. Βερολίνου.
451) Geogr. Graec. Min, Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. Εύρ. 67.
452) Αυτόθι.— Στεφ. Βυζ. σελ. 400.
453) Αυτόθι. — Eragm, Hist. Graec. Τόμ. Α', Φιλιππ. ενάτω άποσπ. 88.
454) Fragm.Hist. Graec.. Τόμ. Α', Άπολλοδρ. 136.
455) Diehl, Άρχαιολ. Έκδρ. εν Ελλάδι, σελ, 302,-Παυσαν. Ε, 26.
456) Χρ. Τσούντα, Ιστορία της αρχ. Έλλην. τέχνης, σελ. 205.
457) Rayet. Estudes d' Archeol., σελ. 60.
458) Αυτόθι.
459) Καββαδία, Ίστορ. Έλλην. Τέχνης, σελ. 668. Πρβλ. και Καββαδία, Ό Παιώνιος και τα εν Όλυμπία έργα αυτού» (εκδ. 1879) δια πλείονα.
460) Παυσαν. Ε, 10 και 26 και 27, 4.
461) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', σελ. 480 κτλ.
462) Στράβ. Ζ, αποσπ. 27.
463) Στεφ. Βυζ. σελ. 400.
464) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Θεοπομ. 180.—Πτολεμ. Γεοωγρ. Τόμ. Α', σελ. 489.—Tab. Ρ.Rav. 182,14.—ΙItiner. 175, 332, 601.—Στεφ. Βυζ. εν λέξει. —Plin. 4, 4.7 και 48. —Κεδρην. 1, 568.—Ίεροκλ. Συνέκδημος, σελ. 99. Έκδ. Parthey. Βερο-λίνον 1866.—Tomaschek, σελ. 84.
465) Εύρ. 'Εκάβ. 8.
466) Ήροδ. ΣΤ, 34.
467) Ξενοφ. Έλλην. Γ, 2.
468) Στεφ. Βυζ. σελ. 358.
469) Ήροδ. ΣΤ, 36.—Παυσαν. Α, 9.
470) Πλουτ. Ευμ. 1.
471) Geogr. Graec. Min., Σκύλ. Καρυανδ., 67. Τόμ. Α'.
472) Αυτόθι.
473) Αυτόθι.
474) Αυτόθι, Ανων. Περιηγ. 703.
475) Άππιαν. Συριακ. Ίστορ. σελ. 174. Εκδ. Dibot. Παρίσιοι 1877.
476) Μommsen Ρωμ. Ίστορ. μετάφρ. 2. Σακελλαροπούλου. Τόμ. Α', Μερ. Β'. σελ. 370.
477) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκατ. 136.—Georg. Graec. Μίη. Άνων. Πε-ριηγ. 705.
478) Georg. Graec.Min. 'Ανων. Περιηγ. 706.—Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ Εύρ. 67. Σουΐδα, Τόμ. Α', Μερ. Α', σελ. 243.
479) ΟGeorg. Graec. Min. Άνων. Περιηγ. 707. — Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. 67
480) Ήροδ. ΣΤ, 140. Ζ, 33. Θ, 116, 118-120.— Θουκ. Η, 102, 107.—Στράβ.Ζ, 331. —Άρριαν. Αν. 1, 11.
481) Σΐράβ. Ζ, 331. ΙΓ, 595. - Θούκ, Η, 101.—Εύριπ. Έκάβ. 1275.
482) Georg. Graec. Min. Άνων. Περιηγ. 709. —Σκΰλ. Καρυανδ. Περιπλ. 67.— Frag,. Hist. Graec, Τομ Α', Εκατ. 138.
483) Όμ. Ίλ. Β, 835.—Ήροδ. Θ, 115. Δ, 143.—Θουκ. Α, 89. Η, 62.—Στράβ. Ζ, 331. ΙΓ, 581, 584, 591. —Ξενοφ. Έλλην. Δ,8.— Διοδ. Σικελ. ΙΣΤ, 31.—Ίσοκρ. περί άντιδ. 26.—Georg. Graec. Min. 'Ανων. Περιηγ. 709. Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. 67.
484) Ήροδ. Θ, 120.—Στράβ. Ζ, 331.—Άρριαν. Άναβ. 1, 9.—Αιοδ. Σικελ. 15,
485) Georg. Graec. Min., Τόμ.. Α', Σκύλ. Καρυανδ. 67.
486) Αυτόθι, Σκύλ. Καρυανδ. 67 και Άνων. περιηγ. 711.
487) Στράβ. Ζ, 331, Ι, 459,
488) Ήροδ. ΣΤ, 36.—Στράβ. Ζ, 331.—Διοδ. Σικελ. ΙΓ, 74.—G.G. Μ. Σκύλ. Καρυανδ. 67. Άνών. 711.
489) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκατ. 135.
490) Ήροδ. Ζ, 58.—Georg. Hist. Graec. Min. Σκύλ. Καρυανδ. Περιπλ. 67,—Δημοσθ. περί Αλοννήσου, 39.
491) Dittemberger, Syll. Insc. Graec. έπιγραφ. 246, σελ. 355,
492) Ήροδ. ΣΤ, 34, 36, 39.
493) Πλουτάρχ. Περικλ.19.
494) Ξενοφ. Άναβ. 1. 9. Έλλην. Γ, 2. Δ, 8.—Διοδ. Σικελ. 1Γ, 66. ΙΔ, 38,
495) Δημοσθ περί Αλοννήσου, 39,
496) Georg. Graec. Min, Τόμ. Α', Σκύλ. Καρ. Περ. Εύρ. 67. — Πτολ. Γεωγρ', 476.
497) Αυτόθι.
498) Αυτόθ•ι.
499) Αυτόθι.- Ξενοφ. Ανάβ. Ζ, 2, 5.
500) Αυτόθι.
501) Αυτόθι.
502) Ήροδ. Ε, 1—2.—Ξενοφ. Αν. Ζ, 2, 11.—Διοδ. Σικελ. ΙΣΤ, 74—76. —Στράβ. Ζ, 331.—Liv.. ΛΣΤ, 22—25.—Άππιαν. Συρ. κεφ. 21.—Georg. Min. Τομ. Α', Σκΰλ. Καρ. Περ. Εύρ. 67.
503) Corp. Inscr. Graec.. Τόμ. Β', 2009.
504) Georg. Graec. Min.. Τόμ. Α', Σκύλ. Καρυανδ. 67.
505) Στράβ. Ζ, 331.—Στεφ. Βυζ. σελ. 562.—Georg. Graec. Min.. Σκύλ. Καρ. 67.
506) Πολυβ. Δ, 44.
507) Georg. Graec. Min., Τόμ Α', Άρριαν. Περιπλ. Εύξ. Πόντου 90,
508) Στράβ. Ζ, 319.
509) Georg. Graec. Min., Άρριαν. κτλ. 90.
510) 'Απολλοδρ. Βιβλίου., σελ. 28, 29.— Georg. Graec. Min., Άρριαν. κτλ , 88.
511) Φωτίου Λέξεων Συναγωγή, Τόμ. Β', σελ. 497.
512) Στράβ. Ζ, 319.
513) Στράβ. Ζ, 319.—Georg. Graec. Min, 'Αρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ, 87.
514) Αυτόθι.
515) Πλιν. IV, 47.
516) Στράβ. Ζ, 319.—Πολυβ. Άποσπ. 13, 3.—Δημ. Φιλιππ. Δ'. Περίτων εν Χερ. ρον. 44.
517) Σουίδ., Τόμ. Β', Μερ. Β', σελ. 6.
518) Εragm. Hist. Graec, Τόμ. Α', θεοπ. 246. —Στεφ. Βυζ.σελ. 346 . — Πτολ. Γεωγρ. Τόμ. Α', Βιβλ. Γ', σελ. 485.
519) Αmm. Marcel.. 27, 4 και 31, 9.
520) Ρauli. κτλ , σελ. 21.
521) Προκοπ. περί Κτισμ. 4, 11.
522) Στράβ. Ζ, 319.
523) Georg. Graec. Min, Άρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 75. Aνών. Περιπλ. 75, 420.
524) Στεφ. Βυζ. σελ. 446.—Georg. Graec. Min,. Σκύλ. Καρ. 67 —Κωνστ. Πορφ. θεμ. Γ, σελ. 45.
525) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Γ', Νικολ. Λαμασκ. 45.
526) Ήροδ. ΣΤ, 33.
527) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 463.
528) Corp. Inscr. Graec. Τόμ. Β', 2053 και 2053 c.
529) Καββαδία, Ιστορία Έλλην. Τέχνης.
530) Ήροδ. Δ, 93.-Στράβ. Ζ, 319.-Georg. Graec. Min.. Σκύλ Καρυανδ. 67.— Πλιν. 4, 45.-Στεφ. Βυζ. εν λέξει. - Λίλιαν. V, Η, 17.-Ονid. Trist. 1, 9.—Άμμ. 22, 8. —Georg. Graec. Min. Άρριαν. Εύξ. Πόντ. Περ. 85.
531) Georg. Graec. Min. Άρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 85.
532) Στράβ. Ζ, 319.
533) fragm. hist. graec. Τόμ. Γ', Ήρακλείδου Λέμβου, ως παρά Στεφ. Βυζ.— Georg. Graec. Min. Άνων. Περιηγ. 748. — Άροιαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 35.—Σκύλ. Καρυανδ. 67.
534) Θρακικά, Θρακ. Κεντρ. Αθήναι. 1929. Τόμ. Β', τεύχος Α', σελ. 32.
535) Dumont - Homolle, σελ. 554.
536) Κretschmer, Εinleitung κτλ. 469.
537) Ρickund Regling, Die Ant. Munz.. Nord Griechenl. Τόμ. Β', σελ. 533, 549.
538) Georg. Graec. Min.. Άρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 35.—Πλιν. 4, 44. —Ovid.. Trist.. 1. 10.—Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. A', σελ. 462.—Κωνστ. Πορφυρογ. περί θεμ. 2, Ι. — Συνέκδ. Ίεροκλ. 637. — Άνων. Περιηγ. 751.—Geogr. Graec. Min. Άρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 78.
539) Georg. Graec. Min. Τόμ. Α', Αρριαν. περιπλ. Εύξ. Πόντ. 35, 75.
540) Στεφ. Βυζ. σελ. 348. —Georg. Graec. Min. Σκύλ. Καρυανδ67.Αρριαν, Περ. Εύξ. Πόντ. 35.
541) Δρόϋζεν, 'Ιστορ. Διαδ. μετάφρ. Ί. Πανταζίδου, σελ. 427.
542) Στράβ. Ζ, 319.—Min, Άνων. Περιηγ. 765.
543) Στράβ. Ζ, 319.—Georg. Graec. Min. Άρριαν. Περ. Εύξ. Πόντ. 35. Aνών. Περιηγ. 768.—Σκύμνου V, 767, 769. —Die Ant. Munz. Dacien und Moesien υπό Behreud. Pick, Bερολίνον 1898.
544) Cagnat, Τόμ. Α', αριθ. 686, 657 και 545.
545) Dumont - Homolle, Melagnes d' Atcheol. d' Epigraphie, σελ. 313 και 315. Έκδ. Thorin. Παρίσιοι 1892.
546) Αθαν. Απολογ. εις Αρειαν. 154. - Δίων. Κασσ. 51, 25.
547) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Δ', απ. 7, σελ. 76, 78 και 80.
548) Προκοπ. περί Κτισμ. 292, 24.
549) Περί Φιλιππουπόλεως όρα Κ. Μυρτίλλου Αποστολίδου εις τα «Θρακικά» Θρακικού Κέντρου, Τόμ. Α', τεύχος Γ-Δ', σελ. 337 κτλ. Αθήναι.
550) Corp. Inscr. Graec. Τόμ. Β', 2049.
551) Dumont-Homolle, Melang. d'Archeol. κτλ. σελ. 341.
552) Ρin.Natur. Hist. Τόμ, Α', βιβλ. δ', κεφ. 18, σελ. 19Ο.
553) Εragm. Hist.Graec. Τόμ Γ', Δεξίππου Αθηναίου.
554) Ρlin Natur, Ηistor. Τόμ. Α', βιβλ. δ', σελ. 190.
555) Dumont-Homolle, Melang. d'Archeol. κτλ., σελ. 211.
556) Ή λέξις Ουσκουδάμα είναι Θρακική, σύνθετος Ούσκου-δάμα. Ή θρα• κική λέξις δάμα είναι συγγενής προς το Σανσκρ. dama, το Περσ. dam, το Έλλην. δώμα και το Λατιν. domus, σημαίνει δε πόλιν, τόπον, φρούριον. Κατά ταύτα Ουσκουδόμα εις την Θρακικήν γλώσσαν θά εσήμαινε πόλιν, ή φρούριον του Ούσκου, όστις πιθανώς ητο αρχαιότατος δυνάστης ή ήρως Οδρύσης. Ό Προκόπιος (περί Κτιαμ.) αναφέρει ανάλογον τούτου το φρούριον Βάσκοι», εξ ονόματος πιθανώς αλλού τινός ήρωος ή δυνάστου Οδρύσου. Πρβλ. και Ασαφει-δάμα, πόλις Συρίας (Πτολ. . Γεωγρ. Γ', σελ. 976.)
557) Στράβ. ΙΓ, 582.
558) Στράβ. Ζ, 326.
559) Στεφ. Βυζ. σελ. 484.
560) Αmmian. Μarcel. Βιβλ. 27, 4.
561) Βιβλ. περί Άντ. Ήλιογαβ. Ζ, Αel. Lamprid Εκδ. Νisard. Παρ. Dibot, σελ. 438.
562) Μία από τάς Ρωμαϊκάς στρατηγίας της Θράκης κατά τον Πτολεμαίον ωνομάζετο Ουσδικησική. Πιθανόν φαίνεται., ότι αυτή αναλογεί προς το όνομα Ουσκουδάμα και ίσως ή στρατηγία αυτή να έφερε το όνομα Ουσκονδαμική.
563) Ή κατάληξις α είνε κατ' εξοχήν Θρακική. Είνε πανάρχαιος τύπος, του όπο ου ό Όμηρος, όστις έγραψεν εις την Ιωνικήν διάλεκτον, τα λείψανα μετε-χειρίσθη, ως μητίετα, νεφεληγερέτα, ιππότα. Εν γένει δε το α διετηρήθη εις την Αιολοδωρικήν διάλεκτον, ως και εις την Θρακικήν και Μακεδονικήν γλώσσαν. Ό Προκόπιος, ενώ διατηρεί κατά το πλείστον την Θρακικήν κατάληξιν, ενέδυσε πολλά Θρακικά ονόματα με την Ελληνικήν κατάληξιν, ος, ως Ουεσίπαρον, Βήρος, Κάρβηρος, Άσγαρζος, Βηρκίαρον κτλ.
564) Προκοπ. περί Κτισμ. Δ, 11, σελ. 305 κτλ. Εκδ. Βόννης.
565) Πολυβίου άπόσπ. ΙΓ', 10.—Στεφ. Βυζ. σελ. 27.
566) Πολυβ. αυτόθι.
567) Αυτόθι.
568) Αυτόθι.
569) Δημοσθ. Δ' Φιλιππ. Περί των εν Χερρον. 44.
570) Φωτίου Λέξεων Συναγωγή. Τόμ. Α', σελ. 249.
571) Αυτόθι. -Ήσυχ. Α', σελ. 537.—Στεφ. Βυζ. σελ. 239.
572) Στεφ. Βυζ. εν λέξει.—Frahgm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εφόρου 88, ως παρά Στεφ. Βυξ.
573) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 153.
574) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 396. —Στέφ. Βυζ. σελ. 185.
575) Στεφ. Βυζ. σελ. 334. — Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκατ. 144.
576) Αυτόθι, σελ. 418.—Αυτόθι Εκατ. 119.
577) Αυτόθι, σελ 421.
578) Αυτόθιι, σελ. 422.
579) Αυτόθι, σελ. 580.—Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Εκατ. Εύρ. 118.
580) Fragm. Έκατ. 115.
581) Εragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Έλλαν. 162.--Στεφ. Βυζ. σελ. 574 και 583.
582) Αυτόθι, θεοπομπ. 34.
583) Αυτόθι, 150.
584) Αυτόθι, 245.
585) Δημοσθ. περί Αλοννήσου, 39.
586) Δημοσθ. κατά Αριστοκρ. 132.
587) Fragm. Hist. Graec. Τόμ. Α', Θεοπ. Φιλιππ. γ', 48, ως παρά Στεφ. Βυζ.
588) Αυτόθι, Άπολλοδρ. 114.
589) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μέρ. Α', σελ. 919.
590) Πτολεμ. Γεωγραφ.,—Τόμ. Α', σελ. 480—489.
591) Στράβ. Η, 333.
592) Ήροδ. Δ, 145. Ε, 26. ΣΤ, 136.— Παυσ. Ζ, 2, 4—Στράβ. Ε, 221.—Όμ. Ίλ. Υ, 215.—Δίον. Άλικαρν. 55, 56—57.— Ήροδ. Β, 56.
593) Δίον. Άλικαρν. Α,', σελ. 21.
594) Ήροδ. Α, 56.
595) Ήροδ. Α, 59.
596) Ήροδ. Α, 173.
597) Ήσιόδ. άποσπ. 191.
598) 'Ομ. Όδ. Τ, 172.
599) Στράβ. Ζ, 329.
600) Παυσ. Α, 42.
601) Διοδ. Σικελ. Fragm. Dubia II.
602) Ίσοκρ. Πανηγ. 19.
603) Μυθογρ. Έλλην. Κόνων, διηγησ. σελ. 137.-Στράβ. Θ, 423.
604) Μυθογρ. Έλλην. Διηγημ. 64, σελ. 382.
605) Ίωάν.' Στοβοιίου Άνθολογ. Τόμ Α', 66, σελ. 174.
606) Στράβ. θ, 401, 410. Η, 383.—Παυσαν. θ, 29. Α, 5, 41.
607) Παυσ. Α', 41.
608) Στράβ. Ζ, 331.
609) Μυθογρ. Έλλην, Διηγήμ. 57 ,2.,σελ. 380,—Στράβ, Ζ, 321.
610) Αυτόθι.
611) Εύριπ. Όρέστ. 965.—Παυσαν. Β, 16.
612) Στράβ. Η, 372. —Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 159.
613) Στράβ. ΙΒ, 572.
614) θουκ. Α, 2, 3 και 12.
615) Στράβ. Η, 345.-Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Β', σελ. 800.
616) Στεφ. Βυζ. εν λέξει Άβαντίς.
617) Ήσυχ. Τόμ. Α'. σελ. 7. Έκδ. Ίέννας.—Ήροδ. Α, 46.—Παυσ. Ι, 35.
618) Georg. Graec. Min. Τόμ. Β', Ευσταθίου Παρεκβολαι σελ. 316.
619) Όμ. Ίλ Β, 536-542.—Στράβ. Ι, 445.
620) Πλουτ. θησ 5.
621) Διοδ. Σίκελ. Ε, 51.•—Ήροδ. Α, 61.
622) Όμ. Ίλ. Β', 531.—Δίον. Περιηγ. 520.-Άθην. Ζ, 44-
623) Φιλοστρ. Είκόν. 786.—Παυσ. Α, 20.—Roscher, Ausfuhrliches Lexicon κτλ σελ. 1147.
624) Διοδ. Σικελ. βιβλ. Ε., κεφ. 51.—Μυθογρ. Έλλην. Διηγημ. σελ. 361-
625) Ήσυχ. Τόμ. Γ', σ;λ. 139.
626) Παυσαν. Ε, 10
627) Όμ. Ίλ. Π, 719. Β, 856—866.—Ήροδ. Ζ, 73.—Στράβ. ΙΒ, 550.
628) Plin. Histor. Natur.. V, 32.
629) Στράβ. Ζ, 295.
630) Ήροδ. Ζ, 75. Α, 58.-Θουκ. Δ, 75.—Στράβ. Ζ, 295, 330. ΙΒ, 541, 575. ΙΓ, 591.—Ξενοφ. Άναβ. ΣΤ, 4.—Όρφ. Άργον. 669, 671.
631) Στράβ. ΙΓ, 568, 586, 590. Δ, 649. Α, 61 κτλ.
632) Αυτόθι, ΙΓ, 568, 590.
633) Αυτόθι, 590.
634) Ιnscr. Graec. Τόμ. 12ος, αρ. 121.—Βοιωτ. έπιγρ. Graec. Τόμ. 7ος 859, και 3519. Τόμ. 9ος 553.— Άρχαιολ. Έφημ. 1914 σελ. 96.—Latychew,ιnscr. Ροnti Euxini, Τόμ. Β, 29 -Ιnscr Gr. Τόμ. Ε', Μέρ. Α; 812. -Dittemberger.Syllog Inscr. Τόμ Γ, 35, ως και εις Άθηναϊκάς επιγραφάς.-Inscr. Graec.. Τόμ. 9οs, αρ. 553 —Corp. Inscr. Latin. 703 και 707.—Πλουτ. "Αρατ. 34 —Phlegont. Macrob. Η, 3609.—Άβην. ΣΤ, 49 κτλ.
635) Π. Καρολίδου, Εισαγωγή Ίστορ. Ελλ. έθν. Κ. Παπαρρηγοπούλου, σελ. μα' και μβ'. Έκδ. νεωτάτη Ελευθερουδάκη. Αθήναι.
735) Σχεφ. Βυζ. σελ 316.
736) Άππιαν. Μιΰ•ριδ. πολ. σελ. 210.
737)1, 72. Β, 78, 130.
738) Ήσυχ. Τόμ Α', σελ. 270.
739) Όμ. Ίλ. Β, 837. Μ, 96.—Παυσαν. θ, 36.
740) Ήσυχ. Τόμ. Β', σελ. 338, 380, 409.
741) ΕύσταίΚου, Προλεγόμενα εις Όμ. Ίλ. και Όδΰσσ. 437, 11.
742) ΒΟΗ, Τόμ. 21ος, έτος 1897, σελ. 524,
743) Πτολεμ. Γεωγρ. Τόμ. Β', σελ. 800—1022.-Ήροδ. Α, 22, 163 κτλ.— Παυ-
σαν. ΣΤ, 4. θ, 19, 14, 36.
744) Ήροδ. Δ, 76. Ζ, 67.-Στράβ. ΙΑ, 517. ΙΒ, 534, 540.-Φιλοστρ. Α, 511.—
Γ, Εϊηΐεϊϊαηοτ κτλ. σελ. 130.
745) ΒΟΗ, Τόμ. V, σελ. 70.— Κ.Α, 1878, II, σελ. 191.—Ββηικίοι-ί, Κβΐδβη ίη Σ,γ-
Ιάβη αηά Καπεη Ι, αρ. 10 κτλ., σπλ. 154.—ΑΕΜΟΕ, 1891, σελ. 152.—Άρριαν. Πε-
ρι,πλ. 24, 6.—ΟΙΟ, 2054.— ννίΐιηααηβ, 1509. — Τοπΐ3.3θ1ιε1ι, σελ. 384, 113.—ϋιιηιοηί:—
Ηοιηοΐΐε, Μεΐ. (ΓΑιΊιέοΙ. κτλ., σελ. 362, 352.-Τσοΰντα, είς Άρχαιολ. Έφημ. 1883,
σελ. 263.
746) Στεφ. Βυζαντ.-ΒΟΗ, 1882, σελ 515.
747) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 377.
748) Πολυαίνου, VII, 22.—Ηβαά—ΒαΓθΐ3.γ, Νομισμ. κτλ.
749) ΒΟΗ, Τόμ. 21, έτος 1897, σελ. 131 κτλ.—θουκ. κτλ.
750) Ήροδ. κτλ.—Τοπιαδοΐιείι, ορ. ο. II, σελ. 75.—Ταοίί:. αηη. IV, 50.
751) ΒΟΗ, Τόμ. 22, έτος 1898, σελ. 486 υπό ΟεοΓ§6$
752) θρακικά, Τριμ. Έπισττ. Περιοδ. του εν ΆΦήναις θρακικού Κέντρο•»,
Τόμ. Α', τεϋχ. Α', Κ. Μυρτίλου Άποσΐολίδου, περί αρχαίων θρακών, σελ. 77-81.—
Βλασίου 2κορδέλη, θρακικαι μελέται, σελ. 40. "Εκδ. Λειψίας 1877.—Ηοβοΐί και
Οπβα1ιεπΐ£ΐηύ3 Υο11ί35ί:&ιηιιιο κτλ., σελ. 462 και 460.
753) Π, Καρολίδου, Εισαγωγή κτλ., σελ. μη'.
754) Π. Καρολίδου εις Παράρτ. Ίσΐόρ. Παπαρρηγ. Τόμ. Α', σελ. 421—423.
755) Στράβ. θ, 420.
756) Παυσαν Α, 41.
757) Άπολλοδ. Β,βλιο». 3, 14, 8.
758) Άπολλοδ. Βιβλίου., 3,3.
759) Οεο§Γ. ΟΓαεο. Μίη. Τόμ. Β', σελ. 295.
760). Χρ. Τσοΰντα, Προ'ϊστορ. Άκροπολ. Διμηνίου και Σέσκλου, σελ.398 κτλ.
761) Καββαδία, Προϊσΐορ. Άρχοιολ., σελ. 492.
762) Άριστοτ. Μεχεωρ. α, 14.
763) Άπολλοδρ Βιβλίο^, σελ. 14.
764) Διονυσ. Άλικαρν. Α', σελ. 28.
765) Καρολίδου, Εισαγωγή, σελ. μστ' καί μζ'.
766) θρακικά κτλ. Κ. Μυρτ. Άποατολίδου, Περί αρχ. θρακών, σελ. 7
767) Οβο§Γ. Οι-αεο. Μίη. Τόμ. Β', Ευσταθίου Παρεκβ. σελ. 287.
768) Χρ. Τσούντα, Ιστορία της αρχ. Έλλην. Τέχνης, σελ. 1.
769) Σΐράβ. Ε.
770) Ήροδ. Β, 56.
771) Όμ. Ίλ. θ. 681.-2<:ράβ. Ε, 221 κτλ.
772) Αίσχ. Ίκέτ. 250, 348, 908.—Δίον. Άλικαρν. Α', οτελ. 21.
773) Διονυα. Άλικαρν. Α, σελ. 31.
774) Ήροδ. Α, 56.-2τράβ. ΙΔ, 4, 26.
775) ' Ήροδ. Ζ, 94.
776) Ήροδ. Η, ίί.
777) Αυτόθι, 1, 9δ. 42.
778) Ήροδ. Ε, 26.
779) θουκ. Δ, 109.— Παυσαν. Ζ, 11, 2.
780) Ήροδ. Δ, 145.— Παυσ. Ζ, 2.— Στράβ. Η, 345.
781) Ήροδ. Δ, 145— 150.—Πλουΐ. Ή§ικ. 305 και 365.—Παυσ. Ζ, 2.—Σΐράβ.
Η, 345.
782) Ήροδ. Α, 56.
783) Άπολλοδρ. Βιβλίου. Β, 1.—Διονυσ. 'Αλικαρν. Α', σελ. 13 και 21.
784) Ήροδ. Α, 146.
785) Παυσαν. Η, 38.
786) Αυτόθι, 2, 10, 37,
787) Στράβ. θ, 431.
788) Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 164,
789) Πρβλ. και Μυϋογρ. Έλλην. σελ. 143.
790) ΜυΦογρ. "Ελλην. Κόνων, διηγήμ. σελ. 144.
791) Παυσαν. Γ, 17.
792) Στράβ. θ. 440.
793) Στράβ. ΙΒ, 542, 577, 544. Η, 345.
794) Σττράβ. θ, 402, 431, 441. Ζ, 327.
795) Το βαλανίδι ΰπήρξεν ή πρώτη τροφή των Άρκάδων και ιών Πελασγών.Τ6
τοιούτο δεν πρέπει να ΦεωρηΦή ως άπόδειξις βαρβαρότητας, άλλα μάλλον ως έ'ν-
δειξις άκρας πενίας και δια το αγονον της χώρας. Μέχρι της σήμερον, όταν επι-
κράτηση λιμός ή διακοπούν από χιόνος αί συγκοινωνίας οί ορεινοί της Ροδόπης
πολλάκις καυ' ανάγκην τρέφονται με βαλάνια, προωρισμένα δια τα ζώα.
796) Παυσ. Η, 1, Ε, 1.
797) Ήροδ. Η, 73. — θουκυδ. Α, 2.—Πλάττ. Μενέξ, 245.—Ίσοκρ. Πανηγ. 4.
. 48.
798) Όμ. Όδ. Τ, 172.
799) Διοδ. Σικελ. βιβλ. Ε, κεφ. 80.
800) Τζέτζη, Σχολ. είς Λυκοφρ., Τομ. Β', 1209, σελ. 962.
801) Ήροδ. ΣΤ, 137.—Σΐράβ. Ε, 221. .
802) Άριστ. ρητορ. Παναϋ. σελ. 180.
803) Σΐράβ. θ, 401, 410.
804) Στράβ. ΙΓ, 621. Ε, 221. Ζ, 327, 321, 322, 331. Η, 371, 401.— Άπολλοδρ.
Βιβλίου. 1, 16 καί 2, 7.
805) Ήροδ. Α, 57, 58.
806) Ήροδ. Β. 50, 61, 52. • ]
807) Π. Καρολίδου, Εισαγωγή κτλ., σελ. ρλε' και
808) Ήρωδιαν. περί μονήρους λέξεως, σελ. 15, 16. "£κδ. Ι>ε1ΐΓ3,.
809) Ήροδ. Ε, 61.—Παυσαν. Ι, 22, 2.
810) «Ή "Ηρα Διώνη παρά τοις Δωδωναίοις», 2χολιασττ. Όδυσσ. Γ, 91.— Ήροδ.
Β, 50.—Απόλλων. Ροδ. Άργον. Ι, 14.—Δ,ιον. Περιηγ. V, 534.
811) Παταρηγ. Έ\λην. Ίσυορ, Τόμ. Α', σελ. 415.
917) Αυτόθι, Τόμ. Γ', Άρριαν. Νικομ. 37,
918) Άριστοφ. Βατρ. 678. "Ορν. 762, 1527.
919) Φωτ. Λεξ. συναγ. Τόμ. Β', σελ. 600.
920) Σουϊδα, Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 487.
921) Παυσαν. Ζ, 5.
922) Ήσύχ. Τόμ. Α', σελ. 135.
923) Ήροδ. Ε, 6.
924) θουκ. Α, 5, 6.
925) Στράβ. Ζ, 297.
926) Όμ. Ίλ. Ν, 4.
927) Ήροδ. Ε, ο.
928) Ήροδ. Ε, 6.
929) Ήροδ. Ε, 8.
930) Όμ. Όδ. Λ. 50.
931) ΒΟΗ, Τόμ. 25, έτος 1901, οελ. 175 κλπ. Τόμ. 30, έτος 1906, σελ. 359, 365
κτλ. Τόμ. 40, έτος 1916, σελ. 257 κτλ.
932) Τσοΰντα, Μυκ. και Μυκην. πολιτ. σελ. 224.—Ίστορ. αρχαίας Έλληνικης
τέχνης, οελ. 70.
933) Στράβ. θ, 401.
934) Ξενοφ. Άναβ. Ζ, 2, 3.
935) Σουΐδα, εκ του Α', 27. "Εκδ. Λειψίας.
936) Άριστοφ. Άχαρν. 138-153.
937) Πολυβ. άποσπ. ΙΗ, 37.
938) Πλάτ. Πολιτ. Δ.
939 )Αριστοτέλους, Πολιτικών Η, σελ. 1327.
940) Ήσυχ. Τόμ. Β', σελ. 201, εν λέξει έσκορδισμένος.
941) Ήροδ. Ζ, 76.
942) Ήροδ. Ζ, 76.
943) Ήσυχ. Τόμ. Γ', σελ. 286.
944) Αυτόθι, σελ. 302.
945) Ήροδ. Η, 116.
946) Διοδωρ. Σιχελ. Ε, 11.
947). Άρριαν. Άναβ. 1, 1—11.
948) Διοδωρ. Σικελ. ΙΖ, 17.
949) θουκ. Ζ, 30.
950) Παυσαν. Α, 28.
951) Άρισιοφ. Άχαρν. 151.
952) Πλουιάρχ. Παυλ. Αίμ. 18.
953) Κλήμ. Άλε'ξανδ. Στρωμ. Τόμ. Γ'. βιβλ. 7, κεφ. 1, σελ. 221,
954) θεοκρ. Ειδ. 14, στίχ. 46.
955) Ήσυχ. Τόμ. Β', σελ. 406-
956) Καταπληκτική εΐνε ή όμοιότης, την οποίαν παρουσιάζουν οί Μάρηδες καϊ
Γκρσβανίτιδες, περί ων εΐπομεν, με τους θρφκας του αγγείου τούτου τόσον είς τό
κάλυμμα (σερβέτα) της κεφαλής; όσον και εί,ς τα υφαντά ή κεντητά φορέματα των.
959) Χρ. Τσούντα, είς «θρακικά», θρακ. Κέντρου Απηνών κλπ. Τόμ. Α', τευχ. Α',σελ. 26.
960) Καρολίδου Εισαγωγή κτλ., σελ. ρν'.
961) Ίσοκρ. Πανηγ. 18.
962) Αυτόθι. 13.
963) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 359.
964) Πλάτ. Πρωταγ. 27 Κρατΰλ. 18.
965) θουκ. Α.
966) Πλάτων. Νομ. Α'.
967) Αίλιαν. Ποικίλ. Ίοτορ. Γ, Η, 15.
968) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 376.
969) Σουΐδα, Τόμ. Α', Μέρ. Α', σελ. 987.
970) Αυτόθι, εκ του Α', 55.
971) Αυτόθι, Τόμ. Α', θεοπομπ. 149, ως παρ' 'Α^ην. Χ, σελ. 442.
972) Αυτόθι, Φυλάρχου 19, ως παρ"Αΰ•ην. XII, 51.
973) Αυτόθι, Τόμ. Γ', Σαιΰρου, 1.
974) Πλουτ. Ηθικά, Τόμ. Α', Πώς αν τις διακοίνειε κτλ. 7.
975) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 404.
976) Πλουτάρχ. περί ποταμών III, "Εβρος 3.
977) Ήροδ. Δ, 96.
978) Πλάι. Νομ. Ζ.
979) Στράβ. 2,301. '.
980) Μιστριώτου, Έλλην. Γραμματ., σελ. 19.
SIMIWSEIS
981) Δίων. Κασσ. 51, 27.- Νικανδρ. θηριακ. 460.—ΒΟΗ Τόμ. 25, σελ. 319.
982) Ό αρχαιότερος τύπος ήτο Άπέλίων, ου και ό Δελφικός μην Άπελλαΐος.
Ό δε θεσσαλικός τύπος ήτο "Απλούν και ό Τυρρηνικός Αρία ή Αραίιι. Ή επικρα-
τούσα γνώμη περί της ετυμολογίας της λέξεως εΐνε εκ του άπολλύειν και άπέλ-
λειν=άπείργειν.
983) Τζέτζη είς Κασσάνδ. Λυκόφρ. 442.
984) Εύριπ. Ίφιγεν. εν Ταΰροις 1243. Βάκχαι Βΐ.
985) Ήροδ. Ζ, 111.
986) Δίων. Κασσ. 51, 25.
987) Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 1.—ΒΟΗ, έτος 1908, σελ. 181.C
988) Όρφ. "Υμν. Σαβαζ. 48, 2, 5.
989) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 350.
990) Στράβ. Ι, 470.
991) Σουΐδα, Τόμ. Α', Μερ. Β', σελ. 060.—Φωτίου Λ ες. συνάγω γη, Τόμ. Α', σελ. 37 και 495.
992) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μέρ. Β', σελ. 645.
993) Φωτίου Λέ'ξ. συναγ. Τόμ. Β', σελ. 495.
994) Ήσυχ. Τόμ. Β', σελ. 217.
995) Άριστοφ. Λυσιστρ. 388. Σφήκ. 9.
996) Φωΐ. Λέξεων συναγωγή, Τόμ. Β', σελ. 542.
997) Ήροδ. Ζ, 76.
998) Ήροδ. Δ, 33.
999) Ήροδ. Ζ, 76.
1000) Ήροδ. Δ, 33.
1001) Αυτόθι, Τόμ. Β', 958, σελ. 892.
1002) Τζέτζη, είς Κασσάνδρ. Λυκόφρ. 936.
1003) Ήσυχ. Τόμ. Α', οελ. 516.
1004) Ήσυχ. Τόμ. Α', σελ. 372 και 391.
1005) Αύτόβι, σελ. 235. Έπίγρ. εκ Σλίβεν.
1006) Αϋίόβι, σελ. 257. Έπιγρ. κειμένη είς Μουσείο ν Καπιτωλίου Ρώμης,
1007) θρακική Έπετηρίς 1897, σελ. 291. Έπιγρ. άνεκδ. εκ Θράκης υπό Κουρουνιώτου εξ αντιγράφου ΐοΰ εξ Άλμαλή Μαλγάρων Νικολάου Κωνσιαντινίδου.
imiwseis
1008) Άπολλοδρ. Βιβλίου, σελ. 81-82.
1009) Σοφοκλ. Άντιγ. 955.
1010) Όμ. 'Ιλ. Ζ, 130-136.
1011) Διοδ. Σικελ. Δ, 15.— Εύριπ. "Αλκ. 483,1021.
1012) Άπολλδρ. Βιβλίο, σελ. 114.
1013) Σχολιαοτ. Απόλλων. Ροδ. Άργον. Β, 181.
1014) Αύτόδι.
1015) Απόλλων. Ροδ. Β, 458.
1016) Όρφ. Άργον. 671.
1017) Παυσαν. Ε, 17.
1018) Όμ. "Υμν. εις Άφροδ. 101.
1019) Όμ. Ίλ. Β, 223. Ζ, 297.-Εύρ. Έκάβ. 3.
1020) Όμ. Ίλ. Ρ, 73.
1021) Όμ. Ίλ. Ζ, 7. Β, 844.
1022) Όμ. Ίλ. θ, 302.
1023) Όμ. Μλ. Β, 844. Δ, 518, 532.
1024) Όμ. Ίλ. Β, 846.
1025) Αυτόθι, Β, 848.
1026) Φιλοστρ. Ηρωικός, 681.
1027) Όμ. Ίλ. Κ, 434—441.
1028) Εύρ. Ρήσ. 620,
1029) Εΰριπ. Ρήσ. 731, 744, 747.
1030) Όμ. Ίλ. Κ, 518.
simiwseis
1031) Διοδ. Σικελ. Γ, 67.
1032) Διόδ. Σικελ. Α, 23.
1033) Διοδ. Σικελ. Δ, 43.
1034) Παυσαν. ΣΤ, 30.
1035) Γρηγορ. Ναζιανζ. προς Ίουλναν. Γ, 104.
1036) Λουκιαν Εΐκόν. 2.
1037) Διοδ. 2ικελ. Δ, 25.
1038) Άριστοφ. "Ορν. 769-798.
1039) Άριστοφ. Βάτρ. 1032.
1040) Εύριπ. Ρήσ. 943.
1041) Διοδ. Σικελ. Ε, 75.
1042) Παυσαν. Β, 30. Γ, 13.
1043) Διογ. Λαερτ. προοιμ. αελ. 2.
1044) Άπολλοδρ. Βιβλ. σελ. 6.—Μυδογρ. "Ελληνες, Παλαιφάιου, σελ. 298.
1045) Λουκ. προς Άπαιδ.
1046) Παυσαν. θ, 30.
1047) Παυσαν. 30.
1048) Στράβ. Ι, 470.
1049) Παυσαν. θ, 34, 110. Ι, 7. Β, 29. Γ, 13, 14, 20. Ε, 26.
1050) Παυσ. Β, 37. Δ, 33.—θεοκρ. Ειδ. 24, 118.—Κύρ. Ρήσ. 913.—Άπολλοδρ. Α, 3.
1051) Ήροδ. Δ, 3δ.
1052) Παυσαν. Α, 29. Η, 21. Ι, 5. &, 27.
1053) Παυσαν. θ, 29, 35.
1054) Διοδ. Σικελ. Α, 29.
1055) Εύριπ. Ρήσ. 943.
1056) Διοδ. Σικελ. Δ, 2δ,
1057) Ήροδ. Ζ, 6.— Παυσ. Α, 14, 28.
1058) Παυσαν. Α', 51.—Όμηρ. "Υμν. Δημητρ. 154, 470.
1059) Παυοαν. Α, 38. .
1060) Παυσαν. Δ, 33.
1061)Όμ. Ίλ. Β, 594.
1062) Άπολλοδρ. Βιβλίο, σελ. 6.
1063) Διοδ. Σικελ. Γ, 67.
1064) Διόδ. Σικελ. Γ, 59.
1065) Παυσαν. Δ, 33.

simiwseis
1066) Ήσυχ. Τόμ. Δ', σελ. 15.
1067) Σουΐδα, Τόμ. Β', Μέρ. Β', σελ. 664. . .
1068) Στεφ. Βυζανττ. σελ. 553.
1069) Δίον. Άλικορν. Α', σελ. 75.
1070) Διοδ. Σιχελ. βιβλ. Γ', κεφ. 53.
1071) Στράβ. Ζ, 331. Ι, 467, 471.
1072) Αυτόθι, Δημ. Σαμίου, ως Σχολ. Εύρ. Φοινισ. 7.
1073) Ήροδ. Η, 90.
1074) Καββαδία, Ιστορία της Έλλην. Τέχνης, οελ. 487.
1075) Χρ. Τσούντα, Ίστορ. της αρχ. Έλλην. Τέχνης, σελ. 469 καΐ 470.
1076) Καββαδία, Ίατοςία της Έλλην. Τέχνης, βελ. 712. Δια περισσότερα δρα του Καββαδία, «Ή εν Λοΰβρω Σαμοϋρακία Νίκη». "Εκ5. 1897.
1077) Χρ. Τσούντα, Ίστορ. Έλλην. Τέχνης, σελ. 490.
karipidis@e-istoria.com
Ολα τα θρακικά φύλα μπορεί να τα δει ο αναγνώστης στο βιβλίο ''Τα θρακικά φύλα και οι Θράκες πολεμιστές'' του Α. Γιαλαμά εκδόσεις Θρακικός Οιωνός.